Ένας στους τρεις ασθενείς που νοσηλεύτηκε με κορωνοϊό στην Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας εμφάνισε συμπτώματα long COVID που συνέχισαν να τον ταλαιπωρούν επί μήνες. Μεγάλο μέρος των ασθενών βρίσκονται στις παραγωγικές ηλικίες των 40 ως 50 ετών και το 40% αυτών δεν είναι σε θέση να επιστρέψει στην εργασία του ακόμα και έξι μήνες μετά το εξιτήριο, με προφανείς κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Μελέτη του Εργαστηρίου Εργοσπιρομετρίας και Πνευμονικής Αποκατάστασης της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κατέδειξε τον καταλυτικό ρόλο της σωματικής άσκησης στην αποκατάσταση. Όσοι ακολούθησαν συστηματικά το συγκεκριμένο και εξατομικευμένο ασκησιολόγιο που τους υποδείχτηκε είχαν επιστρέψει στην προ COVID λειτουργικότητά τους στο εξάμηνο από το εξιτήριο.

Ο Βασίλειος Σταύρου, κλινικός εργοφυσιολόγος, επιστημονικός συνεργάτης της Πνευμονολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και υπεύθυνος του Εργαστηρίου, μιλά στο iatronet.gr για τα ευρήματα των μελετών.

Παρακολούθηση και ένταξη αναπνευστικών ασθενών

Το Εργαστήριο Εργοσπιρομετρίας και Πνευμονικής Αποκατάστασης αξιολογεί τους αναπνευστικούς ασθενείς που παρακολουθούνται από Ιατρείο Long COVID μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο ή προσέρχονται σε αυτό έχοντας συμπτώματα long COVID χωρίς να έχουν νοσηλευτεί. Από το πρώτο κιόλας στέλεχος του ιού, καταγράφει την φυσική κατάσταση των ασθενών, την ποιότητα του ύπνου τους και τον χρόνο αντίδρασής τους. Επίσης, μέσα από συγκεκριμένα ερωτηματολόγια, αξιολογείται η γνωστική τους λειτουργία, καθώς και η ικανότητά τους για επιστροφή στην εργασία. Η πρώτη παρακολούθηση γίνεται στις πρώτες 2-3 εβδομάδες μετά την αρνητικοποίηση και ο επανέλεγχος 6 μήνες μετά.

Η αρχική αξιολόγηση γίνεται με την εξάλεπτη δοκιμασία βάδισης. «Με βάση την απόσταση που διανύει ο ασθενής, ποια καρδιακή συχνότητα θα έχει και ποια αρτηριακή πίεση στη μέγιστη προσπάθεια, δηλαδή στην ολοκλήρωση της δοκιμασίας, τους εντάσσουμε σε ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα άσκησης, με συγκεκριμένη διάρκεια και σε συγκεκριμένη ένταση, υπολογιζόμενη από την καρδιακή συχνότητα, συν τα συμπτώματα που μπορεί να εμφανίσουν, όπως η δύσπνοια και η κόπωση κάτω άκρων», εξηγεί ο κ.Σταύρου. Το Εργαστήριο έχει δώσει στην Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία οδηγίες με τα είδη άσκησης (περπάτημα σε εξωτερικό χώρο ή σε διάδρομο, ποδήλατο, αντιστάσεις, αναπνευστικές ασκήσεις), προσαρμοσμένα στις δυνατότητες και τη λειτουργικότητα του ασθενή.

Παράλληλα, γίνεται αξιολόγηση της μυικής δύναμης του ασθενή, μέσω της δύναμης χειρολαβής, ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την καθημερινή λειτουργικότητα του ατόμου και την πρακτική του δυνατότητα π.χ. να κουβαλά μια σακούλα με ψωμί και γάλα από το φούρνο ως το σπίτι του.

Σε άτομα που δείχνουν να έχουν χαμηλό χρόνο αντίδρασης σε οπτικό και μυικό ερέθισμα, συνδυαστικά με μια έκπτωση στη γνωστική τους λειτουργία, δίνεται ασκησιολόγιο με ασκήσεις μνήμης και χρόνου αντίδρασης. «Στόχος είναι να αρχίσει σιγά – σιγά να απομακρύνεται αυτό το brain fog, η θολούρα στη σκέψη του δεν θυμάμαι, που είναι πολύ συχνό σε ασθενείς με long COVID», εξηγεί ο εργοφυσιολόγος.

Δύο μελέτες του Εργαστηρίου κατέδειξαν τον κρίσιμο ρόλο της άσκησης στη βελτίωση των συμπτωμάτων δύσπνοιας και κόπωσης –βασικά χαρακτηριστικά της long COVID. Όσο πιο συστηματική ήταν η εκτέλεση του προγράμματος που υποδείχτηκε από τους ειδικούς τόσο μεγαλύτερη ήταν η αποκατάσταση των ασθενών, μέχρι την πλήρη αναφορά στην προ COVID λειτουργικότητά τους.

Πιο σοβαρά όσοι δεν νοσηλεύτηκαν

Η πρώτη μελέτη αξιολόγησε τη λειτουργικότητα και την πορεία αποκατάστασης ασθενών με long COVID που είχαν νοσηλευτεί στο νοσοκομείο, αλλά και ασθενών που δεν είχαν νοσηλευτεί.

«Και οι δύο ομάδες έχουν βελτίωση στη δύσπνοια και στην κόπωση με την άσκηση, αλλά το πιο σημαντικό εύρημα είναι ότι τα άτομα τα οποία δεν νοσηλεύτηκαν, πριν την περίοδο της αποκατάστασης, είχαν πολύ υψηλό αίσθημα δύσπνοιας και κόπωσης και αποκορεσμό μετά την 6λεπτη δοκιμασία βάδισης», λέει ο κ.Σταύρου. Σύμφωνα με τον ίδιο, το γεγονός αποδίδεται αφενός στο ότι δεν λάμβαναν κάποια φαρμακευτική αγωγή, όπως οι ασθενείς που νοσηλεύτηκαν. Αφετέρου στο ότι δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τα συμπτώματά τους και αναγκάζονταν να μένουν στο σπίτι χωρίς να κάνουν κάποια άλλη δραστηριότητα και μετά την αρνητικοποίησή τους.

Πλήρης επαναφορά με την άσκηση

Στη δεύτερη μελέτη, 20 ασθενείς εντάχθηκαν σε πρόγραμμα μη εποπτευόμενης άσκησης. «Αξιολογήσαμε τους ασθενείς μας και τους δώσαμε ασκησιολόγιο με οδηγίες μέσω οπτικοακουστικού υλικού. Κάθε εβδομάδα είχαμε ένα feedback μέσω τηλεφωνημάτων και βιντεοκλήσεων», σημειώνει ο κ.Σταύρου και συμπληρώνει: «Παρατηρήσαμε ότι σε ένα πάρα πολύ μικρό χρονικό διάστημα –μόλις σε οκτώ εβδομάδες- είχαμε μια πολύ σημαντική μείωση των συμπτωμάτων στους ασθενείς αυτούς. Και στο εξάμηνο είχαν επανέλθει στα προ COVID επίπεδα. Δεν είχαν ούτε έκπτωση αναπνευστική, ούτε δύσπνοια, ούτε κόπωση, είχαν επανέλθει δηλαδή και γνωστικά σε μια καλή κατάσταση».

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εργαστηρίου, περίπου ένας στους τρεις ασθενείς που νοσηλεύτηκε εμφάνισε συμπτώματα long COVID, ποσοστό που συμφωνεί με τη διεθνή βιβλιογραφία (30% με 40% ανά περιοχή). «Σε μεγάλο ποσοστό τα άτομα που είναι εγγεγραμμένα στη βάση δεδομένων μας είναι άτομα παραγωγικής ηλικίας, δηλαδή 40 – 50 ετών κατά μέσο όρο. Άλλη μελέτη που έχουμε κάνει για την επιστροφή τους στην εργασία, έδειξε ότι σε ένα ποσοστό περίπου 40% δεν είναι ικανοί να επιστρέψουν στην προηγούμενη εργασία τους μετά τον επανέλεγχο στο εξάμηνο. Ανάλογα με τις υποχρεώσεις που έχει κάποιος στην εργασία, καταλαβαίνει κανείς πόσο επιζήμιο είναι κάτι τέτοιο», καταλήγει.

Bασίλης Ιγνατιάδης (iatronet.gr)