Με πολλές προσδοκίες αρχίζει από αύριο, 1η Ιουλίου, ο θεσμός του προσωπικού γιατρού, του ανθρώπου εκείνου που θα παρακολουθεί σταθερά έναν ασθενή, θα καταγράφει και θα ανανεώνει το ιατρικό ιστορικό του, θα τον κατευθύνει σε άλλες ειδικότητες, θα του συνταγογραφεί φάρμακα και θα του υποδεικνύει τις κατάλληλες θεραπείες – και το σημαντικότερο, θα αναπτύσσει μαζί του μια σχέση εμπιστοσύνης. «Υλοποιείται η δέσμευσή μας για άνοιγμα του ΕΟΠΥΥ στο σύνολο των γιατρών και καλύτερες αμοιβές με ρεαλιστικές υποχρεώσεις», είχε αναφέρει προ ημερών ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης σε τηλεοπτική του εμφάνιση. Εχει προηγηθεί το 2017 η νομοθέτηση του οικογενειακού γιατρού, που δεν στέφθηκε με επιτυχία, κυρίως λόγω της χαμηλής αποζημίωσης των γιατρών. Στο τωρινό νομοσχέδιο οι απολαβές των συμμετεχόντων γιατρών είναι υψηλότερες, ωστόσο φαίνεται ότι πολλοί ιδιώτες γιατροί διστάζουν. Στο πρόγραμμα, βέβαια, το «παρών» δίνουν γιατροί που εργάζονται σε μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και θα μπορούν να αναλάβουν με επιπλέον αμοιβή ως προσωπικοί γιατροί έως και 500 ασθενείς, όπως και όσοι υπήρξαν οικογενειακοί γιατροί και είναι διατεθειμένοι να ανανεώσουν τη σύμβασή τους με τον ΕΟΠΥΥ.

Η μεγαλύτερη μερίδα των πολιτών έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στον νέο θεσμό, αφενός γιατί λόγω της πανδημίας η πρόσβαση στα νοσοκομεία έχει καταστεί επισφαλής αφετέρου γιατί το οικογενειακό εισόδημα βαίνει μειούμενο. Ωστόσο, καθώς πολλοί πολίτες διαθέτουν ήδη δικό τους γιατρό, που ενδεχομένως δεν θα ενταχθεί στο σύστημα, το νομοσχέδιο προβλέπει ορισμένες κυρώσεις οικονομικής φύσεως σε όσους δεν ανταποκριθούν στο κάλεσμα του υπουργείου.

Στη σχετική πλατφόρμα του ΗΔΙΚΑ, που ανοίγει την Παρασκευή, θα έχουν τη δυνατότητα ιδιώτες γιατροί, ειδικοτήτων γενικής – οικογενειακής ιατρικής ή εσωτερικής παθολογίας, να δηλώσουν συμμετοχή στο πρόγραμμα. Ταυτόχρονα και ασφαλισμένοι πολίτες από 16 ετών θα μπορούν να ορίσουν τον προσωπικό τους γιατρό. Η προθεσμία για τους πρώτους έχει προσδιοριστεί για το τέλος Ιουλίου, ενώ οι ασφαλισμένοι έχουν περιθώριο έως τον Οκτώβριο. Οι ασφαλισμένοι θα μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα από τους σχετικούς ονομαστικούς καταλόγους, οι ανασφάλιστοι θα καλυφθούν από προσωπικό γιατρό των δημόσιων δομών ΠΦΥ και μόνο αν αυτό δεν είναι εφικτό θα εγγράφονται σε ιδιώτη προσωπικό γιατρό. Της υποχρέωσης να αποκτήσουν προσωπικό γιατρό μέχρι τον Οκτώβριο εξαιρούνται μόνο τα εν ενεργεία στελέχη των ενόπλων δυνάμεων ή όσοι δεν είναι ασφαλισμένοι στον ΕΟΠΥΥ. Η εγγραφή γίνεται μόνο ψηφιακά είτε από τον ίδιο τον πολίτη είτε, σε περίπτωση κωλύματος, από το προσωπικό των ΠΦΥ, τον ίδιο τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό. Κάθε γιατρός θα αναλαμβάνει από έναν έως και 2.000 ασθενείς. Η αποζημίωση που θα λαμβάνει προσδιορίζεται σε 20 ευρώ για κάθε πολίτη από 20 έως 49 ετών, 30 ευρώ για άτομα ηλικίας 50 έως 69 ετών, 45 ευρώ για άτομα 70 ετών και άνω.

Για μια «αξιόλογη προσπάθεια για την αναβάθμιση της ΠΦΥ στην Ελλάδα» κάνει λόγο, μιλώντας στην «Κ», ο δρ Ηλίας Μόσιαλος, καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο London School of Economics. «Ανάλογες μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, εδώ και τριάντα χρόνια» επισημαίνει, «εκεί τώρα αναπτύσσονται ομάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας με πολλαπλές ειδικότητες που διαχειρίζονται ασθενείς με συννοσηρότητες – πρόκειται για το 10% των ασθενών που τελικά καταναλώνει το 65%-70% των ιατρικών υπηρεσιών». Το σχήμα αυτό είναι πολύ λειτουργικό, καθώς «ζούμε πλέον παραπάνω, αλλά με πολλά ταυτόχρονα προβλήματα υγείας». Τη δεκαετία του ’60 που ο (μοναχικός) οικογενειακός γιατρός μεσουρανούσε, το προσδόκιμο ζωής ήταν μικρότερο, ενώ σήμερα απαιτείται η στενή συνεργασία διαφορετικών ειδικοτήτων. Ως εκ τούτου, «χρειάζεται ευελιξία στο υπό διαμόρφωση νέο σύστημα, έτσι ώστε οι πολίτες να έχουν άμεση πρόσβαση και σε ειδικότητες, όπως γυναικολόγοι, παιδίατροι, οφθαλμίατροι και ΩΡΛ».

Στοίχημα

Ενα ακόμα «στοίχημα» που απορρέει από την εν λόγω μεταρρύθμιση είναι ο έλεγχος της συνταγογράφησης, μέσω της οποίας μπορεί να γίνει μια σημαντική εξοικονόμηση πόρων. «Θα πρέπει να υπάρχει μια ομάδα που να συλλέγει δεδομένα από τις συνταγογραφήσεις και να τα σταθμίζει με τα χαρακτηριστικά των ασθενών κάθε γιατρού, π.χ. ηλικία τους, ώστε να διαπιστώνει αν υπάρχουν παρεκκλίσεις από το αναμενόμενο».

Ιωάννα Φωτιάδου (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)