Τις θέσεις του για τον κατώτατο μισθό επισημαίνει ο ΣΕΒ σε ανάλυση για την αγορά εργασίας, υποστηρίζοντας ότι «μια αύξηση του κατώτατου μισθού, ειδικά αν είναι μεγάλη, θα επηρεάσει σημαντικό μέρος της αγοράς εργασίας, και μάλιστα σε επιχειρήσεις που λόγω της εντατικής προσφυγής σε θέσεις εργασίας μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης βρίσκονται σε θέση να προχωρήσουν σε εύκολη υποκατάσταση πλήρους με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση ή και ημιδηλωμένη απασχόληση».
Στην έρευνα, που βασίζεται σε δεδομένα από το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ τα οποία τέθηκαν στην διάθεση των φορέων που συμμετέχουν στη διαβούλευση για τον κατώτατο μισθό, ο ΣΕΒ επαναλαμβάνει επίσης το αίτημα για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση:
    Περίπου ένας στους τέσσερις απασχολουμένους το 2017 αμειβόταν με ποσό μέχρι 500 ευρώ ενώ οι κλάδοι που βρίσκονται στις τρεις πρώτες θέσεις απασχόλησης με κατώτατο και υποκατώτατο μισθό είναι η εστίαση (με 25,5% αυτής της κατηγορίας απασχολούμενων), χονδρικό και λιανικό εμπόριο (22,71%).
    Η απασχόληση με χαμηλούς μισθούς, περιλαμβανομένου του κατώτατου και του υποκατώτατου, έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και πλέον αγγίζει το 25% των θέσεων εργασίας που καταγράφονται στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ.
    Το 77,14% των εργαζόμενων με κατώτατο και υποκατώτατο μισθό απασχολούνται σε πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις.
    Παρατηρείται τάση μείωσης του μέσου μισθού για την περίοδο 2014-2017 (982,4 ευρώ το 2017 έναντι 1.011,2 ευρώ το 2014) αλλά και αύξηση του μέσου μισθού (1.502 ευρώ το 2017 αντί 1.286,6 ευρώ το 2014) στον κλάδο της δημόσιας διοίκησης.
    Οι μισθοί στη μεταποίηση είναι υψηλότεροι κατά 13% του μέσου όρου ενώ στην εστίαση είναι χαμηλότεροι κατά 63% και στο λιανικό εμπόριο χαμηλότεροι κατά 23% του μέσου όρου.
    Ο κύριος όγκος των θέσεων εργασίας που καταγράφει το ΕΡΓΑΝΗ αφορά το καθεστώς πλήρους απασχόλησης (67,7%), μέγεθος που όμως υποχωρεί ελαφρά τα τελευταία δύο χρόνια (2016-2017) ενώ το μερίδιο των θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης αυξάνεται ελαφρά και πλέον διαμορφώνεται στο 28,4%.
    Κάθε θέση εργασίας που δημιουργείται δεν ταυτίζεται με έναν μοναδικό απασχολούμενο, καθώς ενδεικτικά ένας εργαζόμενος μπορεί να δουλεύει σε 2 ή και 3 θέσεις μερικής απασχόλησης.
Έτσι διατηρείται χαμηλός ο εθνικός δείκτης απασχόλησης (55% έναντι 69% στην Ε.Ε). Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο παρά την αύξηση του αριθμού των θέσεων εργασίας συνολικά ο αριθμός των εργαζόμενων σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ παραμένει κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα.

(in.gr)