Πέντε χρόνια μετά το πρώτο του εκδοτικό πόνημα, ο Βασίλης Παλαιοκώστας επιστρέφει με τη συγγραφή του δεύτερου βιβλίου του με τίτλο «Ενα φυσιολογικό παιδί: Ιστορίες από μια άλλη εποχή» από τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων».

Στις 366 σελίδες του, ο Νο1 καταζητούμενος Ελληνας, που είδε τη ζωή του να γίνεται και δημοφιλές podcast στην Αμερική, μιλάει για τη ζωή του ως παιδί σε χωριό των Τρικάλων, στη μετεμφυλιακή Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στη «Γιωργίτσα», στη μητέρα του, στη μνήμη της οποίας έχει αφιερώσει αυτήν την αυτοβιογραφία.

«Η Γιωργίτσα και μάνα μου ό,τι έσφαζε το μοιρολόγαγε! Τόσο σκληρός και ευαίσθητος συνάμα άνθρωπος όσο και η ίδια η ζωή. Οταν γέλαγε, το έκανε από ψυχής. Το ίδιο και όταν θύμωνε. Δεν ήξερε τι θα πει υποκρισία. Δεν την έβαλε ποτέ στη ζωή της». Οπως αναφέρει, η τελευταία φορά που την είδε ελεύθερος και από κοντά ήταν το 1995, όταν είχε επιστρέψει και ο Νίκος από το εξωτερικό, όπου σχεδίαζαν την απαγωγή του Χαΐτογλου.

«Αποφασίσαμε να επισκεφθούμε το σπίτι των γονιών μας αιφνιδιαστικά. Είχαμε χρόνια να τους δούμε, να μιλήσουμε λίγο μαζί τους. Στα επίμονα χτυπήματα του Νίκου η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε η μάνα. Αντικρίζοντάς μας έπαθε σοκ. Γούρλωσε τα ματάκια της, έβγαλε μία πνιχτή κραυγή και άρχισε με τα μικρά της χέρια να χτυπά με γρήγορες γροθιές το στήθος του Νίκου. Κατόπιν τον αγκάλιασε. Μας φάνηκε αρκετά κουρασμένη και γερασμένη. Της έτρωγε την ψυχή αυτό το σαράκι, που τα δύο από τα τέσσερα αγόρια της βγήκαν στην παρανομία, καταζητούμενοι». Εκείνο το βράδυ, όπως αναφέρει ο Βασίλης, φεύγοντας έβγαλε και της άφησε ένα «τούβλο» δεκαχίλιαρα. «Κοίταξε γύρω της συνωμοτικά και το έκρυψε στον κόρφο της, για να μην το δουν οι αχαΐρευτοι. Αυτή ήταν η μάνα μου. Η Γιωργίτσα». Ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο για τη μητέρα του, ο Βασίλης Παλαιοκώστας αναφέρει πως τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της τις πέρασε στο νοσοκομείο των Τρικάλων.

Τον Νοέμβριο του 2009 η μητέρα του έφυγε από τη ζωή και στην κηδεία της, όπως γράφει, δεν πήγε, ενώ τον θάνατό της τον έμαθε από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. «Στην κηδεία της, οι εντός και πέριξ του νεκροταφείου ακροβολισμένοι ασφαλίτες, με την κρυφή ελπίδα πως θα εμφανιστώ να την αποχαιρετήσω, ήταν περισσότεροι από τους συγγενείς. Απόλυτη αστυνομική ξεδιαντροπιά στα όρια της περιύβρισης νεκρού». Στη συνέχεια μιλά για τον πατέρα του, Λεωνίδα, τον οποίο αναφέρει ως έναν άνθρωπο φιλήσυχο, λογικό, εγκρατή, με φλεγματικό χιούμορ και χαβαλετζή, ο οποίος, όμως, είχε και τη σκιώδη πλευρά του, περιγράφοντας ένα περιστατικό του 1988, όταν έψαχνε τρόπο για να απελευθερώσει τον Νίκο από τη φυλακή στα Τρίκαλα.«Βλέποντάς με έντονα προβληματισμένο, σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου ήρθε κοντά μου, για να μου δώσει την εύκολη και πρακτική λύση, την οποία πίστευε πως έψαχνα. Συνωμοτικά και χαμηλόφωνα -όπως ακριβώς απαιτούν αυτά τα πράγματα- μου είπε με μεγάλη δόση παραστατικότητας: “Εκεί. Οταν τον πάνε στο δικαστήριο. Μ’ ένα πιστόλι… Μπαμ, μπαμ, μπαμ και άι στον διάολο”». Γέλασα με την αφέλειά του και την ασχετοσύνη του και τον τρόπο που ξόρκιζε τους δικούς του φόβους, που τον δυνάστευαν χρόνια».

Το σχολείο και ο αδελφός του ο Παντελής

Το σχολείο για τον Βασίλη Παλαιοκώστα και η μάθηση ήταν μια δοκιμασία και ένα βάσανο. «Οταν τελείωσα το Δημοτικό, θεώρησα σωστό να συνεχίσω την εκπαίδευσή μου στο Γυμνάσιο, με τη φιλοδοξία να γίνω κάποτε ο σοφός της φαμίλιας». Το κοντινότερο Γυμνάσιο ήταν σε απόσταση 20 χιλιομέτρων μακριά από το χωριό Ανταλλάξιμα. «Νύχτα πήγαινα, νύχτα ερχόμουν. Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι συνθήκες του πηγαινέλα εξαρτιόντουσαν από τα στοιχεία της φύσης και έναν φακό. Ηταν η πιο βλακώδης απόφαση που πήρα κατά την παιδική μου ηλικία. Οχι γιατί αποφάσισα να πάω Γυμνάσιο, αλλά γιατί συμφώνησα να το κάνω υπό αυτές τις συνθήκες».

Παιδικός ήρωας για τον Βασίλη Παλαιοκώστα ήταν ο κατά δύο χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του, ο Παντελής. Στο σχολείο είχαν αντιπαλότητα με δύο άλλα αδέλφια, που ήταν συμμαθητές τους, όπου περιγράφει στιγμές από τις παιδικές τους κόντρες και αψιμαχίες. Χαρακτηριστική είναι η πλάκα που σκάρωσαν τα δύο αδέλφια στον Βασίλη και τον Παντελή μια Πρωταπριλιά, όταν έστειλαν τον μεγαλύτερο αδελφό τους να τους πει ψέματα πως είχε πεθάνει ο πατέρας τους, Λεωνίδας.

Τα αντίποινα της πλάκας τα έπραξαν το Πάσχα εκείνης της χρονιάς, όταν ο Βασίλης και ο Παντελής συνάντησαν, τη Μεγάλη Παρασκευή, τα δύο αδέλφια και τους έσπασαν στο ξύλο αρπάζοντάς τους και το καλάθι με τα τρόφιμα που μετέφεραν από τα κάλαντα της εποχής. Τότε για κάλαντα τα παιδιά έπαιρναν ένα μεγάλο καλάθι και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ενημερώνοντας τους χωριανούς για τη Σταύρωση του Ιησού Χριστού. Οπως θυμάται ο Βασίλης Παλαιοκώστας στο βιβλίο του, δύο μακρινοί συγγενείς έφερναν μαζί τους χάρτες με δήθεν χαμένους θησαυρούς και τους έδειχναν στον πατέρα του.

«Τον Παντελή κι εμένα, όταν έφταναν οι επίδοξοι χρυσοθήρες, παράξενο πώς, μας έπιανε ο οίστρος της μελέτης! Στρώναμε μια χοντρή κουρελού στο πάτωμα της κουζίνας, καθόμασταν επάνω της και βάζαμε μπροστά της τη στρογγυλή ξύλινη τάβλα και πάνω της τετράδια για να αφοσιωθούμε με απαράμιλλο ζήλο στη μελέτη των μαθημάτων μας. Στην πραγματικότητα, αυτό που κάναμε ήταν να εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας στις διηγήσεις των επισκεπτών καταγράφοντάς τες με λεπτομέρειες στο χαρτί. Το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε τους δικούς μας χάρτες, βασισμένους σε όσα ακούγαμε». Ακολουθώντας το σχέδιό τους, κάποια μέρα βρήκαν έναν βράχο και άρχισαν να ψάχνουν για τον θησαυρό, αλλά, αντί για κασόνια με λίρες, βρήκαν κάτι χειροβομβίδες, ξεχασμένες από τον πόλεμο. Αρχισαν να παίζουν μέχρι που τους είδε ο πατέρας τους, ο οποίος, παίρνοντας στα χέρια του μία, διαπίστωσε ότι πρόκειται για επιθετική ενεργή χειροβομβίδα. «Μάλλον τότε έχασε τα τελευταία μαλλιά της κεφαλής του!».

Μία από τις περιπέτειες με τον αδελφό του τον Παντελή, που θυμάται χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, είναι η ιστορία με το εκτροφείο φασιανών. Τα δύο αδέλφια είχαν αποφασίσει μια νύχτα να φύγουν κρυφά από το σπίτι τους και πήγαν στο εκτροφείο, όπου έσφαξαν δύο τσουβάλια φασιανούς και τα έφεραν στο σπίτι. «Η επόμενη εβδομάδα ήταν γαστριμαργικά αφιερωμένη στον φασιανό. Αναμένοντας από στιγμή σε στιγμή να χτυπήσει η πόρτα του σπιτιού και να εμφανιστούν οι θηροφύλακες, που θα μας οδηγούσαν σιδηροδέσμιους στη φυλακή, απολαμβάναμε τα μαγειρέματα της Γιωργίτσας».

Εκείνο που θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη του Παλαιοκώστα ήταν η 20ή Ιουλίου του 1974, όταν σε ηλικία 8 ετών είδε τον πατέρα του και άλλους συγχωριανούς να φεύγουν για την επιστράτευση. «Πριν αναχωρήσουν, έκαναν ένα μίνι συμβούλιο στο κέντρο της πλατείας. Τους ακούγαμε να κουβεντιάζουν φωναχτά. Ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα έλεγαν ότι ξέσπασε πόλεμος με τους Τούρκους σε κάποιο ελληνικό νησί. Το νησί λεγόταν Κύπρος. Κύπρο εμείς ονομάζαμε το βαρύ μπρούντζινο καμπανοειδές κουδούνι που φορούσαν στον λαιμό οι τράγοι, γι’ αυτό το όνομα μας φαινόταν κομμάτι αστείο. Εως και σήμερα όλες αυτές οι εικόνες παραμένουν αναλλοίωτες στη μνήμη μου και βαθιά χαραγμένες στην ψυχή μου».

Το δάνειο και οι πρώτες δουλειές

Οταν στα μέσα του 1970 έγινε ένας ισχυρός σεισμός, το σπίτι του Παλαιοκώστα έπαθε σοβαρές ζημιές. Τότε το ελληνικό κράτος, όπως αναφέρει στο βιβλίο του, έδινε την ευκαιρία στους σεισμοπαθείς που τα σπίτια τους έπαθαν ζημιές να πάρουν δάνειο 500 χιλιάδων δραχμών, με όρο, όμως, να χτίσουν ένα νέο σπίτι στα Τρίκαλα. Ο πατέρας του Παλαιοκώστα έκανε αίτηση και πήρε το δάνειο. Οταν επέστρεψε από φαντάρος ο Βασίλης, όπως γράφει, το ύψος του δανείου από 500 χιλιάδες είχε φτάσει με τους τόκους στις 600 χιλιάδες. «Κάθε τέλος του μήνα και επί έναν ολόκληρο χρόνο επισκεπτόμουν την τράπεζα της Πύλης καταθέτοντας 50 χιλιάδες δραχμές. Για να μην τραβολογιέμαι, τους πρότεινα να το αποπληρώσω μια κι έξω. Μου απάντησαν πως κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να γίνει. Ενας είναι ο κυρίαρχος τοκογλύφος στον τόπο μας. Το ελληνικό κράτος και το τραπεζικό του σύστημα! Φταίω εγώ τώρα, κυρ πρόεδρε; Οχι, πες μου, φταίω; Φταίω που έγινα ληστής τραπεζών;».

Η πρώτη μισθωτή εργασία του ήταν στην ηλικία των 14 ετών, όταν άφησε το Γυμνάσιο, στο υπόγειο εργαστήριο ενός από τα παραδοσιακότερα ζαχαροπλαστεία των Τρικάλων. Εκεί κάθισε έξι μήνες και στη συνέχεια εργάστηκε ως βοηθός σερβιτόρου στο εστιατόριο ξενοδοχείου που βρισκόταν στην όχθη του Ληθαίου κοντά στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων. Μετά σε ένα παλιό εργοστάσιο ξυλείας. Κάποια στιγμή πείθει τον πατέρα του να υπογράψει για να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο για να μπαρκάρει, όπως ο αδελφός του ο Παντελής, αλλά έπεσε στο ναυτιλιακό Κραχ. Ούτε ο Παντελής μπόρεσε να φύγει και αποφάσισαν να γίνουν εργάτες γης δουλεύοντας σε πολλές περιοχές της χώρας. Στα αμπέλια ενός ζευγαριού στην Κρήτη έμελλε να γραφτεί ο επίλογος του εργασιακού του βίου έχοντας κλείσει τα 18 του χρόνια.

Βασίλης Διαμαντής (eleftherostypos.gr)