Σε επίσημες ανακοινώσεις για τη δράση του «ψευτογιατρού» που εξαπατούσε ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας, πείθοντάς τους να διακόψουν τη φαρμακευτική αγωγή που ακολουθούσαν, προχώρησε η ΕΛ.ΑΣ.

Ο «ψευτογιατρός», σε συνεργασία με έναν ηλικιωμένο γιατρό από τη Γερμανία, κατηγορούνται ότι εξαπάτησαν ασθενείς με σοβαρά προβλήματα υγείας, με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος σε πέντε από αυτούς.

Η υπόθεση εξιχνιάστηκε έπειτα από πολύμηνη και επισταμένη έρευνα των αστυνομικών του Τμήματος Δίωξης Εγκληματικών Οργανώσεων και Διεθνικών Υποθέσεων της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης.

Οι δύο άνδρες, 66 και 72 ετών, κατηγορούνται για ανθρωποκτονία, απάτη, έκθεση, αντιποίηση ιατρικού επαγγέλματος και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Μέχρι στιγμής έχουν καταγγελθεί τουλάχιστον 15 περιπτώσεις εξαπάτησης ασθενών – παθόντων με σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά και άλλες νευρολογικές παθήσεις, ενώ 5 από αυτούς έχουν καταλήξει σε παρελθοντικό χρόνο.

Η δράση τους ξεκίνησε τουλάχιστον από το 2009 και συνεχίστηκε έως τον Νοέμβριο του 2020 και εντοπίζεται στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως η Αθήνα, η Κέρκυρα και η Χίος.

Συγκεκριμένα, ο 66χρονος, χρησιμοποιώντας ιατρικούς τίτλους και ειδικότητες που δεν κατείχε, παρουσιαζόταν στα θύματά του ως φυσίατρος ή νευρολόγος, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούσε και την πραγματική του ιδιότητα του φυσικοθεραπευτή, ενώ αντίστοιχα ο αλλοδαπός συνεργός του, ο οποίος είναι γενικός ιατρός, παρουσιαζόταν ως γενετιστής ή νευρολόγος.

Από κοινού οι δύο δράστες παρίσταναν ψευδώς στους ασθενείς και στους οικείους τους ότι κατέχουν την απαιτούμενη εξειδικευμένη επιστημονική ειδικότητα και κατάρτιση και υπόσχονταν το ανέφικτο, δηλαδή πλήρη ίαση, ή τουλάχιστον θεαματική βελτίωση της υγείας τους εφόσον δέχονταν να ακολουθήσουν την προτεινόμενη θεραπεία με πεπτίδια και βλαστοκύτταρα.

Προκειμένου να πείσουν τους ασθενείς για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας, ανέφεραν πως, ακριβώς επειδή ήταν τόσο αποδοτική, ερχόταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών, ότι την χρησιμοποιούσαν διάσημα πρόσωπα, όπως πολιτικοί, καλλιτέχνες και αθλητές, ενώ έφθαναν ακόμη και στο σημείο να αμφισβητήσουν τις ήδη διαγνωσθείσες παθήσεις.

Επιπλέον, έπειθαν τα θύματά τους να μεταβούν στη Γερμανία προκειμένου να υποβληθούν σε συγκεκριμένη εξέταση, με τα έξοδα να καλύπτονται εξ ολοκλήρου από τους ασθενείς.

Αμέσως μετά ακολουθούσε και κατ’ ιδίαν εξέταση από τον αλλοδαπό γιατρό, όπου παρουσιαζόταν στους παθόντες το όφελος από την προτεινόμενη θεραπεία και, αφού λάμβαναν την έγκριση για την έναρξη της θεραπείας, τους χορηγούσαν υποδόρια ένεση.

Ακολούθως, με την επιστροφή τους στην Ελλάδα, αναλάμβανε να πραγματοποιεί τις ενέσεις ο 66χρονος, είτε οικείοι των ασθενών σύμφωνα με τις οδηγίες του.

Ανάλογα με την οικονομική ευρωστία των παθόντων, τα φιαλίδια με τα πεπτίδια χρεώνονταν από 200 έως 300 ευρώ έκαστο, ενώ αντίστοιχα οι ενέσεις με τα βλαστοκύτταρα κόστιζαν από 10.000 έως 25.000 ευρώ ανά δόση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένους ασθενείς σύστηνε να σταματήσουν τη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής η οποία τους χορηγήθηκε από τους θεράποντες γιατρούς προκειμένου να αποδώσει η θεραπεία με τα πεπτίδια και τα βλαστοκύτταρα. Αυτό είχε αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εκτιμάται ότι συνέδραμε στο να επισπευσθεί το γεγονός της επέλευσης του θανάτου του ασθενούς.

Στο πλαίσιο της Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας, πραγματοποιήθηκαν έρευνες τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία από τις αντίστοιχες γερμανικές Αρχές, σε οικίες και σε κλινικές, κατά τις οποίες κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων:

Φιαλίδια με σκευάσματα τα οποία, κατόπιν εργαστηριακών εξετάσεων, προέκυψε πως δεν είχαν καμία φαρμακευτική χρήση.

Φάκελοι με ονόματα ασθενών που περιείχαν ιατρικές εξετάσεις.

1 πιστόλι κρότου-λάμψης με γεμιστήρα και συσκευή εκτόξευσης φωτοβολίδων.

1 δίκανο.

Το χρηματικό ποσό των 1.850 ευρώ.

Το συνολικό χρηματικό όφελος που μέχρι στιγμής υπολογίζεται πως έχουν αποκομίσει οι δράστες από την εγκληματική τους δραστηριότητα ανέρχεται περίπου στις 900.000 ευρώ.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ