Την ολοκλήρωση ενός σημαντικού γύρου ενίσχυσης των δεσμών Ελλάδας και ΗΠΑ σηματοδοτεί η επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στην Αθήνα την ερχόμενη Παρασκευή.
Επιστέγασμα αποτελεί η νέα συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας, την οποία αναμένεται να υπογράψει με τον Ελληνα ομόλογό του Νίκο Δένδια το Σάββατο, οπότε θα συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και, εν συνεχεία, με τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Νίκο Παναγιωτόπουλο.
Η ανοιχτή σε βάθος χρόνου νέα συμφωνία ανοίγει τον δρόμο για αμερικανικές επενδύσεις σε ελληνικές στρατιωτικές υποδομές και, ενδεχομένως, για την παραχώρηση και κάποιων εξοπλισμών.
Ωστόσο, η ευρύτερη διάσταση αφορά το παιχνίδι που φαίνεται ότι ανοίγεται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Η διεύρυνση του αμερικανικού αποτυπώματος στην ελληνική επικράτεια, και δη στη Σούδα, στη Λάρισα, στο Στεφανοβίκειο και στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, δημιουργεί προϋποθέσεις για στενότερη συνεργασία σε πολλαπλά επίπεδα, ενώ από την ελληνική πλευρά γίνεται αντιληπτό και ως πρακτικό μέρος ενός πλαισίου ευρύτερων διασφαλίσεων.
Σημαντικότερη παράμετρος είναι αυτή της χρονικής διάρκειας της συμφωνίας, η οποία θα είναι ανοιχτή, με δικαίωμα ακύρωσης μόνον εφόσον καταγγελθεί από τη μία ή την άλλη πλευρά.
Δεδομένου ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε αφήσει αυτή τη συζήτηση στα έξι χρόνια διάρκειας της συμφωνίας, καθίσταται σαφές πως από τον Ιούλιο μέχρι και την Τρίτη, όταν ολοκληρώθηκαν οι τεχνικές λεπτομέρειες ανάμεσα στις αντιπροσωπείες των δύο χωρών, άλλαξαν ορισμένες πτυχές. Ισως η πλέον σημαντική διαφοροποίηση της νέας συμφωνίας, σε σύγκριση με την έως τώρα ισχύουσα συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας (MDCA), αφορά τον ρόλο της Βουλής. Από το 1990, οπότε υπογράφηκε η MDCA, μέχρι σήμερα, η ανανέωση γινόταν σχεδόν αυτόματα.
Στο εξής, οποιαδήποτε τροποποίηση θα πρέπει να περνάει μέσα από τη Βουλή, να εγκρίνεται κοινοβουλευτικά. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είχε στηρίξει την υλοποίηση αυτής της συμφωνίας, είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα έβρισκε λόγο να την καταψηφίσει, όπως άλλωστε και το ΚΙΝΑΛ.
Επί της ουσίας, τα δύο βασικά συστατικά στοιχεία για την Ελλάδα αφορούν το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και τις επενδύσεις σε υποδομές και στην υψηλή τεχνολογία.
Στην πρώτη περίπτωση, η Αθήνα επιθυμεί τη μόνιμη παρουσία των Αμερικανών σε μια ευαίσθητη περιοχή.
Παράλληλα, η χρήση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης εξυπηρετεί τις ΗΠΑ, καθώς αποκτούν γρήγορη παράκαμψη των Στενών για τη μετακίνηση των δυνάμεών τους από τη Μεσόγειο προς την Ανατολική Ευρώπη και τη Βαλτική, μέσα από χώρες-μέλη του NATO.
Η κίνηση αυτή «κλειδώνει» γεωγραφικά την Ελλάδα σε μια σειρά συμμαχικών χωρών που ξεκινούν από τη Βαλτική και φθάνουν μέχρι το Αιγαίο (Πολωνία, Σλοβακία, Ρουμανία, Βουλγαρία), μετατρέποντάς τη σε πολύ σημαντικό κρίκο των κρατών (frontier states) που βρίσκονται ουσιαστικά ανάμεσα στις παραδοσιακές, μεγαλύτερες ηπειρωτικές δυνάμεις της Ευρώπης και την Ευρασία.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι απολύτως σαφές ότι οι Αμερικανοί προτιμούν να δουν την Ελλάδα να είναι ο βασικός πάροχος ασφαλείας και στα νέα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ στην περιοχή, με πλέον ενδεικτικό παράδειγμα τη Βόρεια Μακεδονία.
Στη δεύτερη περίπτωση, η Ελλάδα ευελπιστεί ότι οι αμερικανικές επενδύσεις στις ελληνικές υποδομές (κυρίως σε αεροδρόμια) θα συμπαρασύρουν και την εγχώρια αμυντική βιομηχανία στο μέλλον.
Αυτό αφορά, βεβαίως, τον τομέα των μη επανδρωμένων αεροχημάτων (UAV) και των drones, τομέας ο οποίος είναι απολύτως συνδεδεμένος με την αιχμή των τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά και την εξαιρετική ανάπτυξη που έχει γνωρίσει στη γειτονική Τουρκία.
Εν ολίγοις, η Αθήνα δεν διεκδικεί απλά την υπενοικίαση ή και αγορά των UAV τύπου MQ-9 που σταθμεύουν στη Λάρισα, αλλά και την απόκτηση τεχνολογίας που θα δημιουργήσει δευτερεύουσες υποδομές για την ανάπτυξη νέων ή τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων ελληνικής κατασκευής UAV. Στον τομέα της τεχνολογίας, η Αθήνα επιθυμεί, ακόμη, να επενδύσει και στην καταπολέμηση του κυβερνοπολέμου.
Παράλληλα, οι Αμερικανοί αναμένεται να επενδύσουν, προκειμένου τα ελληνικά αεροδρόμια να γίνουν κατάλληλα για την υποδοχή μεγαλύτερων αεροπορικών μονάδων από αυτές που μπορούν τώρα, όπως είναι τα ιπτάμενα τάνκερ KC-135, τα οποία αυτή τη στιγμή δύσκολα μπορούν να εξυπηρετηθούν από τις υπάρχουσες δομές.
Το έτερο στοιχείο της αμερικανικής εμπλοκής σε ζητήματα ελληνικού στρατηγικού ενδιαφέροντος αφορά τη στήριξη που παρέχουν οι ΗΠΑ στο σχήμα τριμερούς συνεργασίας Ελλάδας, Κυπριακής Δημοκρατίας και Ισραήλ.
Παρά το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η πολιτική κατάσταση στο Ισραήλ παραμένει ρευστή, είναι απολύτως σαφές πως τόσο ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου όσο και ο Μπένι Γκαντζ θα πρέπει να καταλήξουν σύντομα σε συμφωνία για τη συγκρότηση νέας κυβέρνησης.
Το Ισραήλ δεν είναι μια χώρα που έχει την πολυτέλεια να προχωρήσει και σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση προκειμένου να αποκτήσει κυβέρνηση. Παρά τις αναταράξεις αυτού του τύπου, οι τρεις χώρες εξακολουθούν να στηρίζουν σθεναρά την προώθηση του σχεδίου για την κατασκευή του αγωγού EastMed. Εκτιμάται πως υπάρχει συμφωνία και για την ανανέωση των συζητήσεων γι’ αυτό και με τη νέα κυβέρνηση της Ιταλίας.
Η διμερής με Ισραήλ
Η αποχώρηση του Ματέο Σαλβίνι από τον κυβερνητικό συνασπισμό και η συγκρότηση μιας σαφώς πιο φιλοευρωπαϊκής κυβέρνησης ίσως αποτελεί ευκαιρία για επάνοδο της Ιταλίας στο σχέδιο του EastΜed, το οποίο δεν προχωρούσε για λόγους κυρίως τοπικιστικούς.
Σε κάθε περίπτωση, η δυναμική που έχει αναπτύξει η διμερής σχέση Ελλάδας και Ισραήλ φαίνεται πως δεν επηρεάζεται από τις πολιτικές εξελίξεις, αντιθέτως, αποτελεί μοχλό κινητοποίησης και για άλλους.
Δεν είναι καθόλου τυχαία η επίμονη και, πλέον, ολοένα και πιο εμφανής προσπάθεια της Γαλλίας να δραστηριοποιείται στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε περίπτωση, μάλιστα, που προχωρήσει η συμφωνία ανάμεσα σε Παρίσι και Αθήνα για την προμήθεια δύο φρεγατών τύπου FTI (οι αποκαλούμενες Belh@rra), θα δημιουργηθεί ένας εξαιρετικά στενός δεσμός, καθότι μια τέτοια επιλογή πρακτικά θα καθορίσει και τον συνολικότερο προσανατολισμό του Πολεμικού Ναυτικού κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Βεβαίως, όλες αυτές οι κινήσεις έμμεσης αποτροπής και διατήρησης μιας ελάχιστης ισορροπίας δυνάμεων είναι αμφισβητήσιμης αξίας, εάν δεν λειτουργήσει ένας επαρκής διπλωματικός δίαυλος.
Η πρώτη, διερευνητική, συνάντηση ανάμεσα στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και στον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οργανωμένη πολύ προσεκτικά, δημιουργεί την αισιοδοξία για μια επαγγελματική διπλωματική διαχείριση των σχέσεων με την Αγκυρα.
Δίχως, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι η Αθήνα μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η επόμενη στροφή του κ. Ερντογάν, σε μια περίοδο λίγο πριν η Αγκυρα εμπλακεί πιο βαθιά στη Συρία.
Η αμφίσημη και, ακόμη, όχι σαφής στάση της Αγκυρας έναντι των ΗΠΑ, η εύθραυστη οικονομία της, αλλά και οι εξαιρετικά ριψοκίνδυνοι διπλωματικοί ακροβατισμοί της στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική δημιουργούν κινδύνους δρομολόγησης εξελίξεων που ίσως οδηγήσουν οριστικά σε ένα περιβάλλον νέων ισορροπιών στην περιοχή.
Μικρή κινητικότητα στο Κυπριακό
Παρά τις υφιστάμενες πρακτικές δυσκολίες, οι οποίες συνδέονται κατά κύριο λόγο με την τουρκική δραστηριότητα εντός της κυπριακής ΑΟΖ, κινούμενος εντός ενός πλαισίου διεθνών πιέσεων, ο γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες επιχειρεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό.
Ουσιαστικά, στη Νέα Υόρκη συμφωνήθηκε να προχωρήσει μια τριμερής υπό τον κ. Γκουτέρες, που, υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια άτυπη πενταμερή, με τη συμμετοχή Ελλάδας, Τουρκίας και Ηνωμένου Βασιλείου, και αντικείμενο την ακανθώδη εξωτερική πτυχή, δηλαδή την ασφάλεια και τις εγγυήσεις.
Η απουσία του Κυπριακού από τη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αντικατοπτρίζει σε σημαντικό βαθμό και τη γενικότερη δυσκολία του θέματος.

BAΣΙΛΗΣ ΝΕΔΟΣ (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)