Μία είδηση που δύσκολα μπορείς να πιστέψεις -«Σε κρίσιμη κατάσταση 55χρονη γυναίκα που έπεσε θύμα ξυλοδαρμού από τον 30χρονο γιο της»- και μια συνέχεια τόσο σκληρή όσο η μοίρα των δύο τραγικών αυτών προσώπων: «Κατέληξε η 55χρονη που ξυλοκοπήθηκε άγρια από τον γιο της».
Σε κάποιο μικρό χωριό του Δήμου Κιλελέρ τα νέα παγώνουν πρόσωπα και χρόνο. Οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού θυμούνται τη Μίνα, τη χαμογελαστή γυναίκα με τη «χρυσή καρδιά και τα μεγάλα βάσανα».
Κάποια από τις γυναίκες του χωριού δεν μπορεί να σταματήσει τα δάκρυά της. Μοιάζει σαν να ’ναι χθες που μιλούσε με τη Μίνα, που κανόνιζαν να πιουν έναν καφέ μετά τη δουλειά στα κτήματα, που έλεγαν ότι τα δύσκολα θα περάσουν και ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες για όλους.
Μοιάζει σαν να μην πέρασε πολύς καιρός από τότε που η Μίνα επέστρεψε σ’ αυτό εδώ το χωριό για να μείνει για πάντα, δεν μπορεί να ’φυγε έτσι ξαφνικά: «Τη θυμάμαι μικρή. Ενα κοριτσάκι όλο ζωή, ένα παιδί που είχε τρελή αδυναμία στον πατέρα του. Την ίδια αδυναμία τής είχε και εκείνος», λέει η γυναίκα και συνεχίζει: «Η οικογένειά της ήταν από τις καλύτερες του χωριού. Ανθρωποι αξιοσέβαστοι και νοικοκυραίοι. Είχαν κτήματα, ήταν ευκατάστατοι, αλλά κυρίως πολύ αγαπημένοι.
Η Μίνα ονειρευόταν πάντα να κάνει μια μεγάλη οικογένεια με πολλά παιδιά. Ο Θεός τής χάρισε δύο: πρώτα μία κόρη και έπειτα έναν γιο. Οταν παντρεύτηκε κάποιον άνδρα από ένα διπλανό χωριό, έφυγε από δω. Εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα. Εκείνος είχε πολύ καλή δουλειά, ήταν εργοστασιάρχης, τίποτα δεν έλειψε ποτέ από την οικογένειά τους».
Ο χωρισμός
Η Μίνα την εποχή εκείνη δεν εργαζόταν. Αφοσιώθηκε στην ανατροφή των δύο παιδιών της, τα οποία, όπως λένε σήμερα οι συγχωριανοί της, ήταν «ο κόσμος της όλος».
Η γυναίκα που μιλάει τα θυμάται μικρά, ο λυγμός της μεγαλώνει: «Ηταν δύο υπέροχα παιδάκια και η Μίνα μία καταπληκτική μάνα. Κατά διαστήματα επισκέπτονταν τη γιαγιά και τον παππού εδώ στο χωριό, η μοναδική φορά που την είδα να χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της ήταν όταν έφυγε από τη ζωή ο πατέρας της, τον οποίο υπεραγαπούσε. Ακόμη κι όταν χώρισε με τον σύζυγό της, χρόνια μετά τον γάμο τους, είπε ότι πρέπει να στυλώσει τα πόδια της και να είναι καλά για τα παιδιά της».
Η Μίνα, παρά το διαζύγιο και τα όσα θέματα ανακύπτουν από αυτό, είναι πράγματι καλά μέχρι τη στιγμή που ο γιος της μπλέκει με το σύμπαν των εξαρτήσεων. Κακές παρέες, ουσίες, προσπάθειες απεξάρτησης, δύναμη, αντοχή, όλα όσα πέφτουν στους ώμους ενός γονιού που βρίσκεται σε παρόμοια θέση, νιώθει να τη λυγίζουν.
Ωστόσο αντέχει. Οχι για την ίδια, αλλά για να δει κάποτε το παιδί της καλά: «Οταν ο μικρός έμπλεξε με τα ναρκωτικά η Μίνα έμενε ακόμη στη Λάρισα. Τότε τα προβλήματα γιγαντώθηκαν. Ο μικρός, ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο παιδί, είχε σοβαρό πρόβλημα.
Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε τελικά να τον βάλει σε κάποιο κέντρο απεξάρτησης στον Βόλο. Πίστευε πως όλα θα πάνε καλά, ότι το πρόβλημα κάποτε θα ξεπεραστεί. Και πράγματι κάποια στιγμή η εξάρτηση του γιου της έμοιαζε πλέον με έναν κακό εφιάλτη που ανήκε στο παρελθόν.
Το παιδί είχε καθαρίσει. Ερωτεύτηκε, έκανε σχέση, τέλειωσε μάγειρας σε ΙΕΚ της Λάρισας, δούλεψε σε ξενοδοχεία της πόλης και αργότερα της Σκιάθου, έκανε γυμναστική, πρόσεχε τη διατροφή του, μπόρεσε να αγαπήσει ξανά τον εαυτό του. Η Μίνα ήταν και πάλι ευτυχισμένη», σημειώνει η γυναίκα που μιλάει για εκείνη μέσα σε λυγμούς.
Πριν από τριάμισι περίπου χρόνια η Μίνα αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό της.
Τα παιδιά είναι πλέον καλά, έχουν φτιάξει τη ζωή τους, η δική της στην πόλη φαντάζει μοναχική, στη γενέτειρά της τα πράγματα ίσως να είναι καλύτερα για εκείνη: «Οταν επέστρεψε εδώ νοίκιασε ένα σπιτάκι γιατί δεν ήθελε να γίνει βάρος στη μητέρα της. Τα οικονομικά ήταν περιορισμένα, δύσκολα τα έφερνε βόλτα, κι έτσι άρχισε να καλλιεργεί κάποια κτήματα που είχε από τον πατέρα της, ενώ κάθε Σαββατοκύριακο εργαζόταν ως καθαρίστρια στο νοσοκομείο της Λάρισας.
Η κόρη της είχε πλέον παντρευτεί, η Μίνα είχε γίνει και γιαγιά, ο γιος της, όπως μας έλεγε, εργαζόταν τελευταία ως σεφ στη Μύκονο», αφηγείται κάποια συγχωριανή της και συνεχίζει: «Το περασμένο φθινόπωρο, όταν τελείωσε η θερινή σεζόν, ο γιος της ήρθε στο χωριό και έμεινε μαζί της. Κάθε φορά ωστόσο που τη ρωτούσα για εκείνον, το πρόσωπό της έμοιαζε να σκοτεινιάζει, φαινόταν πως κάτι την απασχολούσε, αλλά ποτέ δεν μίλησε σε κάποιον γι’ αυτό.
Φωνές και καβγάδες δεν ακούσαμε ποτέ, η γυναίκα ωστόσο δεν φαινόταν καλά. Ηταν απόμακρη, είχε κάποιο πρόβλημα, και αυτό ήταν φανερό διότι η Μίνα ήταν ένας άνθρωπος έξω καρδιά.
Ούτε εκείνος είχε επαφή με τους κατοίκους του χωριού. Ηταν απόμακρος, σχεδόν κλεισμένος στον εαυτό του, μια τυπική “καλημέρα” είχαμε, κι αυτό πολύ ήταν. Εδώ λέγαμε ότι τα ναρκωτικά ίσως και να του είχαν αφήσει κάποιο κουσούρι, κάποια ιδιαιτερότητα που δύσκολα θα διορθωνόταν».
Το ημερολόγιο δείχνει 27 Μαρτίου και το ρολόι λίγο μετά τις 4 το μεσημέρι όταν ο γιος πέφτει με λύσσα πάνω στη μητέρα του χτυπώντας τη δυνατά στο κεφάλι. Πάλι δεν ακούει κάποιος κάτι, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το έγκλημα που εκτυλίσσεται στο σπίτι της Μίνας: «Δεν πήραμε χαμπάρι. Η Μίνα δεν φώναξε, μάλλον ούτε καν αντιστάθηκε στο μένος του παιδιού της, ενός παιδιού που βρισκόταν σίγουρα εκτός εαυτού», λέει κάποια γυναίκα, και συνεχίζει: «Εκ των υστέρων μάθαμε ότι πριν από το κακό η Μίνα είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με την κόρη της. Κανείς δεν γνωρίζει τι είπαν, αλλά όταν το κορίτσι τής τηλεφώνησε ξανά λίγο αργότερα για να δει πώς είναι η μάνα της, στο τηλέφωνο δεν απάντησε κανείς. Υστερα το σήκωσε εκείνος, λέγοντάς της: “Η μαμά δεν είναι καλά. Εχει κάποια αίματα στο κεφάλι”.
Το κορίτσι τρελάθηκε. Ηρθε όπως-όπως στο χωριό, η Μίνα διακομίστηκε σε κρίσιμη κατάσταση στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, το μισό κεφάλι της ήταν διαλυμένο. Ο γιος ήταν αρχικά εξαφανισμένος,
Απ’ ό,τι ξέρουμε, έφυγε από το σπίτι εγκαταλείποντας τη μητέρα του, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του και συνελήφθη μετά από σχεδόν δύο ώρες στην παλιά εθνική οδό Λάρισας-Βόλου στο ύψος της Γαλήνης. Βρισκόταν σε κατάσταση τρέλας, μάλλον δεν είχε ή δεν ήθελε να συνειδητοποιήσει το κακό που είχε κάνει στην ίδια του τη μάνα.
Τότε κάποια στόματα άνοιξαν και άρχισαν να ακούγονται εδώ στο χωριό κάποια παράξενα πράγματα που αφορούσαν στον δράστη, όπως για παράδειγμα ότι άκουγε φωνές, ότι πάλευε με τους δαίμονές του, ότι δεν ήταν καλά. Ηταν μόνιμα κλεισμένος στο σπίτι, είχε παραμελήσει τον εαυτό του, φοβόταν κάτι, ίσως ανύπαρκτο, κανείς δεν ήξερε τι...».
«Ηθελε να τον προστατέψει...»
Τρεις ημέρες αργότερα, και συγκεκριμένα τα ξημερώματα της 30ής Μαρτίου, η Μίνα φεύγει από τη ζωή με την ιατροδικαστική εξέταση να δείχνει, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι η άτυχη γυναίκα «υπέστη σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις από θλον όργανο».
Η κηδεία της έγινε στο κοιμητήριο της Λάρισας παρουσία του στενού οικογενειακού της κύκλου και του πρώην συζύγου της: «Δεν έγινε στο χωριό γιατί η κόρη της την ήθελε κοντά της για να την να κλάψει και για να μπορεί να την “επισκέπτεται” συχνά», λέει κάποια συγχωριανή της και συνεχίζει: «Τώρα καταλάβαμε ότι ο λόγος που η Μίνα είχε κλειστεί τους τελευταίους μήνες τόσο πολύ στον εαυτό της δεν ήταν κανείς άλλος πέρα από το παιδί της. Δεν ήθελε η καημένη να μάθει ο κόσμος πως ο γιος της έχει πρόβλημα.
Ηθελε να τον προστατέψει από τα κουτσομπολιά και από τις κακές γλώσσες. Για κάποιους εδώ στο χωριό, ο νεαρός είναι δολοφόνος. Για κάποιους άλλους, πάλι, ένα δυστυχισμένο πλάσμα που τη στιγμή του κακού δεν καταλάβαινε τι έκανε.
Το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας θρηνήσαμε μια μάνα ηρωίδα κι ένα παιδί που έπεσε θύμα του ίδιου του του εαυτού. Ακούγεται πως ακόμη δεν έχει συνειδητοποιήσει τι έχει κάνει, ότι βρίσκεται σε έναν άλλον κόσμο.
Τη Δευτέρα δεν αποχαιρετήσαμε απλώς μία συγχωριανή μας, αλλά μiα πραγματική αγωνίστρια που έδωσε όλη της τη ζωή για τα παιδιά της. Το ένα από αυτά της τη στέρησε. Οχι όμως επειδή το ήθελε, αλλά διότι δεν καταλάβαινε. Ας τον βοηθήσουν πλέον οι αρμόδιοι. Είμαι βέβαιη πως αυτό είναι το μόνο πράγμα που θα ήθελε η Μίνα από εκεί ψηλά...».
Ρομίνα Ξύδα (protothema.gr)