Ο πληθυσμός της Ελλάδας στη μεταπολεμική περίοδο αυξήθηκε σημαντικά, από 7,6 εκατομμύρια, που ήταν το 1951, στα 10,7 εκατομμύρια το 2017, αλλά παράλληλα έχει γεράσει σημαντικά. Σε πρόσφατη μελέτη του ο καθηγητής και διευθυντής του εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του τμήματος Χωροταξίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Βύρων Κοτζαμάνης παρουσιάζει τις δημογραφικές προοπτικές στον ορίζονται του 2050.
Ο κ. Κοτζαμάνης επισημαίνει πως «η αύξηση του πληθυσμού μεταπολεμικά υπήρξε συνεχής, έχοντας όμως διαφορετικά αίτια και πηγές τροφοδότησης. Αρχικά τα μεγάλα κύματα εξόδου προς το εξωτερικό των δεκαετιών 1950 και 1960 υπέρ-καλύφθηκαν από τα ιδιαίτερα υψηλά φυσικά ισοζύγια των ίδιων δεκαετιών, οδηγώντας στην αύξηση του πληθυσμού.
Στη συνέχεια, η συρρίκνωση των φυσικών ισοζυγίων της περιόδου 1980-2000 αναπληρώθηκε από τα θετικά μεταναστευτικά ισοζύγια, με αποτέλεσμα τη συνέχιση της αύξησης του πληθυσμού μέχρι και τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Την τελευταία περίοδο όμως (2011-2016), ο πληθυσμός μας μειώνεται, γεγονός που οφείλεται στο ότι για πρώτη φορά στη μεταπολεμική δημογραφική ιστορία της χώρας, τόσο το φυσικό όσο και το μεταναστευτικό ισοζύγιο είναι αρνητικά.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας με το πέρασμα του χρόνου έχασε ταυτόχρονα και τη νεανική του δομή και απέκτησε τα χαρακτηριστικά ενός γερασμένου πληθυσμού. Η Ελλάδα δεν αποτελεί φυσικά εξαίρεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και το 2016 το ποσοστό των 65+ είναι από τα υψηλοτέρα στην Ευρώπη των 28. Η εισροή αλλοδαπών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 μέχρι και τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας δεν κατέστησε δυνατή την ανατροπή των τάσεων γήρανσης, αλλά την επιβράδυνε απλώς.
Με την έναρξη της οικονομικής ύφεσης, η οποία δεν καθιστά πλέον την Ελλάδα ελκυστική ως μεταναστευτικό προορισμό, τη στάσιμη και σε χαμηλά επίπεδα γονιμότητα και τη σταθερά υψηλή μέση προσδοκώμενη ζωή στη γέννηση, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, ότι η δημογραφική γήρανση θα συνεχισθεί, χωρίς να υπάρχει κάποια άμεση προοπτική επιβράδυνσής της. Η γήρανση αυτή είναι επομένως μεσοπρόθεσμα μη αναστρέψιμη».
Η θνησιμότητα
Όπως αναφέρεται στην έρευνα, «η θνησιμότητα, εκφραζόμενη με τις πιθανότητες θανάτου ανά φύλο και ηλικία, μειώθηκε σημαντικά ανάμεσα στο 1951 και το 2015 σε όλες τις ηλικίες. Ωστόσο, η συνολική πτωτική τάση υποκρύπτει διαφοροποιημένους ρυθμούς, τόσο ανά φύλο και ηλικία, όσο και ανά περίοδο, ενώ την τελευταία δεκαετία η θνησιμότητα δε σημείωσε την αναμενόμενη βελτίωση.
Ειδικότερα οι πιθανότητες θανάτου στο πρώτο έτος ζωής και η βρεφική θνησιμότητα, αν και σημειώνουν πτωτική πορεία, έως και το 2007, παρουσιάζουν αυξομειώσεις το 2008-2015. Στις ηλικίες 20- 85, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000, οι ρυθμοί πτώσης των πιθανοτήτων θανάτου είναι ελαφρώς υψηλότεροι στις γυναίκες, συγκρινόμενοι με αυτούς των ανδρών. Οι ρυθμοί πτώσης της θνησιμότητας των ανδρών στις ηλικίες 20-35 όμως μετά τα 2008 επιταχύνονται ελαφρώς».
Ο πληθυσμός στον ορίζοντα του 2050
Ο κ. Κοτζαμάνης αναφέρει στην έρευνα πως «η μείωσή του μόνιμου πληθυσμού την επόμενη 35ετία αναμένεται να είναι – ανεξαρτήτως σεναρίων- συνεχής, αν και με διαφοροποιημένους ανά σενάριο-περίοδο ρυθμούς πτώσης. Τα έξι σενάρια προβολών που δημιουργήσαμε στο πλαίσιο μελέτης που μας ανατέθηκε από τη «Διανέοσις», οδηγούν προφανώς σε σαφώς διαφοροποιημένα αποτελέσματα, τόσο όσον αφορά στο πλήθος του μελλοντικού μόνιμου πληθυσμού, όσο και την κατανομή του ανά φύλο και ηλικία.
Ειδικότερα, τα σενάρια αυτά δίδουν συνολικούς πληθυσμούς:
Στο τέλος της επόμενης εικοσαετίας (2035) 10,4 έως 9,5 εκατ. έναντι 10,9 εκατ. το 2015, δηλαδή μειώσεις από 0,45 έως και 1,4 εκατ. σε απόλυτες τιμές (4,1 -12, 4% σε σχέση με το 2015)
Στο τέλος της προβολικής περιόδου (2050) πληθυσμούς που κυμαίνονται από 10,0 έως 8,3 εκατ. έναντι 10,9 εκατομμύρια το 2015, δηλαδή μειώσεις σε απόλυτες τιμές από 0,8 έως και 2,5 εκατομμύρια άτομα.
Αύξηση μέσης ηλικίας
Εκτός όμως από τις διαφορές αυτές σημαντικές αλλαγές αναμένονται και στην κατανομή ανά ηλικία. Έτσι, η μέση ηλικία από 43,45 έτη το 2015 αναμένεται να αυξηθεί το 2050 από 3,7 έως και 5,5 έτη.
Το 2035 το ποσοστό των >65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (20,9 και 2,8% το 2015 αντίστοιχα) αναμένεται να κυμανθεί από 27,9%-27,2% για τους πρώτους και 4,1%- 4,5% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0-14 ετών και 0-18 ετών) από 11,0% έως 12,4% για τους πρώτους και 15,8% – 14,2% για τους δεύτερους αντίστοιχα.
Το 2050 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (20,9 και 2,8% το 2015) αναμένεται να κυμανθεί από 33,1% -30,3% για τους πρώτους και 6,5%-4,9% για τους δεύτερους.
Ο κ. Κοτζαμάνης αναφέρει πως «ιδιαίτερη προσοχή προκαλεί και η σε σχέση με αυτήν των 65+ ετών ταχύτερη αύξηση στο μέλλον των υπερηλίκων (ηλικίας 85+ ). Το πλήθος τους, που σχεδόν δεκαπλασιάσθηκε ανάμεσα στο 1951 και το 2015, αναμένεται εκ νέου να παρουσιάσει μια σημαντική αύξηση την επόμενη 35ετία (από +106 έως +45,6% αναλόγως των σεναρίων). Θα υπάρξει επομένως μια σημαντική γήρανση όχι μόνον του συνολικού πληθυσμού, αλλά και των άνω των 65 ετών. Η δημογραφική γήρανση επομένως όχι μόνον δεν ανακόπτεται, αλλά οι ρυθμοί της αναμένεται να επιταχυνθούν μέχρι το 2050, ενώ ταυτόχρονα θα έχουμε και μια επιτάχυνση «της γήρανσης μέσα στη γήρανση».
Φώτης Σπανός (e-thessalia.gr)