Με τις ανατιμήσεις στα τρόφιμα και άλλα βασικά αγαθά να είναι πολλαπλάσιες του επίσημου πληθωρισμού και τις παγκόσμιες ελπίδες για αποκλιμάκωση να «ναυαγούν» στη Μαύρη Θάλασσα και να «καίγονται» από την κλιματική κρίση, η επιστροφή στις «κανονικές» τιμές του 2021 μοιάζει σαν παραμύθι χωρίς δράκο.

Η κυβέρνηση αναγνωρίζοντας ότι ο πληθωρισμός της απληστίας (greedflation) εξαντλεί τις αντοχές των νοικοκυριών, ειδικά των πιο ευάλωτων, εντείνει τις αγωνιώδεις προσπάθειες αναχαίτισης της ακρίβειας και του «εισαγόμενου πληθωρισμού», χρησιμοποιώντας τη δοκιμασμένη «συνταγή» των ελέγχων, του «καλαθιού του νοικοκυριού», το οποίο σύμφωνα με πληροφορίες του Βήματος θα αλλάξει σύσταση, καθώς και της επιβολής πλαφόν στο περιθώριο μεικτού κέρδους των επιχειρήσεων – για πρώτη φορά μάλιστα και στα σχολικά είδη, ενδεχομένως γιατί έρχονται υπέρογκες αυξήσεις. Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να προκύπτουν σπουδαία αποτελέσματα, με το κύμα των αυξήσεων να μην ανακόπτεται.

Ενδεικτικό είναι ότι με βάση τα στοιχεία της Eurostat, για 10 μήνες στη σειρά ο πληθωρισμός των τροφίμων στη χώρα μας ήταν χαμηλότερος συγκριτικά με τον αντίστοιχο δείκτη στην Ευρωζώνη, τον Ιούνιο όμως υπήρξε… σύγκλιση στο 12,6%, καθώς οι τιμές στα ελληνικά ράφια αυξήθηκαν, όπως είχαν αυξηθεί και τον Μάιο, ενώ στα ευρωπαϊκά μειώθηκαν.

Ωστόσο, είτε υψηλότερος είτε χαμηλότερος είναι ο εγχώριος πληθωρισμός στα είδη διατροφής έναντι του ευρωπαϊκού, η Ελλάδα εμφανίζει σταθερά μεγαλύτερο ποσοστό ανατιμήσεων σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης σε τουλάχιστον 8 – 10 βασικά προϊόντα μεταξύ των οποίων το κρέας, το βούτυρο, τα φυτικά έλαια τα αυγά και ενίοτε το ψωμί.

Τον Ιούνιο μάλιστα στη λίστα των «πρωταθλητών» της ακρίβειας προστέθηκαν και τα φρούτα, επιβεβαιώνοντας με τον πιο επίσημο τρόπο ότι πληρώνουμε «χρυσάφι», συγκριτικά με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, όχι μόνο για τα εισαγόμενα προϊόντα, όπως το μοσχάρι, αλλά και για εκείνα που έχουμε επάρκεια. Κάτι που διαπιστώνεται και στο κατσίκι και στο αρνί, με τις αυξήσεις στις τιμές να είναι οριακά υψηλότερες στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη, όπως προκύπτει από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή σε 25 βασικές κατηγορίες διατροφής της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής.

Επιστρέφει ο εφιάλτης

Κι όλα αυτά την ώρα που η αποχώρηση της Μόσχας από την κρίσιμη συμφωνία της Μαύρης Θάλασσας, έχει οδηγήσει μέσα σε ελάχιστες μέρες τις τιμές του σιταριού στα ύψη, με τις αυξήσεις να ξεπερνούν το 13%, εντείνοντας τους φόβους για νέα αναζωπύρωση του πληθωρισμού των τροφίμων.

Υπενθυμίζεται ότι μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πριν από 17 μήνες, οι τιμές των τροφίμων εκτινάχθηκαν σε ιστορικά υψηλά εντείνοντας την επισιτιστική ανασφάλεια και πυροδοτώντας πληθωριστικές πιέσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Δεδομένου λοιπόν ότι το κόστος των συντελεστών παραγωγής, ήτοι οι βασικές πρώτες και δεύτερες ύλες, τα υλικά συσκευασίας, τα λιπάσματα, οι μεταφορές και η ενέργεια, παραμένει πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο, παρά τις φετινές διορθώσεις, η ανατροπή στην πορεία σταθεροποίησης των τιμών λόγω της γεωπολιτικής κρίσης προσθέτει επιπλέον πίεση, σφίγγοντας τον κλοιό στον πρωτογενή τομέα, τη μεταποίηση και τους καταναλωτές.

Υπάρχουν ωστόσο και οι οικονομικοί αναλυτές που υποστηρίζουν η φετινή συγκυρία είναι διαφορετική, με την παγκόσμια παραγωγή των τροφίμων, αλλά και την εφοδιαστική αλυσίδα να μην είναι τόσο ευάλωτες όσο ήταν πέρυσι. Κι αυτό γιατί άλλες χώρες έχουν αυξήσει την παραγωγή τους, έχουν δημιουργηθεί νέοι δίαυλοι εφοδιασμού και οι σοδειές αναμένονται φέτος πολύ καλές τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αργεντινή και τη Βραζιλία.

«Βαρίδι» οι καύσωνες

Πάντως, ακόμη κι αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για καλύτερες σοδειές εφέτος, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως καύσωνες, πλημμύρες, καταιγίδες και χαλαζοπτώσεις -ολοένα και περισσότερα πλέον, ως αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης- υποθηκεύουν το μέλλον και όχι το πολύ μακρινό, καθώς οδηγούν σε μείωση των προβλέψεων απόδοσης και ποιότητας για διάφορα βασικά γεωργικά προϊόντα.

Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή προβλέπει μέση αύξηση 7,6% για τις τιμές των σιτηρών έως το 2050 λόγω των πιο κοινών ακραίων καιρικών φαινομένων, της αύξησης της θερμοκρασίας και της υψηλότερης συχνότητας ξηρασιών.

«Κατά συνέπεια, ενώ πιστεύουμε ότι οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων θα μειωθούν, θα παραμείνουν 25% υψηλότερες από ό,τι κατά τη δεκαετία πριν από την πανδημία» τόνιζε προ μηνός η Oxford Economics, όταν ακόμη η συμφωνία της Μαύρης Θάλασσας ήταν ενεργή.

Ήδη, ο ιστορικός καύσωνας που πλήττει τη Νότια Ευρώπη επιδεινώνει τα δεδομένα στη βιομηχανία του ελαιολάδου, αυξάνοντας τις τιμές, ενώ η άφιξη του φαινομένου El Niño, πιέζει προς τα πάνω τις τιμές του καφέ.

Ποιος μετράει σωστά;

Και ενώ η ακρίβεια συνεχίζεται ροκανίζοντας τα εισοδήματα των καταναλωτών, έχει αρχίσει μια γκρίνια για το αν αποτυπώνεται σωστά. Οι εκπρόσωποι της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων υποστηρίζουν ότι δεν συνυπολογίζονται οι προσφορές που μειώνουν τις τιμές, τονίζοντας επίσης πως εισαγόμενος πληθωρισμός κινείται ανεξέλεγκτα, καθώς οι παραγωγοί εκτός Ελλάδας εξαιρούνται από την επιβολή πλαφόν στο μεικτό περιθώριο κέρδους.

Στο πρώτο εξάμηνο εφέτος οι τιμές των τροφίμων στο ράφι «τρέχουν» με αύξηση της τάξης του 9-9,3%, με βάση τα στοιχεία των εταιρειών μετρήσεων, ενώ σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο πραγματικός πληθωρισμός στα τρόφιμα στην Ελλάδα φθάνει στο 11%. Μάλιστα το ποσοστό αυτό «χαρίζει» στη χώρα μας μια θέση στο top10 των κρατών με τη υψηλότερη ακρίβεια στον κόσμο. Ο πραγματικός πληθωρισμός ορίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα ως ο ονομαστικός πληθωρισμός τροφίμων μίας χώρας μείον τον γενικό πληθωρισμό της.

Τον Ιούνιο ο πληθωρισμός, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, υποχώρησε στο 1,8% από 2,8% τον Μάιο, ενώ ο πληθωρισμός στα είδη διατροφής κατέγραψε ετήσια άνοδο 12,2%, ενώ ήταν υψηλότερα κατά 2,1% σε σχέση με τον Μάιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟ ΒΗΜΑ (ot.gr)