Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον όγκο των πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο τους πρώτους οκτώ μήνες του χρόνου επιβεβαιώνουν αυτό που διαπιστώνουμε όλοι στην καθημερινότητά μας: ότι παρά τον πληθωρισμό, τους απαγορευτικούς λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και την άνοδο των επιτοκίων, ο κόσμος σε μεγάλο βαθμό ταξιδεύει, γεμίζει τις ταβέρνες, ψωνίζει, κυκλοφορεί με το Ι.Χ. του, με λίγα λόγια καταναλώνει όλο και περισσότερο.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου αυξήθηκε κατά 4,3% τον Αύγουστο σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους και κατά 4,6% την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου. Οπως επισημαίνει και η Eurobank στο δελτίο της «7 Ημέρες Οικονομία», που κυκλοφόρησε χθες, αυτό σημαίνει ότι «οι δαπάνες των νοικοκυριών για κατανάλωση, τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 2022, παρουσίασαν ανθεκτικότητα στις πληθωριστικές πιέσεις και στην αύξηση της αβεβαιότητας».
Πώς καταφέρνουμε, όμως, να συντηρούμε αυτή την κατανάλωση, εν μέσω ακρίβειας που εξανεμίζει τα πραγματικά εισοδήματα; Η απάντηση των οικονομολόγων είναι ότι η κατανάλωση τροφοδοτήθηκε «από τα έτοιμα». Οπως επισημαίνει και το δελτίο της Eurobank, στην ανθεκτικότητα των δαπανών των νοικοκυριών για κατανάλωση, πέραν των μέτρων στήριξης της κυβέρνησης κατά της ενεργειακής κρίσης, συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις της πανδημίας.
Στην πραγματικότητα, οι αποταμιεύσεις, όπως τις υπολογίζει η ΕΛΣΤΑΤ, ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, έχουν πλέον περάσει σε αρνητικό έδαφος. Με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τους «τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων», το 2ο τρίμηνο του 2022 το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε μόνο κατά 1,7% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (από 32,45 δισ. ευρώ σε 32,98 δισ. ευρώ), ενώ η τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 20,1% (από 31,4 δισ. ευρώ σε 37,7 δισ. ευρώ). Δηλαδή ενώ το εισόδημα αυξήθηκε κατά 0,5 δισ. ευρώ, η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 6,3 δισ. ευρώ. Ετσι, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών ως προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα πέρασε σε αρνητικό έδαφος, στο -14,2% το 2ο τρίμηνο ή σε -4,7 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με 3,4% ή 1,1 δισ. ευρώ το 2ο τρίμηνο του 2021.
Την ίδια ώρα, όμως, ενώ οι αποταμιεύσεις ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος μειώθηκαν, τα στοιχεία των τραπεζών δείχνουν ότι οι καταθέσεις συνεχίζουν να αυξάνονται. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, φέτος μπήκαν στις τράπεζες επιπλέον 8 δισ. ευρώ και ενώ η αύξηση προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τις επιχειρήσεις που σχεδόν διπλασίασαν τις καταθέσεις τους, τα νοικοκυριά τις αύξησαν και αυτά κατά 21%. Το Σεπτέμβριο αυξήθηκαν κατά 2,25 δισ. ευρώ οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, με τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής να φθάνει το 6,2%. Ειδικότερα, οι καταθέσεις των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 1,5 δισ. ευρώ και των νοικοκυριών κατά 753 εκατ. ευρώ.
Η αύξηση των καταθέσεων είναι αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό των μέτρων στήριξης της κυβέρνησης. Ιδίως η επιστρεπτέα προκαταβολή, που δεν έχει επιστραφεί, έχει ενισχύσει σημαντικά τα ταμεία των τραπεζών, ενώ δεν υπολογίζεται στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, επομένως δεν συνεκτιμάται στο ποσοστό της αποταμίευσης. Η παραοικονομία είναι ακόμη μία παράμετρος, όπως εξηγούν οι οικονομικοί αναλυτές. Ακόμη και δάνεια που δεν έχουν μετατραπεί σε επενδύσεις ενισχύουν το στοκ των καταθέσεων, σημειώνουν.
Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Στις ΗΠΑ η κατανάλωση δεν πτοείται, παρά τις συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων. Στην Ελλάδα, όπως αναφέρει οικονομικός αναλυτής, «φαίνεται πως έπειτα από δώδεκα χρόνια κρίσης ο κόσμος θέλει να ξοδέψει και αγνοεί τις προειδοποιήσεις για το αβέβαιο μέλλον. Βοηθάει σε αυτό και ο τουρισμός, που πήγε πολύ καλά, όπως και η άνοδος των τιμών των ακινήτων και των αποδόσεών τους».
Μη βιώσιμο μοντέλο
Το μοντέλο δεν είναι, όμως, διατηρήσιμο. Καθώς το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα θα διαβρώνεται, λόγω υψηλότερου από τις αυξήσεις μισθών και συντάξεων πληθωρισμού, μοιραία θα εξαντληθεί το στοκ των καταθέσεων και η κατανάλωση θα επιβραδυνθεί. Δεν είναι ούτε και υγιές. Ο λόγος της αποταμίευσης, που δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα υψηλός στην Ελλάδα, πρέπει να επανέλθει σε θετικό έδαφος και να αυξάνεται. Οπως λέει ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank, «το επόμενο χρονικό διάστημα θα ήταν ευκταίο να επέλθει εξισορρόπηση, με αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, προερχόμενη από αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων».
Η επισήμανση ισχύει γενικά και για τον ρυθμό ανάπτυξης. Η κατανάλωση πρέπει να πάψει να είναι η σημαντικότερη με διαφορά κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης και να ενισχυθεί η βαρύτητα των επενδύσεων και των εξαγωγών, για να έχει το μοντέλο βιωσιμότητα, επισημαίνουν οι αναλυτές.
Αξίζει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι ενώ η καταναλωτική τάση των νοικοκυριών δεν δείχνει να έχει ανακοπεί τον Οκτώβριο, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης υποχώρησε ραγδαία στις -57,9 μονάδες, έναντι -51,2 μονάδων τον Σεπτέμβριο και έναντι -39,8 μονάδων πριν από ένα χρόνο. Κάτι που ίσως αποτυπωθεί στα μεγέθη της ΕΛΣΤΑΤ τους επόμενους μήνες.
Eιρήνη Χρυσολωρά Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ