Τις σοβαρές ελλείψεις στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και την «ανυπαρξία» των Μονάδων Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ) ανέδειξαν κατά τη σημερινή συνέντευξη Τύπου οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Εταιρίας Εντατικής Θεραπείας (ΕΕΕΘ).
Όπως τόνισαν, οι ΜΕΘ παρουσιάζουν σοβαρή υποστελέχωση με αποτέλεσμα το 20% των κρεβατιών να παραμένουν κλειστά, ενώ και οι ΜΑΦ είναι «ανύπαρκτες. Συγκεκριμένα, περίπου από τις 750 κλίνες ΜΕΘ, ανοιχτές είναι οι 680.
«Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ελλάδα, την τελευταία 20ετία αντιστοιχούν 2,2 νοσηλευτές ανά κρεβάτι, όταν η αναλογία σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι 5-6 νοσηλευτές ανά κρεβάτι», ενώ ο χρόνος αναμονής για την εισαγωγή του ασθενή στη ΜΕΘ είναι 24 ώρες στην Αθήνα και 2-4 ώρες στη Θεσσαλονίκη, τόνισε η πρόεδρος της ΕΕΕΘ, καθ. Αναστασία Κοτανίδου.
Όπως ανέφερε η ίδια, ο μοναδικός λόγος που οι ασθενείς δεν έμειναν εκτός ΜΕΘ είναι λόγω της αυτοθυσίας του προσωπικού.
Σημαντική έλλειψη προσωπικού
«Η έλλειψη νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού, είναι η σημαντικότερη αιτία που το 20% των κρεβατιών στις κλινικές εντατικής θεραπείας παραμένουν κλειστά» τόνισε η αντιπρόεδρος της ΕΕΕΘ και συντονίστρια-διευθύντρια στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, Ελένη Μουλούδη.
Σημαντικά προβλήματα επίσης αποτελούν, οι αποσπάσεις των γιατρών της εντατικής, καθώς και η έλλειψη εξειδικευομένων γιατρών. «Περίπου το 1/7 των εντατικολόγων είναι αποσπασμένοι σε άλλες θέσεις, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες σε άλλες ιατρικές ειδικότητες. Από τις θέσεις εξειδίκευσης στη Θεσσαλονίκη, το 40% παραμένουν κενές και τα προβλήματα αυτά αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη διάσταση, καθώς η Θεσσαλονίκη αποτελεί το μεγαλύτερο κέντρο μεταμοσχεύσεων και δωρεάς οργάνων, πανελλαδικά».
Απουσία συστήματος υποδοχής των ασθενών
Στη σημασία της άμεσης εισαγωγής του ασθενή στις κλινικές εντατικής θεραπείας, καθώς και στην απουσία ενός συστήματος υποδοχής των ασθενών μετά τη νοσηλεία τους στην ΜΕΘ, όπως είναι οι μονάδες αυξημένης φροντίδας και τα δημόσια κέντρα αποκατάστασης, αναφέρθηκε ο διευθυντής του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών και γ.γ. της ΕΕΕΘ, Βασίλης Μπέκος.
«Όσο καθυστερήσει η εισαγωγή του ασθενή στην εντατική, είτε από ανεπάρκεια του συστήματος προνοσοκομειακής και επείγουσας ιατρικής είτε από έλλειψη κλινών ΜΕΘ – και κατά συνέπεια καθυστερήσει η έναρξη της κατάλληλης εντατικής θεραπείας και υποστήριξης – τόσο μειώνονται οι πιθανότητες ικανοποιητικής έκβασης στην ‘μάχη μας για την ζωή’ Επίσης, όσο απουσιάζει πλήρως ένα σύστημα υποδοχής αυτών των ασθενών μετά την ‘μάχη για τη ζωή’, όπως είναι οι ΜΑΦ και τα δημόσια κέντρα αποκατάστασης, πάλι οι ασθενείς μας χάνουν αυτή τη μάχη της ζωής λίγο αργότερα, εφόσον έχουν φύγει από τις εντατικές ή μένουν με σημαντικές αναπηρίες και αδυναμίες ικανής και λειτουργικής ένταξης στο οικογενειακό ή κοινωνικό τους περιβάλλον».
Στο 75% το ποσοστό επιβίωσης των ασθενών στις ΜΕΘ
Στο υψηλό ποσοστό επιβίωσης των ασθενών στις κλινικές εντατικής, το οποίο ανέρχεται στο 75% παρά τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζουν νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, αναφέρθηκε η συντονίστρια-διευθύντρια της Α’ ΜΕΘ στο νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου», Μηλίτσα Μπιτζάνη:
«Το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να είναι υψηλότερο αν υπήρχαν οι κατάλληλες δομές για άμεση εισαγωγή των ασθενών στις κλινικές εντατικής θεραπείας. Οι λοιμώξεις αποτελούν ακόμη ένα σημαντικό παράγοντα που επηρεάζει το ποσοστό επιβίωσης των ασθενών, το οποίο θα μπορούσε να είναι υψηλότερο αν υπήρχε η απαιτούμενη στελέχωση σε νοσηλευτικό προσωπικό».
Κλειστό το 35% των κλινών
Η κάλυψη των ΜΕΘ, σε νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, ο χρόνος αναμονής για την εισαγωγή των ασθενών στις κλινικές αλλά και ο χρόνος παραμονής τους σε αυτές, τα χαρακτηριστικά των περιστατικών, ήταν μεταξύ άλλων, τα στοιχεία της μελέτης επιπολασμού «ΕΠΙΓΝΩΣΗ» που παρουσιάστηκε στη συνέντευξη Τύπου.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2017 για λογαριασμό της ΕΕΕΘ (και αφορούσε την καταγραφή μιας ημέρας) με στόχο την πολυδιάστατη περιγραφή του βαρέως πάσχοντος ασθενή που νοσηλεύεται στις ΜΕΘ. Συμμετείχαν συνολικά 62 κλινικές εντατικής θεραπείας από 61 νοσοκομεία της χώρας, στις οποίες περιλαμβάνονται επτά κλινικές εντατικής θεραπείας παίδων σε επτά νοσοκομεία αντίστοιχα.
Αναφερόμενη στα αποτελέσματα της μελέτης επιπολασμού «ΕΠΙΓΝΩΣΗ», η κ. Κοτανίδου τόνισε ότι «οι κενές κλίνες κυμάνθηκαν από 31% στις κλινικές εντατικής με λιγότερα από επτά κρεβάτια, μέχρι 12% σε κλινικές με περισσότερα από εννέα κρεβάτια, ενώ ο μέσος όρος κλειστών κλινών κυμάνθηκε στο 35%. Ανά νοσηλευτή αναλογούν δύο ασθενείς στην πρωινή βάρδια και τρεις ασθενείς στη νυχτερινή βάρδια.
Καλύτερη εικόνα παρουσιάζουν οι κλινικές εντατικής στα στρατιωτικά νοσοκομεία και γεωγραφικά οι κλινικές στη Θεσσαλονίκη και στις υπόλοιπες επαρχιακές πόλεις, σε σχέση με την Αθήνα. Το 80% των ασθενών που εισήχθησαν στις κλινικές εντατικής θεραπείας έχρηζαν διασωλήνωσης – ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από τις μελέτες που αναφέρονται στον πληθυσμό της Β. Ευρώπης και της Αμερικής. Ο χρόνος αναμονής για την εισαγωγή του ασθενή σε κλινική εντατικής θεραπείας στην Αθήνα ήταν 24 ώρες, ενώ σε αντίστοιχη μονάδα στη Θεσσαλονίκη 2-4 ώρες. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 63,7 έτη και το 64% αυτών ήταν άνδρες. Το 78% των ασθενών είχαν λοίμωξη και σχεδόν το σύνολο ελάμβανε αντιβιοτικά. Η μέση θνητότητα των ασθενών ήταν περίπου 20%, αν ο ασθενής έβγαινε από την κλινική, σε διάστημα τριών εβδομάδων – και αυξάνεται σταδιακά φτάνοντας το 37%, εάν ο ασθενής παρέμενε στη ΜΕΘ πέρα από 30 ημέρες.
(in.gr)