Στις αρχές Μαΐου και σε κάθε περίπτωση πριν από τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών επιδιώκει η κυβέρνηση να καταθέσει προς ψήφιση στη Βουλή τη νέα ευνοϊκή ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς τις εφορίες, έως και σε 120 δόσεις.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι τα όποια εμπόδια υπήρχαν για την ανάλογη ρύθμιση για χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν ήδη ξεπεραστεί και στο υπουργείο Εργασίας έχουν έτοιμη τη σχετική νομοθετική διάταξη.
Αντίθετα, δεν έχουν ξεπεραστεί όλοι οι «σκόπελοι» για τη ρύθμιση χρεών στις εφορίες, γεγονός που καθυστερεί το συνολικό εγχείρημα καθώς οι θεσμοί εμμένουν στις θέσεις τους, κυρίως στην εισαγωγή αυστηρών εισοδηματικών και κυρίως περιουσιακών κριτηρίων.
Ωστόσο, το οικονομικό επιτελείο αντιτίθεται στη συγκεκριμένη θέση, αφού κρίνει ότι η εισαγωγή περιουσιακών κριτηρίων θα καταστήσει δυσκολότερη την υπαγωγή στη ρύθμιση για χιλιάδες οφειλέτες, με αποτέλεσμα το όλο εγχείρημα να γίνει πιο πολύπλοκο, που κάθε άλλο παρά στόχος της κυβέρνησης είναι, η οποία επιθυμεί την ένταξη όσο το δυνατόν περισσότερων οφειλετών.
Από την άλλη πλευρά η θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων δεν θα δημιουργήσει κανένα απολύτως πρόβλημα, αφού στη ρύθμιση θα μπορούν να ενταχθούν όλοι όσοι το επιθυμούν και μόνο ο αριθμός των δόσεων θα εξαρτάται από το εισόδημά τους.
Δεδομένο, πάντως, θεωρείται ότι για τους υπόχρεους οι οποίοι έχουν χαμηλά εισοδήματα οι δόσεις θα φτάνουν και τις 120, ενώ κάθε μια θα είναι ιδιαίτερα χαμηλή, με τα ποσά να κυμαίνονται στα 20, 30 ή το πολύ 50 ευρώ.
«Βουλιάζει στα χρέη» η αγορά
Το σίγουρο είναι ότι η νέα επικείμενη ευνοϊκή ρύθμιση αλλά και οι όποιες αλλαγές στην «πάγια» θα δώσουν «ανάσα» σε εκατοντάδες χιλιάδες οφειλέτες του Δημοσίου, όπως και στην αγορά που θα απεγκλωβιστεί από τον βραχνά των αναγκαστικών μέτρων, ενώ αναμένεται να τονώσει ταυτόχρονα και τα έσοδα του Δημοσίου.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι, όπως έχει ήδη επισημάνει η «Ν», το 2018 φορολογούμενοι και εφορίες «πνίγηκαν» στα χρέη, αφού εκτοξεύτηκαν σε πάνω από 104 δισ. ευρώ για περισσότερους από 4 εκατ. υπόχρεους.
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι εάν συνυπολογιστούν και οι προσαυξήσεις το «ποτάμι» των χρεών φουσκώνει στα 190 δισ. ευρώ.
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι οφειλές περίπου 6.000 φορολογουμένων αγγίζουν τα 81 δισ. ευρώ, ενώ περισσότεροι από 2,2 εκατ. οφειλέτες χρωστούν έκαστος ποσά από 50 έως και 500 ευρώ.
Γεγονός που είχε φυσικά ως αποτέλεσμα, με βάση και τα στοιχεία της τελευταίας Έκθεσης Απολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, πέρυσι να γίνουν 815.000 κατασχέσεις, περίπου 16.000 πλειστηριασμοί περιουσιακών στοιχείων οφειλετών του Δημοσίου και 8.350 δεσμεύσεις ακινήτων οφειλετών.
Αναλυτικότερα, με βάση και τα στοιχεία της ανωτέρω έκθεσης, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο την 01/01/2019 διαμορφώθηκε σε 104,365 δισ. ευρώ, ενώ από αυτό σε ρύθμιση έχει υπαχθεί ποσό 3,698 δισ. ευρώ, ποσοστό 3,5%.
Επισημαίνεται ότι το πραγματικό, αφαιρουμένων των χαρακτηρισμένων ως ανεπίδεκτων είσπραξης οφειλών, συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο της 01/01/2019 ανέρχεται σε 86,255 δισ. ευρώ, ενώ το συνολικό «αποτελεσματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το πλέον εισπράξιμο μέρος αυτού, ανήλθε την 01/01/19 σε 8,484 δισ. ευρώ και αποτελεί το 8,1% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου της 01/01/19 (104,365 δισ. ευρώ).
Σχετικά με την παλαιότητα του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου των 104,365 δισ. ευρώ της 01/01/2019, παρατηρούνται τα ακόλουθα:
ποσοστό 83,3% αφορά τη χρονική περίοδο έως 30/11/2016,
ποσοστό 16,7% αφορά τη χρονική περίοδο 01/12/2016 έως 01/01/2019.
Από το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο της 01/01/2019 ποσοστό:
47,7% αφορά μη φορολογικά έσοδα (πρόστιμα ΚΒΣ, δάνεια κ.λπ.),
27,5% αφορά έμμεσους φόρους (ΦΠΑ, πρόστιμα έμμεσων φόρων κ.λπ.),
22,0% αφορά άμεσους φόρους (φόροι εισοδήματος, φόροι περιουσίας κ.λπ.),
2,8% αφορά λοιπά μη φορολογικά έσοδα.
Όσον αφορά τις κατανομές, ανά κατηγορία ποσού οφειλής, του πλήθους των οφειλετών και του ποσού των αντίστοιχων οφειλών τους, του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου της 01 Ιανουαρίου 2019 παρατηρείται ότι:
ποσοστό 87,4% των οφειλετών (3.554.463 οφειλέτες), με βασική οφειλή μικρότερη των 5.000 ευρώ, διακρατεί το 2,4% (2.465,8 εκατ. ευρώ) του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου της 01/01/2019,
ποσοστό 1,1% των οφειλετών (42.877 οφειλέτες), με βασική οφειλή μεγαλύτερη των 100.000 ευρώ, διακρατεί το 89,5% (93.378,0 εκατ. ευρώ) του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου της 01/01/2019,
στις ενδιάμεσες κατηγορίες βασικής οφειλής από 5.000 ευρώ έως 100.000 ευρώ, ποσοστό 11,5% των οφειλετών (467.410 οφειλέτες) διακρατεί το 8,2% (8,521 δισ. ευρώ) του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου της 01/01/2019.
Προσαυξήσεις και διαγραφή
Στο σχέδιο θα υπάρχει πρόβλεψη ότι όσοι επιθυμούν να εξοφλήσουν εφάπαξ το χρέος τους θα τύχουν πλήρους διαγραφής των προσαυξήσεων, ενώ για τους υπόχρεους που θα επιλέξουν τις δόσεις θα υπάρχει επίσης διαγραφή προσαυξήσεων, η οποία όμως θα εξαρτάται από τον αριθμό των δόσεων. Γεγονός που σημαίνει ότι όσες περισσότερες δόσεις επιλέξει ένας φορολογούμενους τόσο μικρότερη θα είναι η διαγραφή των προσαυξήσεων.
Το σίγουρο είναι ότι η ρύθμιση θα είναι έντοκη, με το επιτόκιο που εξετάζεται να κυμαίνεται στο 5%, αν και για μικρά ποσά χρεών που κυμαίνονται κάτω από τις 3.000 ή 5.000 ευρώ η ρύθμιση θα είναι άτοκη.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι απαραίτητη προϋπόθεση ένταξης στην εν λόγω ρύθμιση θα είναι όπως οι υπόχρεοι έχουν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στις τρέχουσες φορολογικές τους υποχρεώσεις, ενώ η απώλειά της θα επέρχεται με τη μη καταβολή τριών δόσεων.
Χωρίς δεύτερη ευκαιρία
Δεύτερη «ευκαιρία» πάντως δεν θα υπάρχει, δηλαδή όποιος χάσει τη ρύθμιση δεν θα μπορεί να επανενταχθεί, ενώ θα βρίσκεται αντιμέτωπος και πάλι με όλες τις προσαυξήσεις που είχαν επιβληθεί στο συνολικό χρέος του.
Όσον αφορά δε το χρονικό διάστημα που μελετάται να δοθεί από το υπουργείο για ένταξη στη ρύθμιση αυτό, σύμφωνα με όλες τις εισηγήσεις, δεν θα υπερβεί τους τρεις μήνες. Εάν παρέλθει άπρακτος για τους οφειλέτες ο συγκεκριμένος χρόνος, τότε η μοναδική τους «λύση» θα είναι και πάλι η «πάγια» ρύθμιση των 12 ή 24 δόσεων.
Δεν αποκλείεται βέβαια, όπως αναφέρουν κορυφαία στελέχη του οικονομικού επιτελείου, και στην «πάγια» ρύθμιση να υπάρξουν παρεμβάσεις ώστε ο ανώτατος αριθμός δόσεων να φθάσει τις 36.
Γιώργος Κούρος (Η Ναυτεμπορική)