Τα σταθερά τιμολόγια ρεύματος υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια. Έχασαν την αίγλη τους στην μεγάλη ενεργειακή κρίση, όταν τα κόστη στις διεθνείς αγορές τα κατέστησαν πανάκριβα. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία, οι καταναλωτές τους γύρισαν την πλάτη, καθώς έγιναν μη ανταγωνιστικά, αφού δεν επιδοτούνταν από το κράτος, με το σκεπτικό ότι αυτός που μπορεί να «κλειδώσει» μια τιμή για έξι ή δώδεκα μήνες, μπορεί να αντέξει κάποια ρίσκα, έναντι εκείνου που βρίσκεται στο κυμαινόμενο.

Τώρα, μπαίνουν ξανά στο παιχνίδι. Τα επαναφέρει στο προσκήνιο η χαμηλή διεθνής τιμή του φυσικού αερίου που επιτρέπει στους παρόχους να «χετζάρουν», δηλαδή να αντισταθμίζουν τον κίνδυνο, κλείνοντας μεγάλες ποσότητες στις αγορές, γεγονός που τους δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνουν τιμές στα σταθερά («μπλε»), ευθέως ανταγωνιστικές με εκείνες στα κυμαινόμενα («πράσινα» και «κίτρινα»).

Τα τωρινά επίπεδα τιμών στην αγορά, με βάση τα νέα προϊόντα που έχουν ανακοινώσει οι εταιρείες, κινούνται μεταξύ 15 και 18 λεπτών η κιλοβατώρα, δηλαδή γύρω στα 3 - 4 λεπτά πάνω από τα φθηνότερα «πράσινα» κυμαινόμενα τιμολόγια που θα βγουν τον Ιανουάριο και στα ίδια περίπου επίπεδα ή και χαμηλότερα με τα σημερινά επιδοτούμενα.

Τη μάχη άνοιξε προ ημερών η ΔΕΗ ρίχνοντας κατά 40% τις τιμές των σταθερών της τιμολογίων για να ακολουθήσουν η Elpedison, η Elin, ο ΗΡΩΝ με τελικές χρεώσεις που κυμαίνονται ανάμεσα στα 14,9 και τα 17,9 λεπτά η κιλοβατώρα. Και φυσικά έπονται και άλλοι προμηθευτές στη μετά - επιδοτήσεων εποχή που τυπικά ξεκινά από την 1η Ιανουαρίου, αλλά στην πραγματικότητα έχει ήδη αρχίσει με τον ανταγωνισμό να βρίσκεται ήδη στο φουλ.

Το πλεονέκτημα με τα σταθερά είναι ότι οι τιμές που προσφέρουν στους καταναλωτές για διάστημα 3, 6 ή 12 μηνών δεν είναι και πολύ υψηλότερες από αυτές στα κυμαινόμενα (πράσινα και κίτρινα). Γιατί λοιπόν κάποιος να μην «κλειδώσει» την τιμή για να έχει το κεφάλι του ήσυχο, παρά να ψάχνεται κάθε μήνα να βρει ποιος είναι ο φθηνότερος πάροχος στην αγορά;

Στον αντίποδα βέβαια, αν οι διεθνείς τιμές καταρρεύσουν, τότε ο ίδιος πελάτης θα βρεθεί εγκλωβισμένος σε ένα ακριβό προϊόν, από το οποίο θα μπορεί να βγει, μόνο πληρώνοντας ποινή. Τα σταθερά έχουν «ρήτρα πρόωρης αποχώρησης» σε αντίθεση με τα κυμαινόμενα κάθε χρώματος, από τα οποία οι κάτοχοι τους μπορούν να αποχωρήσουν ανά πάσα στιγμή χωρίς καμία επιβάρυνση. Ένα «πέναλτι» που π.χ. στα σταθερά της ΔΕΗ διαμορφώνεται στα 100 ευρώ για τον πρώτο μήνα ισχύος και μειώνεται για τους επόμενους, το οποίο ωστόσο είναι εύλογο να υπάρχει, καθώς για να προσφέρουν οι εταιρείες στους πελάτες τους σταθερές τιμές ρεύματος, επωμίζονται σημαντικά κόστη «χετζάροντας» τις αντίστοιχες ποσότητες.

Τα σταθερά τιμολόγια γενικώς συμφέρουν, όταν οι τιμές τους απέχουν λίγο από εκείνες των κυμαινόμενων, όσο και στο σενάριο που οι αγορές ακολουθούν ανοδικές διακυμάνσεις, τα οποία ουδείς μπορεί να αποκλείσει, όσο και αν η παρούσα εικόνα είναι διαφορετική. Σε αυτή τη φάση, οι τιμές του φυσικού αερίου, βάσει των οποίων διαμορφώνονται οι τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας, κινούνται καθοδικά.

Στο ολλανδικό χρηματιστήριο, ο δείκτης TTF που αποτελεί benchmark για την ευρωπαϊκή αγορά κινείται στα 34- 35 ευρώ / MWh, κατά 65% χαμηλότερα από τις αρχές του έτους και κατά 88% από την τρελή κούρσα των 290 ευρώ του Αυγούστου 2022. Τότε που στην καρδιά της ενεργειακής κρίσης, η χονδρική τιμή στην Ελλάδα είχε σκαρφαλώσει στα 616 ευρώ η μεγαβατώρα, προκαλώντας έμφραγμα σε κυβέρνηση, εταιρείες και καταναλωτές και που χωρίς τις επιδοτήσεις του ταμείου ενεργειακής μετάβασης και τη φορολόγηση στα υπερκέρδη των παραγωγών θα είχαμε ζήσει αδιανόητες καταστάσεις. Και πάντως, για να μην ξεχνιόμαστε, στις αρχές του 2021, η τιμή του φυσικού αερίου ήταν στα 14 ευρώ / MWh, παρ' ότι δηλαδή έχει υποχωρήσει από τα περσινά ψηλά, παραμένει ακριβότερη κατά 143% έναντι της τελευταίας διετίας.

Η ευνοϊκή, σε κάθε περίπτωση, σημερινή συγκυρία των χαμηλών πτήσεων του φυσικού αερίου, η υποχώρηση της τιμής του μέσα στο χειμώνα και το γεγονός ότι έχουν απομακρυνθεί οι φόβοι για μια νέα κρίση, επιτρέπει στους παρόχους ρεύματος να μεταφέρουν τον ανταγωνισμό στα σταθερά τιμολόγια.

Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θ. Σκυλακάκης, τρίβει τα χέρια του, καθώς βλέπει όχι μόνο να επιτυγχάνεται ο στόχος για χαμηλές τιμές, πριν καν την 1η Ιανουαρίου οπότε και θα μπορούν οι καταναλωτές να συγκρίνουν τα «πράσινα» τιμολόγια όλων των προμηθευτών, αλλά και να αναπτύσσεται ένας ισχυρός ανταγωνισμός και στις άλλες κατηγορίες, των «μπλε και «κίτρινων» τιμολογίων.

Εννέα μέρες πριν το τέλος των επιδοτήσεων και την αλλαγή σελίδας στην αγορά του ρεύματος, όλα δείχνουν ότι το νέο σύστημα με τα πολύχρωμα τιμολόγια θα κάνει πρεμιέρα με χρεώσεις χαμηλότερες και από των επιδοτούμενων.

Ένα μπαράζ γενναίων εκπτώσεων, βρίσκεται προ των πυλών, τόσο από τους παρόχους που δεν είχαν ανακοινώσει την πολιτική τους ενόψει Γενάρη, όσο και από εκείνους που τις είχαν γνωστοποιήσει, αλλά τώρα θα έχουν μια ακόμη ευκαιρία να τις ξαναδούν, κάνοντας διορθώσεις και έχοντας επί της ουσίας τη δυνατότητα για ένα δεύτερο γύρο διαμόρφωσης των τιμών με τις οποίες θα υποδεχθούν τη νέα χρονιά.

Εκτιμήσεις προμηθευτών μιλούν για τιμές στα «πράσινα», των οποίων οι χαμηλότερες μπορεί να φτάσουν και τα 14 λεπτά, αν συνεχιστεί η πτωτική πορεία διεθνώς, όταν οι αρχικοί υπολογισμοί στις αρχές Δεκεμβρίου προέβλεπαν 15- 17 λεπτά.

Έχει τη σημασία του να θυμίσουμε ότι τον Ιανουάριο του 2023, το κλασικό τιμολόγιο Γ1 της ΔΕΗ, μετά τις επιδοτήσεις, είχε διαμορφωθεί στα 15,9 λεπτά για τις πρώτες 500 κιλοβατώρες και στα 22,1 λεπτά για 500 κιλοβατώρες και πάνω…

liberal.gr