Άνδρες, μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας, χωρίς ανώτερη εκπαίδευση, που ενημερώνονται κυρίως από το διαδίκτυο και μπορεί να ανησυχούν λόγω κάποιου προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζουν, είναι πιο πιθανό να στέκονται με δισταγμό απέναντι στο εμβόλιο κατά της COVID-19.
Αυτό προκύπτει από έρευνα επιστημόνων της Πνευμονολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σε 5.369 πολίτες, που απάντησαν σε ερωτηματολόγια μέσω διαδικτύου. Μεγαλύτερα ποσοστά εμβολιασμού παρουσίασαν οι γυναίκες, οι απόφοιτοι ανώτερων εκπαιδευτικών βαθμίδων και οι εκπρόσωποι των νεότερων γενεών.
Οι 7 στους 10 ερωτηθέντες δήλωσαν πως είχαν κάνει έστω μια δόση του εμβολίου την περίοδο της έρευνας (τέλη Νοεμβρίου). Η έρευνα καταγράφει μεγάλα ποσοστά διστακτικότητας απέναντι στο εμβόλιο μεταξύ των συμμετεχόντων άνω των 57 ετών, καθώς και όσων έχουν κάποιο υποκείμενο νόσημα, δηλαδή αυτών που κινδυνεύουν περισσότερο από βαριά νόσο.
Τα ευρήματα φανερώνουν, επίσης, τη σύγχυση που έχουν προκαλέσει στην πλειονότητα των πολιτών τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αναδυόμενων κάθε φορά παραλλαγών του ιού και η αποτελεσματικότητα των εμβολίων απέναντί τους.
Εμβολιασμένοι και μη ανά ηλικία
Από τα 5.369 συμπληρωμένα ερωτηματολόγια, τα 3.811 αφορούσαν γυναίκες (71%) και τα 1.558 άνδρες (29%). Το ηλικιακό φάσμα των συμμετεχόντων ήταν από 18 ως 75 ετών.
Το 29,6% (1.591) δήλωσαν επίπεδο βασικής εκπαίδευσης, ενώ το 70,4% (3.778) ανέφεραν ότι είχαν αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο.
Οι 3.730 (69,5%) δήλωσαν ότι είχαν λάβει τουλάχιστον μία δόση του εμβολίου κατά της COVID-19 και οι 1.639 (30,5%) ανέφεραν ότι δεν είχαν εμβολιαστεί. Το 46,5% των μη εμβολιασμένων είπε ότι φοβόταν το εμβόλιο.
Ανεμβολίαστοι είναι το 37,4% των ανδρών και το 27,7% των γυναικών. H πλειονότητα όσων δήλωσαν πως δεν έχουν εμβολιαστεί ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 57 – 75 και ακολουθούν κλιμακωτά οι νεότερες, 41 - 56, 25 - 40 και 18 - 24.
Από τους 1.591 που δήλωσαν πως έχουν βασική εκπαίδευση δεν έχουν εμβολιαστεί οι 667 (ποσοστό 41,9%). Στους απόφοιτους ανώτατης εκπαίδευσης το ποσοστό ανεμβολίαστων περιορίζεται στο 25,7% (972 στους 3.778).
Παράγοντες επιρροής
Μεγαλύτερο ποσοστό εμβολιασμένων ανέφερε ως παράγοντα επιρροής τα ΜΜΕ σε σχέση με τους μη εμβολιασμένους, ενώ σε διπλάσια ποσοστά συγκριτικά επηρεάστηκαν από την εργασία, τις κοινωνικές τους συναναστροφές και την οικογένεια. Στον αντίποδα, μεγαλύτερο ποσοστό μη εμβολιασμένων ανέφερε την κατάσταση της υγείας του ως βασικό παράγοντα επιρροής σε σχέση με τους εμβολιασμένους.
Πάνω από τους μισούς πολίτες και των δύο κατηγοριών δήλωσαν ως κύρια επιρροή το Διαδίκτυο. Προφανώς όμως είναι αποδέκτες πληροφόρησης από διαφορετικές διαδικτυακές πηγές, καθώς το Διαδίκτυο ιεραρχεί και εμφανίζει στον καθένα διαφορετικές πληροφορίες, σχετικές με το περιεχόμενο που αναζητά ο χρήστης μέσω των μηχανών αναζήτησης.
Εντύπωση προκαλεί, επίσης, το 51,3% των μη εμβολιασμένων που ανέφεραν ως πηγή επιρροής την κυβέρνηση. Το συγκεκριμένο εύρημα θα μπορούσε ίσως να ερμηνευτεί ως αντίδραση απέναντι σε ένα μέρος των κυβερνητικών αποφάσεων και σε πολλές φορές αντιφατικά μηνύματα που εξέπεμψαν οι τοποθετήσεις πολιτικών για την εκστρατεία εμβολιασμού.
Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων (5.294 άτομα ή ποσοστό 98,6%) δήλωσαν θετικοί απέναντι στα βασικά παιδικά εμβόλια. Το 65% ανέφερε πως φοβάται πιθανή σοβαρή νόσηση από COVID-19.
Όπως επισημαίνει η υπεύθυνη της μελέτης, βιοχημικός - βιοτεχνολόγος και εξωτερική συνεργάτιδα της Πνευμονολογικής Κλινικής του ΠΓΝΛ, Δήμητρα Μουλιού, παρά τον υψηλό κίνδυνο για σοβαρή COVID-19 λοίμωξη που διατρέχουν όσοι έχουν κάποιο υποκείμενο νόσημα, η κατάσταση της υγείας έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο ως παράγοντας επιρροής σε όσους αποφάσισαν να μην εμβολιαστούν, και μάλιστα ακόμη μεγαλύτερο στις μεγαλύτερες και πιο ευάλωτες ηλικίες.
Η ίδια παρατηρεί, επίσης, πως πάνω από τους μισούς εμβολιασμένους απάντησαν πως έκαναν το εμβόλιο για να αποφύγουν τη λοίμωξη από τον ιό SARS-CoV-2. Το γεγονός καταδεικνύει, όπως αναφέρει, το επίπεδο της λανθασμένης πληροφόρησης, καθώς το αποτέλεσμα του εμβολιασμού είναι η ανάπτυξη επαρκών τίτλων αντισωμάτων για την αποφυγή σοβαρής COVID-19 λοίμωξης ή/και η εισαγωγή στη ΜΕΘ.
Βασίλης Ιγνατιάδης (iatronet.gr)