Σε ένα μαραθώνιο για την αποφυγή ενδεχόμενης επέκτασης του στελέχους της Μποτσουάνας –ο ΠΟΥ την ονόμασε μετάλλαξη «Ομικρον»–, που απειλεί να γκρεμίσει τη με δυσκολία οικοδομημένη άμυνα έναντι της COVID-19, και για την ανάπτυξη νέων όπλων μέσω της τεχνολογίας των εμβολίων επιδίδονται υγειονομικές αρχές και ερευνητές σε όλο τον κόσμο. Σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι το νέο στέλεχος δεν καλύπτεται από τα υφιστάμενα εμβόλια, ερευνητικά εργαστήρια και παρασκευάστριες εταιρείες δηλώνουν ότι έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν γρήγορα. Οπως ανέφερε εκπρόσωπος του γερμανικού φαρμακευτικού εργαστηρίου BioNTech, αναμένονται το αργότερο σε δύο εβδομάδες τα πρώτα αποτελέσματα ερευνών που θα επιτρέψουν να προσδιοριστεί εάν το νέο στέλεχος είναι ικανό να διαφεύγει της προστασίας που παρέχουν τα υπάρχοντα εμβόλια. Και πρόσθεσε: «Η Pfizer και η BioNTech είναι έτοιμες εδώ και αρκετούς μήνες να προσαρμόσουν το εμβόλιό τους σε λιγότερο από έξι εβδομάδες και να παραδώσουν τις πρώτες δόσεις σε 100 ημέρες».
Η ανάδειξη του νέου στελέχους «Ομικρον» με τις 32 μεταλλάξεις αφενός καταδεικνύει πόσο αμφίρροπη είναι η μάχη με την COVID-19, αφετέρου δοκιμάζει τα αντανακλαστικά της παγκόσμιας κοινότητας και των ερευνητών των εμβολίων στις νέες συνεχείς προκλήσεις από τον κορωνοϊό. Οπως επισημαίνει στην «Κ» ο καθηγητής Φαρμακολογίας, Φαρμακογονιδιωματικής και Ιατρικής Ακριβείας στο Ιατρικό Τμήμα του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Φαρμακολογίας, Ευάγγελος Μανωλόπουλος, «ένα από τα πλεονεκτήματα των mRNA εμβολίων είναι ότι μπορούν εύκολα να τροποποιηθούν, ώστε να καλύπτουν και νέα στελέχη του SARS-CoV-2. Σε διάστημα τριών μηνών οι εταιρείες μπορούν να αναπτύξουν ένα νέο αποτελεσματικό εμβόλιο έναντι του SARS-CoV-2. Αυτό που δεν μπορεί να γίνει είναι να προβλεφθούν οι επόμενες μεταλλάξεις, γεγονός που δίνει πάντα ένα χρονικό προβάδισμα στον ιό».
Πάντως, σύμφωνα με τους ειδικούς, η εμφάνιση του στελέχους «Ομικρον» δεν θα πρέπει με τίποτα να επηρεάσει το εν εξελίξει εμβολιαστικό πρόγραμμα. Οπως τονίζει στην «Κ» ο καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, «επιβάλλεται να συνεχιστεί ο εμβολιασμός και για την πρώτη και για την αναμνηστική δόση. Δεν πρέπει να είμαστε της λογικής “περιμένω το καλό εμβόλιο”. Κάνουμε το εμβόλιο που έχουμε και το οποίο προστατεύει καλά από τα στελέχη που ακόμα κυκλοφορούν και από τη “Δέλτα”, που επικρατεί αυτή τη στιγμή στη χώρα μας. Ακόμα δεν έχουμε στοιχεία για το εάν το νέο στέλεχος διαφεύγει της κάλυψης του εμβολίου. Ακόμα και εάν αυτό φανεί, το πιθανότερο είναι να διαφεύγει μερικώς και το υφιστάμενο εμβόλιο να συνεχίζει να έχει προστατευτική δράση ειδικά ως προς τη σοβαρή νόσηση».
Εμβόλια που θα καλύπτουν και νέα στελέχη του SARS-CoV-2 αλλά και φάρμακα που σε μεγάλο βαθμό θα προλαμβάνουν τη σοβαρή νόσηση από COVID-19 θα είναι τα βασικά όπλα που θα έχουν οι επιστήμονες στη μάχη με τον κορωνοϊό.
Μετά τα μονοκλωνικά αντισώματα που έχουν ήδη μπει στη φαρέτρα των ειδικών, ακολουθούν τα αντιιικά χάπια, με τουλάχιστον δύο σχετικά σκευάσματα να είναι κοντά στο να «κόψουν» το νήμα και να προστεθούν στις επιλογές των γιατρών για τη θεραπεία ασθενών.
Σύμφωνα με τον κ. Μανωλόπουλο, σε αυτή τη φάση δύο αντιιικά φαίνεται να είναι τα πιο «ώριμα» για να λάβουν έγκριση από τις ρυθμιστικές αρχές και να έρθουν και στη χώρα μας. Το ένα είναι το αντιιικό μολνοπιραβίρη της εταιρείας MSD (Merck σε ΗΠΑ και Καναδά), το οποίο εγκρίθηκε πριν από περίπου ένα μήνα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι υπό κρίση του αμερικανικού FDA και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, ενώ υπάρχει η εκτίμηση ότι ενδεχομένως θα λάβει έγκριση για χορήγηση στην Ε.Ε. έως το τέλος του έτους. «Μελέτες σε περίπου 1.500 άτομα έδειξαν ότι έχει 50% αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της εισαγωγής στο νοσοκομείο. Η δράση του είναι ότι επάγει πολλές μεταλλάξεις στον ιό και τον αποδιοργανώνει. Οπως και τα μονοκλωνικά αντισώματα, πρέπει να χορηγηθεί νωρίς, 3-4 ημέρες το αργότερο μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων».
Το άλλο αντιιικό που φαίνεται πως είναι κοντά στο να λάβει έγκριση αναπτύσσεται από την Pfizer, η οποία ανακοίνωσε ότι βάσει συμπερασμάτων κλινικής μελέτης μειώνει κατά 89% τον κίνδυνο βαριάς νόσησης. Πρόκειται για έναν αναστολέα της πρωτεάσης και εμποδίζει τον ιό να συνδεθεί στο κύτταρο. Χορηγείται μαζί με χαμηλή δόση ριτοναβίρης, ένα γνωστό αντιιικό για το AIDS, η οποία εντείνει τη δράση του νέου μορίου. «Ακόμα και εάν έχουμε αυτά τα χάπια, το θέμα είναι σε τι ποσότητες θα έρθουν. Δεν μπορούμε να τα χρησιμοποιούμε ως μαγική λύση. Τα εμβόλια κάνουν την ίδια δουλειά, φθηνότερα, με λιγότερες παρενέργειες και πιο αποτελεσματικά. Είναι παράλογο και αφελές οι αντιεμβολιαστές να χρησιμοποιούν αυτές τις εξελίξεις και να λένε ότι θα περιμένουν το φάρμακο», σημειώνει ο καθηγητής.
Πέννυ Μπουλούτζα (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)