
Μόλις το 2,5% των νέων έως 30 ετών που εργάζονται και δηλώνουν εισόδημα στην εφορία, είναι γονείς. Το οξύτατο δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα μας και η αύξηση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης στην Ελλάδα, αποκαλύπτονται μέσα από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνηση, κατά την παρουσίαση της φορολογικής μεταρρύθμισης.
Η τάση για την απόκτηση λιγότερων παιδιών σε ολοένα πιο ώριμες ηλικίες από τις γυναίκες που γεννήθηκαν μεταπολεμικά, αποτελεί πλέον κανόνα στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, οι γεννήσεις από γυναίκες ηλικίας 40 ετών και άνω υπερ-πενταπλασιάσθηκαν μετά το 1990, οι γεννήσεις από γυναίκες ηλικίας 30-39 ετών αυξήθηκαν κατά 60%, ενώ οι προερχόμενες από τις ηλιακές ομάδες 20-29 και <20 ετών κατέρρευσαν.
Από τις φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν πέρυσι στη χώρα μας, οι 846.475 αντιστοιχούν σε νέους ηλικίας έως 30 ετών. Από αυτούς μόλις οι 21.529 έχουν αποκτήσει ήδη το πρώτο τους παιδί, οι 6.010 έχουν από δύο παιδιά και μόλις 1.361 είναι τρίτεκνοι. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως από τους 846.000 νέους, οι 817.000 δεν έχουν παιδιά.
Η πλειοψηφία των 30άρηδων με ένα παιδί έχουν ετήσιο εισόδημα 5.000 - 10.000 ευρώ. Ωστόσο οι περισσότεροι νέοι γονείς με 2 ή 3 παιδιά δηλώνουν εισόδημα έως 5.000 ευρώ ετησίως, εξαιρετικά χαμηλό για να συντηρήσει κανείς μια οικογένεια. Πιο συγκεκριμένα 2.262 γονείς 2 παιδιών και 662 γονείς 3 παιδιών έχουν εισόδημα μικρότερο των 500 ευρώ μηνιαίως, γεγονός που σημαίνει πως πιθανόν να εργάζονται part time, ή ίσως είναι νέες μητέρες που κάνουν εποχικές εργασίες ή απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένων ωρών, ώστε να έχουν χρόνο να φροντίσουν τα ανήλικα τέκνα τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το στοιχείο που αφορά τα υψηλά κλιμάκια απολαβών και την συσχέτισή τους με την απουσία οικογένειας. Από τους 106 τριαντάρηδες που δηλώνουν εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ ετησίως, οι 98 είναι άτεκνοι, οι 5 έχουν από ένα παιδί και μόλις 3 έχουν από δύο παιδιά. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως οι νέοι που διαθέτουν υψηλά εισοδήματα, είναι αφοσιωμένοι στην καριέρα τους ή στην προσωπική τους ευχαρίστηση (π.χ. ταξίδια, αγορές ΙΧ ή ακινήτων κλπ) και διστάζουν να γίνουν γονείς, φοβούμενοι ίσως μήπως χάσουν τις επαγγελματικές ευκαιρίες που τους ανοίγονται ή το lifestyle τους.
Στο μεταξύ ένας στους δύο νέους παγκοσμίως διαθέτει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, έναντι 27% το 2000. Η ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ «Ματιές στην Εκπαίδευση» τονίζει ότι το 48% των νέων ενηλίκων στις χώρες–μέλη είναι πλέον διπλωματούχοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η Ιρλανδία και η Νορβηγία καταγράφουν την πιο αξιοσημείωτη αύξηση του αριθμού των πτυχιούχων τους, με αύξηση κατά περίπου 6 ποσοστιαίες μονάδες από το 2005 ως το 2024. Ακολουθούν η Κολομβία, η Κόστα Ρίκα, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, το Μεξικό, η Πορτογαλία και η Τουρκία.
Ωστόσο, παρά την αύξηση των πτυχιούχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν εργαζόμενους με προσόντα τα οποία έχουν ανάγκη. «Το 40% των εργοδοτών βρίσκονται αντιμέτωποι με έλλειψη ικανοτήτων», αναφέρει ο ΟΟΣΑ, ο οποίος συνιστά τη δια βίου μάθηση, προκειμένου οι εργαζόμενοι να προσαρμόζονται στην εξέλιξη των αναγκών των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα με την διείσδυση της τεχνητής νοημοσύνης.