Με ευλάβεια, τηρώντας έθιμα και παραδόσεις αιώνων γιόρταζαν και γιορτάζουν ακόμα και σήμερα σε κάποια χωριά, οι κάτοικοι της Περιφερειακής Ενότητας Καρδίτσας, το Μεγάλο Σάββατο και το Πάσχα. Οδηγό σε αυτές τις όμορφες οικογενειακές, ζεστές εποχές έχουμε το βιβλίο που έχει τίτλο «Καταγραφή και ανάδειξη της αγροτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Καρδίτσας» έκδ. Κέντρου Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας Καρδίτσας «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ», εκτ. Εκτυπωτική Καρδίτσας, 2021, σ. 312.
Πρωί-πρωί το Μ. Σάββατο οι χριστιανοί πήγαιναν στην εκκλησία να μεταλάβουν και γέμιζαν τα γκιούμια με καθαρό νερό από τη βρύση του χωριού. Αργότερα πήγαιναν τα φωτίκια στα βαφτιστήρια και ο νονός τη λαμπάδα, τα παπούτσια, την κουλούρα και πέντε αυγά στην κουμπάρα τη νιόπαντρη. Την παραμονή της Ανάστασης, τα μεσάνυχτα, η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε χαρμόσυνα καλώντας τους χριστιανούς στην εκκλησία, για να ψάλλουν όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη» και να πάρουν το αναστάσιμο φως από τη λαμπάδα του παπά.
Την ώρα που έβγαινε στην ωραία Πύλη γινόταν μεγάλος χαμός για το ποιος θα έπαιρνε πρώτος το φως, γιατί θεωρούνταν τυχερός και αυτός και η οικογένειά του. Μετά τη θεία λειτουργία μεταλάβαιναν και κατόπιν οι γυναίκες μοίραζαν έξω από την εκκλησία κόκκινα αυγά και τσούγκριζαν λέγοντας «Χριστός Ανέστη» και «Αληθώς Ανέστη». Ποτέ δεν τσούγκριζε πρώτος ο μικρότερος αλλά ο μεγαλύτερος. Ήταν ζήτημα σεβασμού.
Στα Αγραφιώτικα χωριά μετά την αναστάσιμη ακολουθία, τις πρώτες ώρες της Κυριακής, γινόταν το κάψιμο του «αφανού», ενώ το απόγευμα γινόταν ο χορός των ανύπαντρων κοριτσιών. Τη Δευτέρα του Πάσχα πραγματοποιούνταν τα Σίγνα, ένα πανάρχαιο θρησκευτικό έθιμο, που σήμερα πραγματοποιείται σε πολύ λίγα χωριά (Κρυονέρι, Κερασιά και Ρεντίνα). Την Τρίτη μέρα του Πάσχα γινόταν ο Διπλός χορός, αντιπροσωπευτικός των Χωριών των Αγράφων.
Φεύγοντας από την εκκλησία έπαιρναν το αναστάσιμο φως στα σπίτια τους και πριν μπουν μέσα, έκαναν στο επάνω μέρος της εισόδου του σπιτιού με τη λαμπάδα έναν σταυρό. Στη συνέχεια η γιαγιά άναβε το καντήλι του εικονίσματος και αφού έπεφταν και κάποιες ντουφεκιές, έτρωγαν τη μαγειρίτσα ή τα γεμίδια. Πρωί, πρωί σούβλιζαν τα αρνιά, άναβαν τη φωτιά με δεμάτια από κληματόβεργες και άρχιζε το ψήσιμο των αρνιών. Συνήθως έψηναν δυο τρεις μαζί, συγγενείς ή γείτονες.
Τη μέρα του Πάσχα τραγουδούσαν, χόρευαν, αντάλλασαν ευχές και τσούγκριζαν τα ποτήρια συγγενείς και φίλοι, τρώγοντας τα μεζεδάκια που ετοίμαζε η νοικοκυρά. Ακολουθούσε το κοκορέτσι και στη συνέχεια στρωνόταν το Πασχαλιάτικο τραπέζι, για να υποδεχτεί το ψημένο αρνάκι, την πηγμένη από την νοικοκυρά γιαούρτη, τη μαρουλοσαλάτα, το τυρί και τα κόκκινα αυγά.
Πριν αρχίσουν το φαγητό, η νιόπαντρη νύφη προσκυνούσε τρεις φορές και φιλούσε τα χέρια των μεγαλυτέρων. Το απόγευμα χτυπούσε πάλι η καμπάνα καλώντας τους χριστιανούς στην εκκλησία. Το ίδιο επαναλαμβανόταν και τη Δεύτερη και την Τρίτη μέρα της Πασχαλιάς.
Μετά το τέλος της λειτουργίας στα καραγουνοχώρια έβγαιναν στο χοροστάσι, την κεντρική πλατεία του χωριού ή στο προαύλιο της εκκλησίας, όπου οι γυναίκες χόρευαν κατά αυστηρή ηλικιακή σειρά τα σεργιάνια. Μόλις τελείωναν τα σεργιάνια, εσωτερικά του κύκλου χόρευαν και οι άνδρες με το γραμμόφωνο στην αρχή και στη συνέχεια με τα όργανα. Οι παραγγελιές των τραγουδιών γίνονταν πάντα από τους άνδρες, αφού αυτοί διέθεταν τη «χαρτούρα» για το κέρασμα των μουσικών. Μόλις έπαιρνε να βραδιάζει, γύριζαν στα σπίτια τους.
Μέχρι σήμερα, όταν πλησιάζουν οι Πασχαλιάτικες αυτές ημέρες ο νους μου, τονίζει η πρόεδρος του Κέντρου Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ» Καρδίτσας, και συγγραφέας Βασιλική Κοζιού-Κολοφωτιά, γυρίζει πίσω στα ξέγνοιαστα παιδικά μου χρόνια και σε όλα αυτά τα έθιμα και τις δοξασίες που πέρασαν από γενιά σε γενιά και που κρατούσαν ενωμένη την κοινότητα κι έδιναν στα μέλη της μια διέξοδο στη δύσκολη ζωή τους. Αν και δύσκολα και στερημένα από πολλά υλικά αγαθά εκείνα τα χρόνια, τα θυμάμαι με νοσταλγία. Πολλές φορές ακούω κιόλας τη φωνή της γιαγιάς μου Βασιλικής και της μάνας μου Σταυρούλας να τραγουδούν τα υπέροχα σεργιάνια αυτής της ημέρας και μαζί τους τα σιγοψιθυρίζω κι εγώ.
Και καταλήγει λέγοντας: «Πολλά από αυτά τα έθιμα διατηρούνται μέχρι και σήμερα, προσαρμοσμένα βέβαια στις νέες συνθήκες ζωής. Άλλα καταργήθηκαν και ξεχάστηκαν, άλλα πάλι αναβιώνουν ή αναπαριστώνται από διάφορους φορείς. Χρέος όλων μας είναι, όλα αυτά τα ιδιαίτερα στοιχεία της θρησκευτικής μας παράδοσης, που άντεξαν στο πέρασμα τόσων χρόνων, να προσπαθήσουμε να τα μεταλαμπαδεύσουμε και στη νέα γενιά, γιατί είναι στοιχεία της εθνικής μας ταυτότητας».
(ΑΠΕ - ΜΠΕ)