Ενίσχυση του δικομματισμού και συμπίεση των μικρότερων κομμάτων επιφέρει η νέα στρατηγική της πολωτικής έντασης που χάραξε η κυβέρνηση και υλοποιεί αφενός με την ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής από μια χωρίς προηγούμενο «παρδαλή» κοινοβουλευτική πλειοψηφία και αφετέρου με την επιμονή της στην ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία τη φέρνει σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών.
Ωστόσο, η έντονη επικοινωνιακή αντεπίθεση που εξαπέλυσαν τους τελευταίους μήνες το Μέγαρο Μαξίμου και η Κουμουνδούρου, με την ασυγκράτητη παροχολογία, την υπερβολική υποσχεσιολογία και την άνευ ορίων σκανδαλολογία, δεν φαίνεται να ικανοποιεί τον στόχο της ανατροπής τού εν πολλοίς παγιωμένου πολιτικού σκηνικού, αφού η υπεροχή της Νέας Δημοκρατίας και του προέδρου της Κυριάκου Μητσοτάκη παραμένει άκαμπτη και βρίσκεται ελαφρώς κάτω από το όριο της διψήφιας διαφοράς. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο αρχηγός του όχι μόνο διατηρούν σε υψηλά επίπεδα το προβάδισμα που έχουν έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, αλλά επιπλέον εξακολουθούν να κινούνται σε ρότα αυτοδυναμίας, την οποία θα κατακτήσουν με σχετική άνεση εφόσον επιβεβαιωθούν οι συσχετισμοί για πεντακομματική σύνθεση της επόμενης Βουλής που αποτυπώνονται στη νέα μεγάλη δημοσκόπηση που διενήργησε η εταιρεία Marc για λογαριασμό του «ΘΕΜΑτος».
Η έρευνα, η οποία έγινε το διάστημα 14-17 Ιανουαρίου καλύπτοντας τις διαθέσεις της κοινής γνώμης αμέσως μετά το διαζύγιο των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και την απόφαση του πρωθυπουργού να ζητήσει την ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής στην κυβέρνησή του, δείχνει βαθύ διχασμό στην ελληνική κοινωνία, με σχεδόν τα 2/3 του εκλογικού σώματος να αποστρέφονται τη σημερινή κυβερνητική εξουσία και να θέλουν την αντικατάστασή της, ενώ περίπου το 1/3 (σε ποσοστά σαφώς κάτω του 30%) να συνεχίζει να στηρίζει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τις επιλογές του κ. Τσίπρα. Πάντως, τόσο από την πρόθεση ψήφου όσο και από άλλα επιμέρους ευρήματα της πανελλαδικής μέτρησης, στην οποία συμμετείχαν 1.003 νοικοκυριά, προκύπτει ότι η μάχη των επόμενων εκλογών θα κριθεί στον χώρο του Κέντρου. Κατά τα φαινόμενα, αποφασιστικός παράγοντας θα αναδειχθεί η ικανότητα των επικεφαλής των δύο μεγαλύτερων κομμάτων να διευρύνουν την επιρροή τους στον ενδιάμεσο χώρο, ο οποίος βρίσκεται στη μέγγενη της ισχυρής αμφίπλευρης πίεσης.
Η συμπίεση των μικρών και οι νέοι συσχετισμοί
Οι δύο βασικοί διεκδικητές της διακυβέρνησης έχουν ανεβάσει την τελευταία διετία σημαντικά τις επιδόσεις τους και η αθροιστική δύναμή τους αυξήθηκε κατά 10 και πλέον μονάδες, συμπιέζοντας τόσο τα μικρότερα κόμματα όσο και την αδιευκρίνιστη ψήφο που περιορίζεται, καθώς η χώρα έχει εισέλθει στην προεκλογική περίοδο και λίγο ως πολύ έχουν μπει στο τραπέζι τα διλήμματα της επερχόμενης κάλπης. Η σημαντική ενίσχυση του δικομματισμού προκύπτει και από τις απαντήσεις των μετεχόντων στην έρευνα στο ερώτημα για το ποιον θεωρούν καταλληλότερο για πρωθυπουργό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκτινάσσεται για πρώτη φορά στο 43,3% (+4,1% από τον Οκτώβριο), ενώ ανοδικά κινείται και ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος, όμως, με το 28,8% (+3,4%) υπολείπεται του αντιπάλου του κατά 14,5 εκατοστιαίες μονάδες.
Τόσο η Ν.Δ. με το 29,1% που μετρήθηκε η δύναμή της στην πρόθεση ψήφου όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ που φτάνει στο 21% κατακτούν τα υψηλότερα ποσοστά τους από τον Σεπτέμβριο του 2016, όπως φαίνεται και στο συγκριτικό γράφημα με τη διαχρονική εξέλιξη των ευρημάτων της Marc. Το κυβερνών κόμμα, ωστόσο, παρουσιάζει, σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη μέτρηση του περασμένου Οκτωβρίου, αύξηση 2,7%, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση κατά 0,6%. Ετσι, η ψαλίδα της διαφοράς μειώνεται στο 8,1% και με αναγωγή επί των εγκύρων υπολογίζεται στο 8,9%.
Η διαφοροποίηση επέρχεται λόγω της αυξημένης συσπείρωσης που παρουσιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος φαίνεται σε αυτή τη φάση να συγκρατεί το 55% όσων τον ψήφισαν τον Σεπτέμβριο του 2015, το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφεται την τελευταία τριετία. Φαίνεται επίσης να προσελκύει κεντρογενείς ψηφοφόρους που σε αριθμούς είναι περισσότεροι από όσους προσεγγίζουν τη Ν.Δ.
Πλην όμως, το κυβερνών κόμμα δεν δείχνει να έχει μεγάλο απόθεμα από «πολιτικά καύσιμα» που θα του επιτρέψουν να κλείσει την ψαλίδα, καθώς έχει ήδη μετακινηθεί ο ένας στους τέσσερις παλιούς ψηφοφόρους του (24,7%). Μεγάλο τμήμα των τελευταίων στράφηκε προς τη Ν.Δ., η οποία διατηρεί σε πολύ υψηλά επίπεδα (83%) τη συσπείρωση των δικών της ψηφοφόρων.
Σχεδόν όλα τα υπόλοιπα κόμματα βρίσκονται σε πτωτική πορεία. Για την τρίτη θέση ερίζουν, με 5,8%, το Κίνημα Αλλαγής (-0,7%) και η Χρυσή Αυγή (-0,1%), ενώ την πεντάδα των κομμάτων που έχουν βάσιμες ελπίδες για να εκπροσωπηθούν στην επόμενη Βουλή συμπληρώνει το ΚΚΕ με 5,4% (-0,3%).
Εκτός Βουλής φαίνεται να μένουν τα υπόλοιπα τρία κόμματα της Βουλής -Ενωση Κεντρώων, Ποτάμι και ΑΝ.ΕΛ.- που είδαν πρόσφατα αλλά και παλαιότερα τις κοινοβουλευτικές ομάδες τους να λεηλατούνται. Οσο για τους εξωκοινοβουλευτικούς σχηματισμούς, ο μόνος που παρουσιάζει μια μικρή δυναμική είναι η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, η οποία μετρήθηκε στο 2% (+0,3% από την προηγούμενη μέτρηση).
Με βάση τις συγκεκριμένες επιδόσεις και τις προβλέψεις του εκλογικού νόμου ο οποίος ευνοεί την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος σε περίπτωση που είναι υψηλά τα ποσοστά των κομμάτων που μένουν εκτός Βουλής, το «ΘΕΜΑ» υπολογίζει ότι η δύναμη της Νέας Δημοκρατίας θα φτάσει στις 158 έδρες, ο ΣΥΡΙΖΑ θα εκλέξει 78 βουλευτές, το ΚΙΝ.ΑΛ. και η Χρυσή Αυγή από 22 και το ΚΚΕ θα έχει 20 έδρες.
Γρηγόρης Τζιοβάρας (πρώτο Θέμα)