Ευθύνες στην τράπεζα που χορήγησε δάνειο σε βολιώτικη εταιρεία, «διότι αφενός δεν πήρε τα κατάλληλα μέτρα για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της δανειολήπτριας, αφετέρου δεν φρόντισε να εξασφαλίσει την απαίτησή της με εμπράγματη ασφάλεια σε ακίνητο των πρωτοφειλετών», επέρριψε με απόφαση-σταθμό το Ειρηνοδικείο Βόλου, που έκρινε ότι πρέπει να ακυρωθεί τόσο η διαταγή πληρωμής, που προσέβαλε στο Δικαστήριο ο εγγυητής του δανείου, όσο και η επιταγή προς εκτέλεση, με τις οποίες η τράπεζα στράφηκε κατά του τελευταίου.
Με την υπ’ αριθμόν 519/2018 απόφασή του το Ειρηνοδικείο Βόλου έκρινε ότι «στη συγκεκριμένη περίπτωση, από πταίσμα της ίδιας της τράπεζας αυτή δεν μπορεί να εισπράξει το οφειλόμενο ποσό, ως κατάλοιπο του λογαριασμού, διότι αφενός δεν πήρε τα κατάλληλα μέτρα κατά τη χορήγηση της πίστωσης για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της δανειολήπτριας εταιρείας, αφετέρου δεν φρόντισε να εξασφαλίσει την απαίτησή της, με εμπράγματη ασφάλεια, σε ακίνητο των πρωτοφειλετών και γι’ αυτό πρέπει να ακυρωθούν στο σύνολό τους, τόσο η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, όσο και η μετ’ αυτής επιταγή προς εκτέλεση, με τις οποίες η τράπεζα στράφηκε κατά του εγγυητή ανακόπτοντα».
Η υπόθεση συζητήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2018 κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ενώπιον του Ειρηνοδικείου Βόλου. Αφορούσε στην ανακοπή Βολιώτη ελεύθερου επαγγελματία, κατά διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση τράπεζας, που εκδόθηκε και επιδόθηκε για εκτέλεση εναντίον του τον Δεκέμβριο του 2017 και η οποία αφορούσε δάνειο, που είχε λάβει ετερόρρυθμη εταιρεία, στην οποία ήταν ετερόρρυθμο μέλος και ο ανακόπτων, αλλά ταυτόχρονα ήταν και εγγυητής στην υπογραφή του δανείου, που έλαβε η εταιρεία από την τράπεζα. Η τράπεζα κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου, ποσού άνω των 16.000 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων για απαίτηση, που πήγαζε από σύμβαση εγγύησης ανοιχτού επιχειρηματικού δανείου.
Το Δικαστήριο ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής και την επιταγή προς εκτέλεση και έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος εγγυητή, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από το δικηγόρο παρ’ ‘Αρείω Πάγω Ιωάννη Καραγκιόζο και δέχτηκε ότι δεν προέκυψε και δεν αποδείχθηκε η δικαστική επιδίωξη της επίδικης απαίτησης από τους ομόρρυθμους εταίρους προηγουμένως, δηλαδή πριν στραφεί η τράπεζα κατά του εγγυητή και ετερόρρυθμου εταίρου, στον χρόνο που μεσολάβησε από την παύση εξυπηρέτησης του επιδίκου λογαριασμού του δανείου, δηλαδή από την τελευταία καταβολή, έως το έτος κατάθεσης της διαταγής πληρωμής.
Επομένως το δικαστήριο έκρινε, ότι η ενοχή από την κρινόμενη σύμβαση εγγύησης δεν έχει ισχύ, λόγω πταίσματος της τράπεζας, αφού δεν επεδίωξε την είσπραξη της απαίτησής της από τη δανειολήπτρια εταιρεία και τους ομόρρυθμους εταίρους πρώτα, αλλά ταυτόχρονα και από τον εγγυητή.
Επίσης το Δικαστήριο έκρινε, ότι η τράπεζα όφειλε να διαπιστώσει κατά τον χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης του επιχειρηματικού δανείου, εάν μπορεί να εξασφαλίσει την απαίτησή της καταρχήν από την ακίνητη περιουσία της δανειολήπτριας εταιρείας και κατά δεύτερον των ομορρύθμων εταίρων, αλλά και στη συνέχεια, όταν διαπιστώθηκε η μη εξυπηρέτηση του δανείου.
Έτσι το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η τράπεζα επέδειξε όλως αμελή συμπεριφορά για τα δεδομένα που επικρατούν στις συναλλαγές και δη όσον αφορά στις πρακτικές που επαγγελματικά εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα, ιδίως αγνοώντας εξαρχής την οικονομική επισφάλεια της δανειολήπτριας εταιρείας, ενώ αδιαφόρησε για τη ζημία σε βάρος του ανακόπτοντος εγγυητή.
Επίσης έκρινε ότι η εκ των προτέρων παραίτηση του ανακόπτοντα εγγυητή κατά την υπογραφή της σύμβασης εγγυήσεως από την ένσταση διζήσεως και ιδίως την ελευθέρωσή του από τις υποχρεώσεις της εγγύησης είναι άκυρη και δεν ασκεί ουδεμία επιρροή στην περίπτωση, που η ικανοποίηση της δανείστριας τράπεζας καθίσταται αδύνατη από πταίσμα δικό της, όπως εν προκειμένω.
Η δε αμέλεια της δανείστριας τράπεζας έγκειται, ιδίως κατά τον χρόνο κατάρτισης της δανειακής σύμβασης, στο ανέλεγκτο της πιστοληπτικής ικανότητας της δανειολήπτριας εταιρείας, ενώ κατά τον χρόνο της περιέλευσης της δανειολήπτριας εταιρείας σε υπερημερία, οπότε και επιβεβαιώθηκε ότι αυτή κατέστη αναξιόπιστη και αναξιόχρεη, έγκειται στην αδιαφορία της τράπεζας να εγγράψει εμπράγματη ασφάλεια σε ακίνητο ιδιοκτησίας της εταιρείας ή των ομορρύθμων εταίρων της, όπως μπορούσε και δεν έπραξε, με αποτέλεσμα να περιορίσει τις ενέργειές της μόνο στο πρόσωπο του εγγυητή ανακόπτοντα.
Σταύρος Δημόπουλος (e-thessalia.gr)