«Το πανεράκι κράτα θυγατέρα
χαρούμενα σα να ‘χες καταπιεί φλογέρα
Όμορφα γελάς,
η τύχη σου θ’ ανοίξει
Ο νιος που θα σε πάρει
θα σε ξεσκίσει
Εσύ κράτα σηκωμένο τον φαλλό πίσω απ’ το κορίτσι. Εγώ τώρα θα πω το τραγούδι το καλό κι εσύ γυναίκα ανέβα στα κεραμίδια να με βλέπεις».
Από το Αχαρνής / Ο Αριστοφάνης Που Γύρισε Από Τα Θυμαράκια του Διονύση Σαββόπουλου (1977)

Ο Διόνυσος και ο Πάνας παραμονεύουν, ενώ φαλλοί τεράστιοι παρελαύνουν πάνω στα άρματα. Οι πανηγυριστές από όλη την Ελλάδα (αλλά και από το εξωτερικό) τους κρατούν σαν σκήπτρα, τους προσκυνούν, τους ιππεύουν. Ο Αριστοφάνης ζωντανεύει καθώς στο καρναβάλι του Τυρνάβου λαμβάνουν πρώτη θέση τα άσεμνα τραγούδια, τα τολμηρά πειράγματα και η σεξουαλικότητα που συγκαλύπτεται τις καθημερινές. Η πεμπτουσία του Καρναβαλιού, η ανατροπή δηλαδή της κανονικότητας, αψηφά για μία μέρα το «καθώς πρέπει» –και αποθεώνεται.

Στον Τύρναβο, την πόλη αυτή της Λάρισας, την όλη διοργάνωση του εθίμου επιμελείται ο σύλλογος Γαϊτανάκι-Μπουρανί, με την υποστήριξη της εκάστοτε δημοτικής αρχής, η οποία κάθε χρόνο ορίζει και το θέμα του καρναβαλιού.

Στο Αμαξοστάσιο του Τυρνάβου, στην τελική ευθεία των εργασιών για το διονυσιακό καρναβάλι της θεσσαλικής πόλης. Photo: Νίκος Κόκκας 

Ο Βασίλης Τσόλας, πρόεδρος του συλλόγου, τοποθετεί την απαρχή του εθίμου στην αρχαία Ελλάδα. «Οι ρίζες ξεκινούν από μεγάλες γιορτές σαν τα Ανθεστήρια και τα Διονύσια, όπου τιμούσαν τον θεό Διόνυσο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίον το κάνουμε σήμερα και στο δικό μας καρναβάλι: αποτίοντας τιμή στον φαλλό, σαν σύμβολο αναγέννησης της φύσης, ευκαρπίας και ευγονίας ανθρώπων και ζώων. Είμαστε γεωργική και κτηνοτροφική περιοχή. Ο τρόπος που γιορτάζουμε το καρναβάλι, αυτό το μοναδικό έθιμο, ήταν σαν ευλογία για τα χωράφια και τα ζώα».

Photo: Σύλλογος Γαϊτανάκι-Μπουρανί

Στην Τουρκοκρατία ένας λοιμός αποδεκάτισε το 75% του ντόπιου πληθυσμού. Επειδή λοιπόν το μέρος ερημώθηκε, ο πασάς της περιοχής έφερε περί το 1770 οικογένειες Αρβανιτών κι έχτισε καινούρια πόλη δίπλα στην παλιά, η οποία ονομάστηκε «Κόκκαλα» διότι εκεί θάφτηκαν τα θύματα της αρρώστιας (χολέρα). Εκεί στηνόταν παλαιότερα και το Μπουρανί, σε ανάμνηση των θυμάτων. Η τυρναβίτικη παράδοση με τις διονυσιακές καταβολές δέχτηκε επιρροές από έθιμα των Αρβανιτών κι έτσι προέκυψε η σημερινή γιορτή.

Αργότερα, όταν άρχισαν να αγριεύουν τα πράγματα καθώς είχε ξεκινήσει η προεπαναστατική περίοδος, ανέβηκαν προς την περιοχή που βρίσκεται η Ιερά Μονή του Προφήτη Ηλία (στα βόρεια της πόλης), ώστε να είναι πιο απομονωμένοι από τα μάτια των Τούρκων. Σήμερα το Μπουρανί εξακολουθεί να γίνεται ακριβώς εκεί, στη μεγάλη απλωσιά μπροστά στην εκκλησία.

Οι ρίζες κρατούν από αρχαίες γιορτές. Photo: Σύλλογος Γαϊτανάκι-Μπουρανί

Μπουρανί, μεταλαβιά με τσουκνίδες

Τι είναι όμως το μπουρανί, που δίνει το όνομά του σε αυτό το οργιαστικό καρναβάλι; Πρόκειται για ένα παραδοσιακό φαγητό της περιοχής: μια σούπα, η οποία φτιάχνεται με τα άγρια χόρτα που αρχίζουν να βγαίνουν στο γύρισμα του χειμώνα προς την άνοιξη. «Το μοιράζουμε στον κόσμο σαν ένα είδος μέθεξης», λέει ο κ. Τσόλας, «ένα είδος μετάληψης στο δρώμενο».

Το μεγάλο καζάνι για το μπουρανί στήνεται πάνω σε ζωντανή φωτιά, στο άπλωμα που ξανοίγεται μπροστά στην Ιερή Μονή του Προφήτη Ηλία, στο λοφάκι με το πευκόφυτο αλσύλιο λίγο έξω από τον Τύρναβο. Πάνω από από όλα περιέχει τσουκνίδα, διότι είναι το πρώτο αγριόχορτο που φυτρώνει, αλλά κι επειδή σε «κεντρίζει» –σε ξυπνάει και σε προκαλεί. Περιέχει όμως και αντράκλα (γλιστρίδα), σπανάκι, φρέσκα κρεμμυδάκια, παπαρούνες, άγρια σκόρδα, αλατοπίπερο και κάποτε λίγο ξύδι, ώστε να νοστιμίσει. Το ελαιόλαδο απουσιάζει, μιας και την Καθαρά Δευτέρα τα φαγητά είναι αλάδωτα. Τσιγαρίζουν λοιπόν τα κρεμμυδάκια, ρίχνουν τα υπόλοιπα χόρτα, νερό και αλατοπίπερο κι έτοιμο το μπουρανί, για να «μεταλάβουν» οι πανηγυριστές.

Μπουρανί ονομάζεται η παραδοσιακή σούπα που φτιάχνεται με τα άγρια χόρτα που βγαίνουν στο γύρισμα του χειμώνα προς την άνοιξη. Photo: Σύλλογος Γαϊτανάκι-Μπουρανί

Αυτονόητο είναι πως η μεταλαβιά με το μπουρανί συνοδεύεται με τόνους από τσίπουρο, ούζο και κρασί. Στο πέρα πέρα, στον Τύρναβο γίνεται η γιορτή, οπότε «φέρτε ούζο του Τυρνάβου». Ταυτόχρονα στήνεται και το γαϊτανάκι, που κι αυτό αποτελεί φαλλικό σύμβολο από μόνο του. Έχει 12 κορδέλες που συμβολίζουν τους 12 μήνες του χρόνου, οι οποίες μπλέκονται και ξεμπλέκονται στη διάρκεια της αέναης κίνησης της Γης γύρω από τον Ήλιο. Όσο μαγειρεύεται και καταναλώνεται το μπουρανί, αλλά και όσο στήνεται και χορεύεται το γαϊτανάκι, υπάρχει ζωντανή ορχήστρα (κλαρίνο, βιολί, κιθάρα, ντέφι), η οποία συνοδεύει το όλο γλέντι με τοπικούς σκοπούς.

Τα πιο συνηθισμένα τραγούδια είναι αυτά που χορεύονται «στα τρία», δηλαδή με τρία επαναλαμβανόμενα βήματα –χαρακτηριστικό του τύπου αυτού είναι το περίφημο τραγούδι “Γιάννη Μου Το Μαντήλι Σου”– καθώς και τα «μπεράτια», όπως λένε στον Τύρναβο όσα κομμάτια χορεύονται μεν σε κύκλο, αλλά χωρίς να κρατιούνται οι χορευτές από τα χέρια, όπως λ.χ. το “Μπαίνω Μέσ’ Τ’ Αμπέλι Σαν Νοικοκυρά”. Η γιορτή έχει φυσικά και τον ραψωδό της, τον Γιώργο Πανταζή. Σε όλη τη διάρκειά της λέει ασταμάτητα τα άσεμνα τραγούδια κι απαγγέλει σκωπτικά, τολμηρά ποιηματάκια, που μερικές φορές τα γράφει μόνος του. Κάποιοι του απαντούν στο ίδιο ύφος κι έτσι κυλάει η μέρα, μέχρι αργά το μεσημέρι.

Για πολλά χρόνια, ίσως και μέχρι τα μισά του 20ού αιώνα, το Μπουρανί υπήρξε ανδρική υπόθεση. Την Καθαρά Δευτέρα οι άνδρες ντύνονταν γυναίκες, κάποιοι μουτζούρωναν τα πρόσωπά τους και ξεχύνονταν στους δρόμους με βωμολοχίες, άσεμνα τραγούδια, ποιήματα και πειράγματα. Οι αισχρολογίες ήταν και παραμένουν ο κανόνας και κανείς δεν πρέπει να ενοχληθεί. Όπως λέει και το τραγουδάκι, «Και όποιου του κακοφανεί… και στον Δήμαρχο κι αν πάει, πουτσοκέφαλο θα φάει». Οι γυναίκες απαγορευόταν διά ροπάλου να συμμετέχουν. Μάλιστα, εκείνη τη μέρα έμεναν κλειδωμένες στα σπίτια, αφού, για τα μέτρα της εποχής, η ανεμπόδιστη έκφραση της σεξουαλικότητας με επίκεντρο τον φαλλό (που βρισκόταν παντού και σε όλα τα μεγέθη), καθώς και οι αισχρολογίες, ήταν κάτι το απαράδεκτο για εκείνες.

Οι άνδρες μεταμφιέζονται, λοιπόν, φορούν κουδούνια, κρατούν τους φαλλούς σαν σκήπτρα. «Εγώ ντύνομαι θεός Πάνας, κάποιος άλλος ντύνεται θεός Διόνυσος, κάποιος άλλος Σάτυρος και κάποιος γίνεται ΤαρατάςΚαμβούκας», λέει ο Βασίλης Τσόλας. Ο Καμβούκας, άλλωστε, αποτελεί κεντρική φιγούρα του τυρναβίτικου καρναβαλιού. Είναι, ας πούμε, ο «τροχονόμος»: εκείνος που κυνηγά και σπρώχνει τους Μπουραντιστές, χτυπώντας τους με μια ξύλινη μασιά (σαν διπλή ξύλινη λαβίδα), ώστε να μπουν όλοι στο γλέντι, συμμετέχοντας στη διονυσιακή γιορτή.
Στο τυρναβίτικο καρναβάλι πρωταγωνιστούν βωμολοχίες, άσεμνα τραγούδια, ποιήματα και πειράγματα. Photo: Νίκος Κόκκας

Ο Καμβούκας και η μασιά του

Ο Στέλιος Γκόγκουρας, ο ταμίας του συλλόγου Γαϊτανάκι-Μπουρανί είναι από γενιά σε γενιά πανηγυριστής, μαζί με όλη του την οικογένεια. «Είμαι ο Καμβούκας», λέει. «Πριν από εμένα ήταν ο πατέρας μου, ο παππούς μου, ο προπάππος μου, οι θείοι μου. Σαν να έχω πάρει αυτήν τη στολή κληρονομιά από την οικογένεια. Αυτήν τη στολή τη φοράω ακόμα, κάθε Καθαρά Δευτέρα. Με τα κουδούνια μου και τα κρόσσια μου τρέχω γύρω-γύρω, μαζεύω και σπρώχνω τους πανηγυριστές, ώστε να μη λείψει κανείς από τη γιορτή. Κανείς δεν ξεφεύγει από εμένα. Τους χτυπάω με τη μασιά, ένα διπλό ξύλο που κάνει τακ-τακ. Και τρέχουν όλοι να σωθούν από τον Καμβούκα και μπαίνουν στη γιορτή. Με πειράζουν, τους πειράζω κι έτσι συνεχίζει το γλέντι. Είναι για εμένα μια πολύ σημαντική στιγμή μέσα στον χρόνο. Αισθάνομαι ότι κρατάω το κλειδί για τη χαρά του κόσμου».

Τα τελευταία χρόνια συμμετέχουν και αρκετές γυναίκες στο καρναβάλι. Δεν συμμετέχουν όλες, όμως. «Κάποιες αισθάνονται ακόμα, πώς να το πω, συστολή», εξηγεί ο κ. Γκόγκουρας. «Αλλά τίποτα δεν γίνεται με το ζόρι. Όσοι δεν θέλουν να συμμετέχουν, τους ευχόμαστε “Καλή Σαρακοστή κι από κώλο κι από μ’ νι” και τους αφήνουμε να πάνε στο σπίτι τους», προσθέτει γελώντας. Ο Καμβούκας συμμετέχει έπειτα και στον γύρο που κάνουν οι πανηγυριστές στα μαγαζιά του Τυρνάβου. Εκεί, πλέον, τσιγκλήσει και χτυπάει με τη μασιά τους μαγαζάτορες, ώστε να δώσουν λεφτά.

Διότι, αργά το απόγευμα, όταν τελειώσει πια το μοίρασμα του μπουρανί, οι Μπουρανιστές παίρνουν την κατσαρόλα με τη σούπα (αν έχει μείνει), το γαϊτανάκι, τους φαλλούς και τα όργανα και κατεβαίνουν με μουσικές και άσεμνα τραγούδια στην κεντρική πλατεία του Τυρνάβου. Εκεί περνούν από όλα τα μαγαζιά μαζί με την ορχήστρα (αν δεν βρέχει) και ζητούν χρήματα με σκωπτικούς σκοπούς και πειράγματα, για να μπορέσει ο σύλλογος να χρηματοδοτήσει το έθιμο και τον επόμενο χρόνο. Το γλέντι συνεχίζεται έπειτα μέχρι όσο αντέχουν.
Ο αρχιτεχνίτης του Καρναβαλιού

Περίπου 10 ημέρες πριν παρελάσει στους δρόμους του Τυρνάβου ο Βασιλιάς Καρνάβαλος και η οργιαστική ακολουθία του, βρεθήκαμε στο Αμαξοστάσιο της θεσσαλικής πόλης, όπου οι εργασίες της κατασκευής των αρμάτων βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Φιγούρες ύψους 4 μέτρων, τεράστιοι φαλλοί, χρώματα, μουσικές και τσίπουρο. Επικεφαλής ο Αριστοτέλης (Τέλης) Μπλάντας, ο αρχιτεχνίτης του καρναβαλιού. Ο οποίος, εδώ και 40 χρόνια, φαντάζεται, σχεδιάζει και κατασκευάζει τα οργιώδη άρματα που παρελαύνουν την Κυριακή της Αποκριάς.

Ξεκινάει τη δουλειά από το τέλος του Νοέμβρη, για να την ολοκληρώσει το Φεβρουάριο. «Δίνει ο Δήμαρχος το θέμα κι εγώ σκέφτομαι τις ιδέες. Κάποιες φορές λένε κι άλλοι τι να κάνουμε, αλλά τα περισσότερα τα σκέφτομαι μόνος μου πια», δηλώνει. Σχεδιάζει πρώτα τις φιγούρες σε χαρτί; «Όχι, μόνο παλιά έκανα κάτι σε χαρτί. Τώρα τα σχεδιάζω στο μυαλό μου και τα φτιάχνω κατευθείαν». Οι δήμαρχοι του δίνουν ιδέες; «Μπάααα…», απαντά χαρακτηριστικά, «εγώ κομμώτρια, εγώ κουρέας, εγώ κατασκευαστής, εγώ τα πάντα. Όταν μου ανέθεσαν αυτό το έργο είχα αμφιβολίες. Μετά, σιγά-σιγά, με την πείρα, είδα ότι μπορούσα».

Ο αρχιτεχνίτης του καρναβαλιού του Τυρνάβου είναι αγρότης με ψυχή και στόφα καλλιτέχνη. Καλλιεργεί ροδάκινα και αμπέλια –πολύ σκληρή δουλειά. Είναι όμως και αυτοδίδακτος ζωγράφος, ενώ υπήρξε και ιδρυτικό μέλος του Πολιτιστικού Συλλόγου Τυρνάβου, αλλά και ενεργός τόσο στη Χορωδία όσο και στο Χορευτικό, για πολλά χρόνια. Στον ελεύθερο χρόνο του ζωγραφίζει με ακουαρέλες και λάδια (προσωπογραφίες και τοπία), ενώ φτιάχνει και μικρά γλυπτά. Έχει κάνει και δύο εκθέσεις ζωγραφικής, μάλιστα.

Δεν βαρέθηκε όμως τόσα χρόνια; «Όχι, καθόλου», μας λέει με χαμόγελο ο κ. Μπλάντας. «Αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση, μεγάλη ευχαρίστηση, όταν βλέπω τα άρματα τελειωμένα και τους ανθρώπους να χειροκροτούν και να γελάνε. Αισθάνομαι ότι προσφέρω στιγμές χαράς και αυτό είναι θαυμάσιο».

travel.gr