Από μείζονες αγορές, όπως είναι ένα αυτοκίνητο, έως και το γάλα κόβουν τα νοικοκυριά στην Ελλάδα καθώς βλέπουν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται λόγω των αλλεπάλληλων ανατιμήσεων σε σειρά αγαθών, διαρκών και μη, ενώ την ίδια ώρα έντονη είναι η ανησυχία για το τι θα ακολουθήσει, ειδικά στο πεδίο της ενέργειας, από το φθινόπωρο και μετά.
Το πρώτο πεντάμηνο της χρονιάς έκλεισε με μείωση του όγκου πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ κατά 3,1%, μείωση που πλέον οδηγεί σε αρνητικό πρόσημο και τον τζίρο στον κλάδο, παρά την ένταση των ανατιμήσεων. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της εταιρείας ερευνών αγοράς IRI που παρουσιάζει σήμερα η «Καθημερινή» της Κυριακής δείχνουν ότι πλέον ο κύκλος εργασιών στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ υποχωρεί κατά 0,7% σε σύγκριση με το διάστημα Ιανουαρίου – Μαΐου 2021, στα 3,335 δισ. ευρώ από 3.340 δισ. ευρώ. Η απώλεια αυτή των 5 εκατ. ευρώ μπορεί για έναν κλάδο που συνολικά σε ετήσια βάση κάνει τζίρο κοντά στα 11 δισ. ευρώ να μη σημαίνει πολλά από μόνη της. Δείχνει, όμως, αφενός την τάση που υπάρχει μετά δύο χρόνια ανοδικής πορείας του κλάδου και αφετέρου τη σημαντική μείωση που αναμένεται στα περιθώρια κέρδους.
Καθίζηση των πωλήσεων καταγράφεται και στην αγορά ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών οικιακών συσκευών: το πρώτο τετράμηνο του 2022 έκλεισε με μείωση του όγκου πωλήσεων κατά 13,12% και της αξίας πωλήσεων κατά 6,27%, με την εικόνα στον κλάδο να παρουσιάζει περαιτέρω επιδείνωση τον Μάιο και τον Ιούνιο.
Αυτοκίνητα
Το όνειρο της αγοράς καινούργιου αυτοκινήτου απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο για πολλά νοικοκυριά στην Ελλάδα, λόγω του υψηλού κόστους κτήσης αλλά και του υψηλού πλέον, λόγω καυσίμων, κόστους χρήσης. Τον Ιούνιο, σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, η αγορά έκλεισε με -20%, αν και μέρος αυτής της υποχώρησης οφείλεται στις μειωμένες ταξινομήσεις, εξαιτίας των γνωστών προβλημάτων με την καθυστέρηση των παραδόσεων καινούργιων οχημάτων από τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Οσοι το αποτολμούν, πάντως, επιλέγουν μικρά και μικρομεσαία αυτοκίνητα, με τα υβριδικά να προτιμώνται, καθώς λόγω της μπαταρίας που διαθέτουν επιτυγχάνουν και μια εξοικονόμηση της τάξεως του 10%-15% στη βενζίνη.
Η μείωση του όγκου πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ διαπερνά πλέον όλες τις βασικές κατηγορίες προϊόντων, από το γάλα έως τα αλκοολούχα ποτά και από τα απορρυπαντικά μέχρι τα είδη προσωπικής υγιεινής. Και εάν η μείωση του όγκου πωλήσεων στα αλκοολούχα ποτά κατά 13,6% είναι έως ένα βαθμό αναμενόμενη, καθώς πλέον λειτουργεί η εστίαση και καταναλώνεται εκεί περισσότερο αλκοόλ –σε αντίθεση με πέρυσι–, δεν είναι το ίδιο αναμενόμενη η μείωση του όγκου πωλήσεων κατά 6,8% στα γαλακτοκομικά ή κατά 8,1% στα απορρυπαντικά. Πλέον καταγράφεται και μείωση της αξίας πωλήσεων σε ορισμένες βασικές κατηγορίες προϊόντων: στα γαλακτοκομικά της τάξεως του 2,1%, στα κατεψυγμένα τρόφιμα κατά 2,2%, κατηγορία που από το 2015 και έπειτα βρισκόταν συνεχώς σε ανοδική πορεία, στα αλκοολούχα ποτά κατά 12,2%, στα είδη ατομικής φροντίδας και ομορφιάς κατά 4,4%, στα απορρυπαντικά κατά 3,2% και στα άλλα είδη νοικοκυριού, όπως χαρτικά, η υποχώρηση του τζίρου είναι της τάξεως του 5,8% σε σύγκριση με το πρώτο πεντάμηνο του 2021.
Η μείωση του τζίρου των σούπερ μάρκετ οφείλεται τόσο στην αγορά λιγότερων ειδών από τους καταναλωτές όσο και στη στροφή τους σε φθηνότερα προϊόντα. Δεν είναι τυχαίο ότι το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας συνεχίζει να ανεβαίνει και διαμορφώνεται στο πρώτο πεντάμηνο στο 16%. Μάλιστα, ενώ ο τζίρος στα σούπερ μάρκετ υποχωρεί, ο τζίρος ειδικά των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας καταγράφει αύξηση 6,3%. Το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας ήταν πέρυσι 14,8% και φέτος είναι η πρώτη χρονιά που ανακάμπτει μετά μια περίοδο επτά ετών που ακολουθούσε καθοδική πορεία. Συγκεκριμένα, από 19% που ήταν το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας (σε αξία) το 2014, υποχώρησε το 2015 σε 18%, το 2016 σε 16,5%, το 2017 σε 16,3%, το 2018 σε 15,8%, το 2019 σε 15,7%, το 2020 σε 15,4% και πέρυσι σε 14,8%.
Η στροφή προς τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας συνδέεται και με το γεγονός ότι, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν τις απώλειες που έχουν σε περιθώρια κέρδους, οι προμηθευτές και οι λιανέμποροι λόγω της αύξησης του κόστους παραγωγής ή/και λειτουργίας έχουν περιορίσει τις προσφορές. Σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI, το μερίδιο των προϊόντων (σε αξία) που έχουν πωληθεί υπό καθεστώς προωθητικών ενεργειών στο πρώτο πεντάμηνο του 2022 ήταν 23,3% στα είδη νοικοκυριού, από 26,9% το αντίστοιχο διάστημα του 2021 και 27,5% το 2020, 32,5% στα είδη ομορφιάς και ατομικής υγιεινής, από 34,3% πέρυσι, και 24,6% στα τρόφιμα, από 25,2% το 2021.
Οικιακές συσκευές
Αφού ακόμη και οι θεωρούμενες ως ανελαστικές δαπάνες, αυτές για τα τρόφιμα και είδη άμεσης κατανάλωσης νοικοκυριού, δέχονται πλήγμα, είναι αναμενόμενη η μείωση της ζήτησης και για τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Το διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου 2022 ο όγκος πωλήσεων ηλεκτρονικών και ηλεκτρικών οικιακών συσκευών υποχώρησε κατά 13,12%, προκαλώντας και μείωση της αξίας πωλήσεων κατά 6,27%. Μάλιστα, τον Μάιο και τον Ιούνιο η αγορά παρουσιάζει περαιτέρω επιβράδυνση. Πιο συγκεκριμένα, στο τετράμηνο η αξία πωλήσεων διαμορφώθηκε στον κλάδο σε 692,56 εκατ. ευρώ, από 738,89 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2021, ενώ πωλήθηκαν φέτος 5.701.997 τεμάχια, έναντι 6.563.432 πέρυσι.
Ενας στους δύο δεν θα κάνει διακοπές
Το καλοκαίρι του 2020 αλλά και του 2021 ήταν ο φόβος του κορωνοϊού. Φέτος είναι η ακρίβεια που βάζει φρένο στα σχέδια των πολιτών για τις καλοκαιρινές διακοπές. Η εκτόξευση στα ύψη των τιμών των ξενοδοχείων, των ακτοπλοϊκών και αεροπορικών εισιτηρίων, των καυσίμων, αλλά και οι ανατιμήσεις στα εστιατόρια σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το προηγούμενο διάστημα οι καταναλωτές κλήθηκαν να πληρώσουν υπέρογκους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου έχουν οδηγήσει αρκετούς στην απόφαση να μην πάνε διακοπές ή να πάνε πολύ λίγες ημέρες.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα γνώμης που πραγματοποίησε ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ) με την επιστημονική υποστήριξη του εργαστηρίου ELTRUN του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, το 48% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι δεν θα κάνει διακοπές φέτος το καλοκαίρι. Το 22% δηλώνει ότι θα κάνει, αλλά πιο περιορισμένα, πιο λίγες ημέρες, και μόλις το 13% ότι θα κάνει και φέτος διακοπές όπως κάθε χρόνο.
Οσον αφορά το ύψος της εκτιμώμενης δαπάνης για διακοπές το 2022, αυτή μεσοσταθμικά εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 17%, με την πλειονότητα των ερωτηθέντων και συγκεκριμένα το 35% να δηλώνει ότι θα μειώσει τη σχετική δαπάνη σε ποσοστό άνω του 35%.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν τις φετινές διακοπές των Ελλήνων είναι κυρίως το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα, λόγω ανατιμήσεων, με τη σχετική απάντηση να δίνεται ως πρώτη από το 63% των ερωτηθέντων.
Ακολουθούν η μείωση του εισοδήματος λόγω ειδικά του κόστους ενέργειας (50%), το αυξημένο κόστος των μεταφορικών (για το 52% των ερωτηθέντων) και το υψηλό κόστος διαμονής για το 23%. Η ανησυχία λόγω COVID-19 ή λόγω των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν φαίνεται να παίζει ρόλο στις αποφάσεις για τις φετινές καλοκαιρινές διακοπές.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ την Παρασκευή, στα αεροπορικά εισιτήρια καταγράφονται αυξήσεις σε ετήσια βάση 48,5%, στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια 20,4%, στις χρεώσεις των ξενοδοχείων 27,7%, ενώ στα καύσιμα οι αυξήσεις είναι της τάξης του 45,6%.
Δήμητρα Μανιφάβα (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)