
Καλοκαίρι στη Νότια Πίνδο. Ο ήλιος χαμηλώνει, ρίχνοντας μακριές σκιές πάνω στα αυτοσχέδια γήπεδα, εκεί όπου η μικρή κοινότητα ζωντανεύει ξανά μέσα από την πιο απλή, σχεδόν τελετουργική πράξη: το παιχνίδι. Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετούνται «Τα τέρματα του Αυγούστου», η ταινία του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου που συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Το φιλμ αυτό δεν είναι απλώς ένα ντοκιμαντέρ για το ποδόσφαιρο αλλά ένα καλειδοσκόπιο στιγμών όπου η καθημερινότητα ενός χωριού γίνεται κινηματογραφικός καμβάς γεμάτος φως, σκόνη και αναμνήσεις.
Κέντρο της αφήγησης αποτελεί η επεισοδιακή πορεία ενός αυτοσχέδιου τουρνουά ποδοσφαίρου που διοργανώνεται κάθε καλοκαίρι στο Αρματολικό, ένα μικρό χωριό της Πίνδου, και φέρνει κοντά μια τοπική κοινωνία που τον χειμώνα σκορπίζεται σε όλο τον κόσμο. «Το τουρνουά είναι κάτι ξεχωριστό για τα χωριά της περιοχής μας και ιδιαίτερα για τους νέους. Εχει πάθος, χιούμορ, ευτράπελα, μια κερκίδα απίστευτη, αλλά και απροσδόκητες στιγμές καθώς κάποιες φορές τα πράγματα παίρνουν βίαιη τροπή», αναφέρει μιλώντας στο «Νσυν» ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος. Ο ίδιος κατάγεται από το χωριό και παρακολουθούσε τη διοργάνωση από κοντά για χρόνια. Οταν θέλησε να βάλει μπροστά την ταινία το 2021, η πανδημία ανέκοψε τα σχέδιά του (και τη χρηματοδότηση που είχε κερδίσει από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου), αλλά, όπως φάνηκε αργότερα, προσωρινά.
Το καλοκαίρι του 2023 έβαλε μπροστά την κάμερά του και για δύο μήνες πραγματοποίησε γυρίσματα στην περιοχή. Τον επόμενο χειμώνα τράβηξε κάποια συμπληρωματικά πλάνα, εμπλουτίζοντας το υλικό που είχε στη διάθεσή του. Το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς του θα έχει την ευκαιρία να το παρακολουθήσει το κοινό τις επόμενες ημέρες στη Θεσσαλονίκη. «Η συμμετοχή στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα δίνει τη δυνατότητα στην ταινία μας να ξεκινήσει με τα καλύτερα εφόδια και να έχει περισσότερες πιθανότητες να την προσέξουν. Εννοώ οι προγραμματιστές από ξένα φεστιβάλ αλλά και οι αγοραστές από ξένα κανάλια. Νιώσαμε οι συνεργάτες μου κι εγώ εκτός από χαρά και μια δικαίωση για τον κόπο δύο ετών», επισημαίνει ο σκηνοθέτης.
Καθρέφτης της ζωής
Το αυτοσχέδιο τουρνουά του Αρματολικού, στις πλαγιές των Τζουμέρκων, μέσα από τον φακό του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου δεν γίνεται μόνο μια αφορμή για αγώνα αλλά κι ένας καθρέφτης της ίδιας της ζωής του χωριού, την οποία εκείνος γνωρίζει πολύ καλά. «Αρχικά σκόπευα να είμαι παρατηρητής, όσο το δυνατόν πιο “αόρατος”, και να καταγράφω αυτό που συμβαίνει μπροστά από την κάμερα με τη μικρότερη παρέμβαση. Στην πορεία όμως των γυρισμάτων συνειδητοποίησα πως δεν χρειάζεται να ακολουθώ αυστηρά αυτόν τον τρόπο καθώς αποτελώ κι εγώ κομμάτι αυτού του τόπου. Ετσι επέτρεψα στον εαυτό μου, σε κάποιες περιπτώσεις, να συμμετέχει στα γεγονότα που καταγράφονται, πάντα πίσω από την κάμερα κι όταν η περίσταση το απαιτούσε», παραδέχεται ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ και συνεχίζει: «Το γεγονός ότι βρέθηκα πίσω από την κάμερα απέναντι σε ανθρώπους με τους οποίους μέχρι τότε ήμασταν μαζί σε μια άμεση σχέση, χωρίς να διαμεσολαβεί κάτι, το φοβόμουν πολύ. Τι θα απέφερε και πώς θα επηρέαζε τη σχέση μας; Στην πορεία όμως των γυρισμάτων ένιωσα βαθιά έκπληξη και συγκίνηση από την τεράστια εμπιστοσύνη που μου έδειξαν. Εβλεπα ότι μου πρόσφεραν την αλήθεια τους, αυτό που είναι, με άδολο τρόπο και όντας βέβαιοι πως εγώ αυτό δεν θα το εκμεταλλευτώ ούτε θα τους προδώσω. Ενιωσα ότι δεν περίμεναν κάτι από αυτό, απλώς χαίρονταν τη διαδικασία και το ότι γινόταν κάτι τέτοιο από μένα, ένα “δικό τους παιδί”».
Στο φιλμ οι φωνές των παιδιών, οι γερασμένες ματιές των θεατών, τα γέλια, οι προστριβές, η αδρεναλίνη, ακόμα και η σιωπή μετά τη λήξη των παιχνιδιών, συνθέτουν όλα μαζί ένα «ιμπρεσιονιστικό» πορτρέτο μιας κοινότητας που παρά τις αντιφάσεις της παραμένει γνήσια, παλλόμενη, αληθινή. Τους περισσότερους μήνες του χρόνου το χωριό μοιάζει άδειο, αλλά η ψυχή του δεν σβήνει ποτέ. Και κάθε καλοκαίρι, με κάθε γκολ, ανασαίνει ξανά. «Αυτό το τουρνουά ποδοσφαίρου, άσχετα με νικητές και ηττημένους, κατ’ ουσίαν δεν είναι ένα ακόμη αυτοσχέδιο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα, όσο μια “αθλητική τελετή επανένωσης” των νέων με τον τόπο καταγωγής τους, το χωριό, και μια “επαναβάπτισή τους” σ’ αυτό. Είναι δηλαδή κάτι πιο ουσιαστικό γιατί ενδυναμώνει στους νέους το κοινοτικό αίσθημα, την κοινή καταγωγή. Με πιο απλά λόγια, μέσω αυτού του τουρνουά μαθαίνουν να αγαπούν τον τόπο τους και να δένονται μαζί του. Επίσης γίνονται κομμάτι μιας αλυσίδας, καθώς οι μεγαλύτεροι στην κερκίδα ήταν κάποτε παίκτες της ομάδας», δηλώνει ο σκηνοθέτης, ο οποίος εκτός από τις κινηματογραφικές σπουδές έχει κάνει και σπουδές κοινωνικής ανθρωπολογίας και γοητεύεται από τη λαογραφία και το ανθρωπολογικό ντοκιμαντέρ παρατήρησης.
«Δεν έχουν χαθεί όλα»
«Το τουρνουά ποδοσφαίρου το βλέπω όχι μόνο ως ένα αθλητικό γεγονός, αλλά και ως ένα γεγονός της κοινοτικής ζωής, που το παρατηρώ με την κινηματογραφική μηχανή γιατί έχω ως στόχο να καταλάβω πώς βιώνουμε την καθημερινότητά μας στον τόπο καταγωγής μας, επιστρέφοντας από τις πόλεις όπου διαμένουμε μόνιμα. Ως “αστοί” δηλαδή. Και χαίρομαι πολύ που “Τα τέρματα του Αυγούστου” καταδεικνύουν πως το ελληνικό χωριό, έστω και για λίγους μήνες το καλοκαίρι και παρόλες τις αντιφάσεις του, υπάρχει με έναν ζωντανό και γνήσιο τρόπο. Παρατηρούμε δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά μιας παραδοσιακής κοινότητας, βιωμένα στο παρόν, χωρίς μιμήσεις και φτηνές αναπαραστάσεις τύπου “επιστροφή στην παράδοση”», συμπληρώνει ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος και καταλήγει: «Προσωπικά, βλέπω το ντοκιμαντέρ ως βίωση ενός παρόντος που είναι ζωντανό, ενθαρρυντικό κι ελπιδοφόρο, καθώς αποδεικνύει πως δεν έχουν χαθεί όλα κάτω από τον οδοστρωτήρα της αστικοποίησης».
Διονυσία Μαρίνου (ΤΑ ΝΕΑ)