Στο 1,2 δισ. ευρώ κλείνει η αγορά των χορηγήσεων νέων στεγαστικών δανείων για το 2022, καταγράφοντας άνοδο κατά 30% σε σύγκριση με το 2021, χρονιά κατά την οποία οι νέες χορηγήσεις είχαν διαμορφωθεί κοντά στα 900 εκατ. ευρώ. Η ανάκαμψη της στεγαστικής πίστης θεωρείται ικανοποιητική και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρμοδίων στελεχών θα συνεχιστεί και το 2023 περίπου στα ίδια επίπεδα.
Σύμφωνα με ανάλυση της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, «οι προοπτικές της αγοράς ακινήτων παραμένουν θετικές, καθώς ενισχύονται βραχυπρόθεσμα μέσω των κινήτρων που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2023, όπως η παροχή επιδοτήσεων για ανακαίνιση και εξοικονόμηση ενέργειας κατοικιών και το πρόγραμμα χαμηλότοκου δανεισμού για αγορά πρώτης κατοικίας από νέους και έως 39 ετών». Ανασταλτικοί παράγοντες, ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών, που επηρεάζουν τη ζήτηση για την αγορά κατοικίας και εμποδίζουν μια πιο γενναία ανάκαμψη, είναι η αύξηση των επιτοκίων και η επιμονή του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα που μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα, σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών των ακινήτων, που ενισχύθηκαν κατά 10,4% το εννεάμηνο του 2022.
Τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων έχουν επιβαρυνθεί από την άνοδο του euribor, που διαμορφώνεται σήμερα στο 2,07%, ενώ η άνοδος των interest rates swaps έχει οδηγήσει σε άνοδο και των σταθερών επιτοκίων, που παραμένουν ωστόσο η κυρίαρχη επιλογή για τη συντριπτική πλειονότητα των νέων δανειοληπτών, που επιλέγουν κυρίως μεγάλες διάρκειες, όπως 15, 20 και 25 χρόνια. Σε μια προσπάθεια να στηρίξει τη ζήτηση στην αγορά, η Eurobank προχώρησε χθες σε νέα μείωση κατά 0,60% του περιθωρίου (spread) που εφαρμόζει στα κυμαινόμενα επιτόκια. Μετά τη μείωση το μέσο spread που εφαρμόζει η Eurobank πάνω στο euribor κυμαίνεται στο 2,40% για ένα μέσο δάνειο 100.000 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό του δανείου είναι μεταξύ 50% έως 75% της αξίας του ακινήτου, ενώ συνολικά το νέο εύρος των spreads που εφαρμόζει η τράπεζα, αναδιαμορφώνεται σε 1,90% έως 2,50%. Τα σταθερά επιτόκια της τράπεζας ξεκινούν από μικρή διάρκεια 3 ετών στο 3,10% με κλιμάκωση στο 3,60% για 5 έτη, στο 4% για 10 έτη έως και 4,70% για 30 χρόνια.
Τα αντίστοιχα σταθερά επιτόκια της Alpha Bank ξεκινούν επίσης από 3,60% για 6 έτη και κλιμακώνονται έως και 4,40% για τα 20 έτη, αλλά προσαυξάνονται κατά 0,30% όταν η χρηματοδότηση υπερβαίνει το 60% της εκτιμώμενης αξίας του ακινήτου. Ανάλογη επιβάρυνση υπάρχει επίσης και για τα κυμαινόμενα επιτόκια, που διαμορφώνονται στο 3% για δάνεια έως 100.000 ευρώ και στο 2,90% για δάνεια από 100.001 έως 300.000 ευρώ, εφόσον δηλαδή η χρηματοδότηση δεν ξεπερνά το 60% της αξίας του ακινήτου. Το περιθώριο που εφαρμόζει η Εθνική Τράπεζα πάνω στο euribor σε ό,τι αφορά τα κυμαινόμενα επιτόκια ξεκινά από 2,88% και φθάνει έως και 4,69%, ενώ τα σταθερά επιτόκια ξεκινούν από 3,80% ή 4,20% για διάρκεια 10 ετών και φθάνουν έως 4,60% ή 4.90% για τα 30 έτη και σε περίπτωση που η διάρκεια του δανείου υπερβαίνει την περίοδο σταθερού επιτοκίου, το spread διαμορφώνεται στο 3,30% ή 3,75% ανάλογα με το ύψος της χρηματοδότησης σε σχέση με την αξία του ακινήτου. Τέλος, το spread στο κυμαινόμενο επιτόκιο που εφαρμόζει η Τράπεζα Πειραιώς διαμορφώνεται μεταξύ 2,45% και 3,20%, ενώ τα σταθερά επιτόκια ξεκινούν από 3,55% για σταθερή διάρκεια 3 ετών και φθάνουν έως και 5,05% τα 30 έτη.
Eυγενία Τζώρτζη (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)