Με διαφορετικά προτάγματα ενόψει της πρώτης κάλπης της απλής αναλογικής, αλλά και εναλλακτικές στρατηγικές για τον τρόπο διαχείρισης της διερευνητικής εντολής που θα λάβουν την «επόμενη ημέρα» των εκλογών από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου εισέρχονται στην τελική ευθεία της προεκλογικής περιόδου οι κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, Αλέξης Τσίπρας και Νίκος Ανδρουλάκης.
Επί της ουσίας, μάλιστα, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν τη μάχη των πρώτων εκλογών οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί «προδιαγράφει» και τις κινήσεις τους στο «σκάκι» των διερευνητικών εντολών, προτού η χώρα οδηγηθεί –με σχετική βεβαιότητα–, περίπου ένα μήνα αργότερα, στις δεύτερες εκλογές με τον εκλογικό νόμο που ψήφισε η Ν.Δ.:
• Ο κ. Μητσοτάκης έχει κάνει λόγο για «ενιαία» εκλογική αναμέτρηση με στόχο την αυτοδυναμία, με τις πρώτες κάλπες να αποτελούν ουσιαστικά εργαλείο απενεργοποίησης της νάρκης της απλής αναλογικής, που όπως τονίζει αποτελεί πηγή αστάθειας για τη χώρα.
• Ο κ. Τσίπρας αναφέρεται σε «κυβέρνηση των νικητών», θέση η οποία ερμηνεύεται ως μήνυμα ότι θα αξιοποιήσει τη διερευνητική εντολή του στην περίπτωση κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα.
• Ο κ. Ανδρουλάκης φωτογραφίζει σχηματισμό κυβέρνησης από τις πρώτες κάλπες της απλής αναλογικής βάσει προγραμματικής συμφωνίας.
Ομως, οι ανωτέρω «αφετηριακές» θέσεις των πολιτικών αρχηγών δεν προδιαγράφουν πλήρως τον τρόπο με τον οποίο θα κινηθούν όταν λάβουν τις τριήμερες διερευνητικές εντολές από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Πόσο μάλλον που οι χειρισμοί τους θα αξιολογηθούν σοβαρά από το σώμα των ψηφοφόρων ενόψει της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης.
Ν.Δ. και συσχετισμοί
Από το Μέγαρο Μαξίμου μεταδίδεται πως είναι πρώιμη κάθε συζήτηση για την «επόμενη ημέρα» της κάλπης και ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν ανοίγει τα χαρτιά του επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Oμως, κυβερνητικά στελέχη εκτιμούν πως στο πλαίσιο της διερευνητικής εντολής που θα λάβει πρώτος –εάν όπως προκύπτει απ’ όλες τις δημοσκοπήσεις η Ν.Δ. είναι πρώτο κόμμα– δεν πρόκειται να συναντηθεί με αρχηγούς με τους οποίους δεν υπάρχει περιθώριο συνεργασίας, ακόμη και μετά τις δεύτερες εκλογές: δηλαδή με τους κ. Τσίπρα, Κουτσούμπα, Βελόπουλο και Βαρουφάκη. Oπως προσθέτουν, μόνο ανοικτό ζήτημα μπορεί να αποτελέσει η πιθανότητα συζήτησης με τον κ. Ανδρουλάκη. Αυτή, δε, θα κριθεί εν πολλοίς από τη «σύνθεση» του εκλογικού αποτελέσματος. Εάν η Ν.Δ. κινηθεί σε ποσοστά πέριξ του 36%, όπως δείχνουν αρκετές έρευνες της κοινής γνώμης, τυχόν συνάντηση του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ δεν θα έχει πρακτική πολιτική σημασία, καθώς το κυβερνών κόμμα θα βρίσκεται μια ανάσα από την αυτοδυναμία στις δεύτερες κάλπες.
Αντιθέτως, εάν η Ν.Δ. κινηθεί χαμηλότερα, τα δεδομένα μπορεί να αλλάξουν: εκεί θα αξιολογηθεί όχι μόνο το ποσοστό της Ν.Δ. αλλά και η δύναμη των λοιπών κομμάτων – εάν και από πού δηλαδή το κυβερνών κόμμα μπορεί να αντλήσει πρόσθετους ψηφοφόρους κατά τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Οπότε μια συνάντηση με τον κ. Ανδρουλάκη δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί ακόμη και με ορίζοντα την επαύριον των δεύτερων εκλογών.
ΣΥΡΙΖΑ και «νικητές»
Εναλλακτικά σενάρια διαχείρισης της δικής του διερευνητικής εντολής διαθέτει όμως και ο Αλέξης Τσίπρας. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται σε «προοδευτική διακυβέρνηση» των «νικητών», καθώς ευλόγως επιδιώκει να εκφράσει όλο το «αντι-Ν.Δ. μέτωπο»: θέση που ερμηνεύεται ως πρόσκληση προς το ΠΑΣΟΚ, το ΜέΡΑ25, ακόμη και το ΚΚΕ για τον σχηματισμό κυβέρνησης, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα.
Ομως, πολλοί θεωρούν πως ο κ. Τσίπρας μπορεί να παίξει το χαρτί της προσπάθειας σχηματισμού κυβέρνησης ακόμη και εάν η Ν.Δ. έχει μικρό προβάδισμα της τάξης του 1,5%-2,5% στην κάλπη της απλής αναλογικής. «Οταν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη Ν.Δ. να προηγείται με 6 ή 7 ποσοστιαίες μονάδες και η διαφορά μειωθεί δραματικά, ποιος θα είναι ο πραγματικός νικητής;», αναφέρουν χαρακτηριστικά, υπονοώντας πως εάν η αριθμητική των εκλογών το επιτρέπει, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να εξαντλήσει τα περιθώρια σχηματισμού κυβέρνησης στο πλαίσιο της δικής του διερευνητικής εντολής. Στον αντίποδα, άλλοι υποστηρίζουν πως εάν η διαφορά μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ έχει μειωθεί ουσιαστικά, ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να αξιοποιήσει τη δυναμική του και να επιδιώξει μέσω δεύτερης αναμέτρησης την εκλογική πρωτιά.
Θα πρέπει να επισημανθεί, τέλος, ότι ο κ. Τσίπρας έχει απορρίψει εισηγήσεις να επιχειρήσει τον σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας – δηλαδή με την ψήφο εμπιστοσύνης τουλάχιστον 120 βουλευτών. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη πρόταση θα μπορούσε να επιδιωχθεί ένα κυβερνητικό σχήμα περιορισμένου χρονικού ορίζοντα που θα ψήφιζε μια σειρά από φιλολαϊκά νομοσχέδια και θα άλλαζε τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής της Ν.Δ. και στη συνέχεια θα οδηγούσε τη χώρα σε νέες εκλογές.
ΠΑΣΟΚ και «Δεκάλογος»
Τέλος, τη δική της στρατηγική χαράσσει η Χαριλάου Τρικούπη. Ο κ. Ανδρουλάκης είναι αποφασισμένος να αξιοποιήσει πλήρως τη δική του διερευνητική εντολή, υπό την προϋπόθεση ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα του δίνει τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί από θέση ισχύος. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Οτι το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να έχει ένα «καθαρό» διψήφιο ποσοστό, της τάξης τουλάχιστον του 12%-13%, το οποίο φαίνεται να συγκεντρώνει με βάση τις αναγωγές στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση ο κ. Ανδρουλάκης φέρεται διατεθειμένος να συζητήσει «με όλους», δηλαδή τόσο με τον κ. Μητσοτάκη όσο και με τον κ. Τσίπρα, με βάση την προγραμματική πρόταση των 10 σημείων που έχει παρουσιάσει –και θα συγκεκριμενοποιήσει περαιτέρω– το ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα, η πρόταση θα είναι διαμορφωμένη κατά τρόπο που θα δίνει στον κ. Ανδρουλάκη περιθώρια χειρισμών, ώστε να σταθμίσει ευρύτερα εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις θα πρέπει το ΠΑΣΟΚ να μετάσχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας.
Η κ. Σακελλαροπούλου
Μια μεταβλητή που σχετίζεται με την τροπολογία-μπλόκο στο κόμμα Κασιδιάρη και στη Χρυσή Αυγή αποτελεί και η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία, εάν οι διερευνητικές εντολές που θα λάβουν οι αρχηγοί των τριών πρώτων κομμάτων αποβούν άκαρπες. Σύμφωνα με το άρθρο 37, πριν από τον σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας «καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής». Είναι προφανώς ένα κρίσιμο ερώτημα πώς η σύσκεψη αυτή θα πραγματοποιηθεί, εάν η προωθούμενη νομοθετική ρύθμιση «παρακαμφθεί» και κάποιο από τα νεοναζιστικά μορφώματα επιτύχει να εκπροσωπείται στην επόμενη Βουλή.
Kωστής Π. Παπαδιόχος (Η ΚΑΘΗΜΕΡΘΙΝΗ)