Σε νέες κινήσεις χαλάρωσης των αυστηρών περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της COVID-19 προχώρησαν χθες οι Αρχές σε σειρά κινεζικών πόλεων, υπό την πίεση των μαχητικών διαδηλώσεων που εξαπλώθηκαν στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, συμπεριλαμβανομένων του Πεκίνου και της Σαγκάης, το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Στην πρωτεύουσα της χώρας οι τοπικές αρχές αρκετών συνοικιών ανακοίνωσαν ότι στο εξής όσοι διαπιστώνονται θετικοί στον κορωνοϊό θα μπορούν να μένουν σε καραντίνα στο σπίτι τους. Πρόκειται για θεαματική αλλαγή πολιτικής, καθώς τους προηγούμενους μήνες δημιουργήθηκε τεράστια αναστάτωση, καθώς τα νέα κρούσματα του ιού συγκεντρώνονταν σε μεγάλες εγκαταστάσεις που είχαν δημιουργήσει οι Αρχές, ενώ οι γειτονιές τους σφραγίζονταν με δρακόντεια lockdowns από τον έξω κόσμο.
Λιγότερα τεστ
Αρση των lockdowns που ίσχυαν μέχρι χθες υπήρξε και στη μεγάλη βιομηχανική πόλη Γκουανγκτζού, βόρεια του Χονγκ Κονγκ, όπου δύο ημέρες νωρίτερα είχαν σημειωθεί εκτεταμένες συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας. Στο Ουρουμτσί της επαρχίας Σιντζιάνγκ, απ’ όπου άρχισαν οι διαδηλώσεις ύστερα από φονική πυρκαγιά, άνοιξαν εκ νέου τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, τα σούπερ μάρκετ και άλλες επιχειρήσεις. Στην Τσενγκντού και την Τιαντζίν ανακοινώθηκε ότι το επιβατικό κοινό δεν θα χρειάζεται να επιδεικνύει αρνητικά τεστ COVID, ενώ η συχνότητα των τεστ μειώθηκε σε αρκετές περιοχές της Κίνας.
Ο μετριασμός των περιοριστικών μέτρων έγινε ευνοϊκά δεκτός από τις διεθνείς αγορές, ενώ συνέβαλε στην εκτόνωση (προσωρινή ή όχι θα φανεί τις επόμενες ημέρες) της κοινωνικής έντασης, καθώς κατά το τελευταίο εικοσιτετράωρο δεν σημειώθηκε καμία σημαντική διαδήλωση. Ανταποκριτές διεθνών πρακτορείων αναφέρουν ότι μεγάλο μέρος των πολιτών υποδέχθηκε με ανακούφιση τη χαλάρωση των lockdowns, αλλά ένα άλλο σημαντικό μέρος τους, κυρίως μεγαλύτερων ηλικιών, δεν έκρυβε την ανησυχία του, καθώς είχε πειστεί από τις ενημερωτικές καμπάνιες των Αρχών για τις δυνητικά θανατηφόρες επιπτώσεις της νόσου, όταν πρόκειται για ευπαθείς κατηγορίες.
Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει αυτές τις ανησυχίες, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Σουν Τσουνιάν, ο οποίος προΐσταται των υπηρεσιών για την αναχαίτιση της πανδημίας, δήλωσε ότι η ικανότητα του κορωνοϊού να μολύνει και ιδιαίτερα να προκαλεί σοβαρή νόσηση έχει μειωθεί αισθητά – μήνυμα που εναρμονίζεται καθυστερημένα με τις εκτιμήσεις τις οποίες διατυπώνουν εδώ και έναν χρόνο οι αντίστοιχες υγειονομικές υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο. Χθες οι υγειονομικές αρχές της Κίνας ανακοίνωσαν ελαφρά μείωση των μολύνσεων από τον ιό (συνολικά ήταν 34.980 εκ των οποίων οι 30.702 ασυμπτωματικές), ενώ για τέταρτη κατά σειρά ημέρα δεν αναφέρθηκε κανένας θάνατος.
Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κίνα και που κάνει διστακτική την ηγεσία της ως προς τη γρήγορη χαλάρωση των περιορισμών, έγκειται στο χαμηλό ποσοστό εμβολιασμού στις μεγαλύτερες και πιο ευάλωτες ηλικίες. Μέσω συνέντευξης που παραχώρησε στους Financial Times, ο Ασις Τζα, ο διορισμένος από τον πρόεδρο Μπάιντεν «τσάρος» των αμερικανικών υγειονομικών αρχών στη μάχη κατά της COVID-19, έστειλε μήνυμα προειδοποίησης στην Κίνα, υποστηρίζοντας ότι δεν θα καταφέρει να πετύχει υψηλή ανοσία στον γενικό πληθυσμό αν δεν επιτρέψει την εισαγωγή των συγκριτικά αποτελεσματικότερων εμβολίων της Δύσης.
«Ειλικρινά ανησυχώ για τη δυνατότητα των Κινέζων να διαχειριστούν τον ιό και να κρατήσουν σε υψηλά επίπεδα την ανοσία του πληθυσμού με τα εμβόλια που διαθέτουν. Πραγματικά, χρειάζονται ανώτερης ποιότητας εμβόλια», υποστήριξε ο Τζα, αναφέροντας τα τύπου mRNA εμβόλια των δυτικών εταιρειών Pfizer και Moderna. Η Κίνα δεν επιτρέπει την εισαγωγή των εν λόγω εμβολίων και περιορίζεται στη χρήση των δικών της, που κατασκευάστηκαν από τις εταιρείες Sinovac και Sinopharm και έχουν εγκριθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Η συνισταμένη στις γνώμες των ειδικών είναι ότι τα κινεζικά εμβόλια παρέχουν, μετά τις τρεις δόσεις, ισχυρό βαθμό προστασίας απέναντι στη βαριά νόσηση και τον θάνατο, αλλά είναι λιγότερο αποτελεσματικά στην αποτροπή των μολύνσεων και διαρκούν λιγότερο.
Στο μεταξύ, συνεχίζονται τα μέτρα καταστολής για την αποτροπή νέου κύματος διαδηλώσεων. Ρεπορτάζ του CNN αναφέρει ότι η αστυνομία του Πεκίνου εντόπισε διαδηλωτές που συμμετείχαν στις πρόσφατες κινητοποιήσεις από τα προσωπικά δεδομένα των κινητών τους, τα οποία υπέκλεψε και στη συνέχεια τους τηλεφωνούσε για να τους εκφοβίσει και να τους καλέσει σε ανάκριση.
REUTERS, A.P.