Πριν από 50 χρόνια ο επιπολασμός των αυτοάνοσων νοσημάτων στον δυτικό κόσμο ήταν 1 στους 50 ανθρώπους. Μια πολύ μεγάλη μελέτη στη Βρετανία, με 20 εκατομμύρια συμμετέχοντες, που ολοκληρώθηκε πριν από την πανδημία, έδειξε πως σήμερα 1 στους 7 με 8 αντιμετωπίζει κάποιο αυτοάνοσο νόσημα.
Νεότερες μελέτες, μάλιστα, προβλέπουν περαιτέρω μεγάλη αύξηση, της τάξης του 2% ως και 10% μέσα στην επόμενη δεκαετία, λόγω και του τεράστιου πληθυσμού που νόσησε από COVID-19.
Ο κ. Δημήτριος Μπόγδανος, καθηγητής Παθολογίας και Αυτοάνοσων Νοσημάτων στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής στην Κλινική Ρευματολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, μιλά στο iatronet.gr (ρεπορτάζ Βασίλης Ιγνατιάδης) για τους λόγους αυτής της εκθετικής αύξησης, που δεν συνδέονται μόνο με τα καλύτερα εργαλεία αναγνώρισής τους.
Αναλύει τους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης κάποιου αυτοάνοσου νοσήματος, εξηγεί τους μηχανισμούς με τους οποίους διάφοροι ιοί (μεταξύ αυτών και ο SARS-CoV-2) μπορεί να πυροδοτήσουν το ανοσοποιητικό, ενώ αναφέρεται στις νέες αποτελεσματικές θεραπείες με τα βιολογικά φάρμακα που επιτυγχάνουν ύφεση των συμπτωμάτων.
Αριθμός και συνηθέστερα είδη
Σήμερα υπάρχουν καθορισμένα περίπου 80 αυτοάνοσα νοσήματα, αλλά ο αριθμός τους αναμένεται μέχρι και να διπλασιαστεί μέσα στα επόμενα 50 χρόνια. "Υπάρχουν άλλα 30 ως 40 που γνωρίζουμε λίγο πολύ ότι είναι αυτοάνοσα νοσήματα, τα θεραπεύουμε σαν τέτοια, αλλά δεν πληρούν όλα τα κριτήρια, τα οποία είναι συγκεκριμένα", εξηγεί ο κ. Μπόγδανος και προσθέτει: "Οι προβλέψεις λένε ότι μέχρι το 2050 ο καθορισμένος αριθμός αυτοάνοσων νοσημάτων θα ξεπεράσει τα 110 με 120 και όσο περνούν οι δεκαετίες, με τα καινούργια εργαλεία αναγνώρισης προβλέπεται ότι μέχρι το 2070 μπορεί να ξεπεράσουν και τα 150".
Το πιο σύνηθες αυτοάνοσο νόσημα με διαφορά από τα υπόλοιπα είναι η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα (Hashimoto), που σήμερα αντιμετωπίζει το 5% του πληθυσμού και μία στις πέντε γυναίκες άνω των 40 ετών. Κοιλιοκάκη, ψωρίαση, ρευματοειδής αρθρίτιδα, σκλήρυνση κατά πλάκας συμπληρώνουν την πεντάδα των πιο συνηθισμένων, ενώ αρκετά συχνός είναι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, που αφορά μεταξύ άλλων και παιδιά. Κάποιος που αντιμετωπίζει ένα αυτοάνοσο, έχει ως και 50% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσει και ένα δεύτερο.
Αιτιολογικοί παράγοντες
Η επιστημονική κοινότητα έχει καταλήξει στο ότι η αύξηση των περιστατικών δεν συνδέεται τόσο με γονιδιακούς όσο με περιβαλλοντικούς παράγοντες, και κυρίως με τον τρόπο διαβίωσης.
"Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το στρες, που κάνει μικρού βαθμού χρόνια φλεγμονή, για την οποία δεν έχει εκπαιδευτεί το ανοσοποιητικό, και δυστυχώς οδηγεί σε αυτοάνοσα νοσήματα. Γι’ αυτό οι ασθενείς με αγχώδεις διαταραχές έχουν σχεδόν 10 φορές μεγαλύτερο ρίσκο να εμφανίσουν και ο κίνδυνος αυξάνεται περαιτέρω στις καταθλιπτικές συνδρομές", σημειώνει ο καθηγητής, συμπληρώνοντας πως συμβαίνει και το αντίστροφο: "Βλέπουμε ότι 50% με 70% των ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα να έχουν αγχώδεις διαταραχές και καταθλιπτικές συνδρομές, που είναι οι πιο συχνές συννοσηρότητες. Είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, καθώς οι γιατροί ασχολούμαστε συνήθως με τις θεραπευτικές επιλογές για τη φλεγμονή στο αυτοάνοσο νόσημα, αλλά δεν ασχολούμαστε με την αϋπνία, την παχυσαρκία, την αγχώδη διαταραχή και άλλες συννοσηρότητες που έχουν άμεση επίδραση στην ποιότητα ζωής του ασθενούς".
Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι το κάπνισμα (έχει φανεί σε πειραματόζωα ότι η νικοτίνη με συγκεκριμένους μηχανισμούς μπορεί να δημιουργήσει ρευματοειδή αρθρίτιδα), το αλκοόλ, η δυτικού τύπου διατροφή, με αυξημένο αλάτι, ζάχαρη και λιπαρά, η καθιστική ζωή, αλλά και η έλλειψη βιταμίνης D λόγω μειωμένης έκθεσης στον ήλιο.
"Η D δεν είναι μια απλή βιταμίνη, εκφράζονται οι υποδοχείς της στα λεμφοκύτταρά μας και είναι ένα εργαλείο του ανοσοποιητικού", τονίζει ο κ. Μπόγδανος και προσθέτει: "Έχουμε δει ότι όσοι αντιμετωπίζουν αυτοάνοσα νοσήματα έχουν έλλειψη βιταμίνης D, ενώ αντίστροφα όσοι έχουν έλλειψη βιταμίνης D έχουν τουλάχιστον 100 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να πάθουν κάποιο αυτοάνοσο".
Κορωνοϊός και άλλοι ιοί
Πώς ο κορωνοϊός προάγει τα αυτοάνοσα νοσήματα; "Υπάρχουν μερικοί ιοί, ερπητοιοί, αναπνευστικοί ιοί και κάποια μικρόβια, που γνωρίζουμε πολύ καλά ότι μπορεί να πυροδοτήσουν το ανοσοποιητικό, σε βαθμό που και να μη μπορεί να τους ελέγξει. Προκαλούν μικρού βαθμού φλεγμονή από το ανοσοποιητικό, που είναι αρκετή ώστε στρέφεται ενάντια στον εαυτό μας", λέει ο καθηγητής, αναφέροντας ως παράδειγμα τον ιό Epstein-Barr, που προκαλεί λοιμώδη μονοπυρήνωση και γνωρίζουμε ότι ευθύνεται για την σκλήρυνση κατά πλάκας.
"Αυτό το ζούμε τώρα και με τη λοίμωξη με τον SARS-CoV-2. Έχουμε πολύ μεγάλο αριθμό ασθενών που έχουν περάσει την φλεγμονή με τον κορωνοϊό και έχουμε δει ότι σε πολλούς απ΄ αυτούς έχει ενεργοποιηθεί το ανοσοποιητικό σε βαθμό που έχει χάσει τον έλεγχό του και έχει στραφεί ενάντια στον εαυτό του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα αυτοαντισώματα που βλέπουμε σε 1 στους 5 ασθενείς που έχουν λοίμωξη με κορωνοϊό, χωρίς να έχουν αρρώστια ή συμπτώματα".
Αντιμετώπιση
Με δεδομένο ότι τα αυτοάνοσα νοσήματα - με ελάχιστες εξαιρέσεις - δεν είναι ιάσιμα, η φαρμακευτική αντιμετώπιση έχει ως στόχο την καταστολή του ενεργοποιημένου ανοσοποιητικού και τη ρύθμισή του σε βαθμό που θα επιφέρει την ύφεση των συμπτωμάτων.
"Έχουμε μεγάλα επιτεύγματα τα τελευταία 25 χρόνια, με ένα από αυτά να είναι οι στοχευμένες θεραπείες, οι λεγόμενες βιολογικές θεραπείες, οι οποίες έχουν αλλάξει τελείως την αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων", τονίζει ο καθηγητής, χαρακτηρίζοντας ως τεράστιο επίτευγμα την "ανακάλυψη σχεδόν σε ετήσια βάση νέων στοχευμένων θεραπειών, που ξεφεύγουν από την περίφημη χορήγηση της κορτιζόνης, των χημικών ανοσοτροποποιητικών φαρμάκων".
Το υψηλό κόστος των συγκεκριμένων θεραπειών, κατά τον ίδιο, αντισταθμίζεται στην πραγματικότητα με την σημαντική μείωση του κόστους νοσηλειών και της απώλειας παραγωγικότητας των ασθενών.
Αδύνατο σημείο είναι οι ανεπιθύμητες ενέργειες, με πιο σημαντική την ευαισθησία στις λοιμώξεις, λόγω καταστολής του ανοσοποιητικού σε μεγαλύτερο βαθμό από τον επιθυμητό.
Η χρησιμοποίηση προγνωστικών βιοδεικτών, που θα προβλέπουν από τη μια την απόκριση του ασθενή στη θεραπεία, και από την άλλη την πιθανότητα να παρουσιάσει ανεπιθύμητες ενέργειες, θα μπορούσε κατά τον κ. Μπογδάνο θα οδηγήσει σε περαιτέρω βελτίωση. «Αν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, πιστεύω πως θα μπορούμε να μιλάμε για νοσήματα που θα πρέπει πλέον να βγουν από τη σφαίρα των νοσημάτων που προκαλούν προβληματισμό όπως πολλά, πολλά άλλα, καταλήγει ο καθηγητής.