«Δεν στέκομαι στον αριθμό των κρουσμάτων, δεν μου λέει τίποτα, γιατί είναι ανάλογος των τεστ που γίνονται. Αν κάνουμε 10 εκατομμύρια τεστ θα έχουμε πολύ περισσότερα κρούσματα.
Η καρδιά του προβλήματος στην πανδημία είναι οι νοσηλευόμενοι, οι διασωληνωμένοι και οι θάνατοι», τόνισε ο καθηγητής Πνευμονολογίας του πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής της Πνευμονολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Καθρέφτης» με τον Χρήστο Μιχαηλίδη.
«Έχουμε μπει στην Ελλάδα σε μια διαδικασία διαγνώσεων με τεστ, αλλά οι κλινικές μας είναι γεμάτες και οι άνθρωποι που έρχονται είναι ανεμβολίαστοι και συνήθως πάνω από 50-60 ετών, που πήγαν διακοπές και όταν γύρισαν δεν εμβολιάστηκαν», επεσήμανε.
«Δεν είναι πρόβλημα το εάν έχω στη μύτη μου κορονοϊό και αν κολλήσω έναν εμβολιασμένο που θα το περάσει στο πόδι σαν κοινό κρυολόγημα. Απλώς παρασυρόμαστε από την ανακοίνωση μεγάλου αριθμού κρουσμάτων, αγνοούμε πόσα τεστ έχουν γίνει, και ασχολούμαστε με αυτό», εξήγησε ο ίδιος.
Πρόσθεσε, δε, ότι το πρόβλημα σε αυτή τη φάση είναι οι αντοχές του συστήματος Υγείας κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην κατάρρευση μπροστά στην κάμερα του υπεύθυνου της κλινικής COVID του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, για τον οποίο είπε ότι έκανε τρεις συνεχόμενες ημέρες εφημερία.
Πρόσθεσε, δε, ότι και στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας υπάρχει το ίδια πρόβλημα, παράλληλα με τη λειτουργία του ιατρείου post covid και τους ασθενείς με άλλα σοβαρά νοσήματα.
«Σε αυτή τη φάση θα έπρεπε να έχει ενισχυθεί το σύστημα Υγείας. Δεν περίμενε κανείς ότι θα είχαμε μια τέτοια έξαρση της πανδημίας κυρίως γιατί ένα 20% των ξεροκέφαλων συνανθρώπων μας άνω των 60 ετών που είναι ανεμβολίαστοι», υπογράμμισε ο κ. Γουργουλιάνης.
«Πήγα να κάνω την τρίτη δόση πριν λίγες ημέρες και δεν υπήρχε κανένας εγγεγραμμένος για πρώτη και δεύτερη δόση. Δεν βλέπω καμιά βελτίωση σε αυτό», δήλωσε.
Επανέλαβε ότι «τα εμβόλια δεν τα κάνουμε για να μην κολλάει κάποιος. Το εμβόλιο γίνεται για να μην περνάς βαριά τη νόσο, και να μη χρειάζεσαι νοσηλεία», σημειώνοντας ότι «τα εμβόλια κατά του κορονοϊού έχουν ποσοστά προστασίας πολύ καλύτερα από εμβόλια για άλλες ασθένειες».
«Το να βρεις στη μύτη κάποιου ότι έχει κορονοϊό ή κομμάτια κορονοϊού, δεν σημαίνει ότι νοσεί κιόλας. Αυτό τον καιρό έχω κατακλυστεί από τηλεφωνήματα φίλων οι οποίοι- επειδή είχαν λίγο πονοκέφαλο και λίγο συνάχι – βρέθηκαν με κορονοϊό στη μύτη. Η διάρκεια της νόσου είναι μικρότερη.
Μεταδίδει τη νόσο αυτός που φταρνίζεται, που βήχει, που έχει πυρετό και έντονα συμπτώματα, που μπαίνει σε ένα τραμ ή σε μια κοινωνική εκδήλωση. Από την αρχή λέγαμε ότι αυτοί που είναι ασυμπτωματικοί, κατά κανόνα δεν κολλάνε, ή κολλάνε πολύ λιγότερο. Αυτό ζούμε και τώρα.
Δεν έχει σημασία πόσο έχει στη μύτη του, σημασία έχει πόσο βαριά νόσο κάνει, πόσο έντονα συμπτώματα, πόσο βήχει πάνω στους συνανθρώπους του. Πιστέψτε με, οι εμβολιασμένοι περνάνε στη συντριπτική τους πλειοψηφία πολύ ήπια τη νόσο», πρόσθεσε ο καθηγητής Πνευμονολογίας.