Ο Μπασάρ αλ Άσαντ, ο Σύρος πρόεδρος που κληρονόμησε την εξουσία το 2000 με υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις, μόνο για να καταστείλει βάναυσα τους αντιπάλους του σε έναν πόλεμο που κόστισε εκατοντάδες χιλιάδες ζωές, ανατράπηκε σε μια αστραπιαία προέλαση ανταρτών.

Ο Άσαντ εγκατέλειψε τη Δαμασκό καθώς οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης υπό την ηγεσία των ισλαμιστών εισήλθαν στην πρωτεύουσα και έβαλαν τέλος στην κυριαρχία της οικογένειάς του για περισσότερο από μισό αιώνα.

Ο Άσαντ και η οικογένειά του έφτασαν στη Μόσχα, όπου τους χορηγήθηκε άσυλο από τη ρωσική κυβέρνηση, μετέδωσε την Κυριακή το ρωσικό κρατικό πρακτορείο TASS.

Η μεταμόρφωση του Άσαντ από πιθανό δυτικό σύμμαχο, τον οποίο «φλέρταραν» κάποτε οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, σε ηγεμόνα που κατέστειλε ανελέητα ειρηνικές διαδηλώσεις κατά της διακυβέρνησής του αιφνιδίασε πολλούς, όπως αναφέρει το Bloomberg. Από τη χρήση χημικών όπλων κατά αμάχων έως τα εκτεταμένα βασανιστήρια, ο Άσαντ αντιμετώπισε σοβαρές κατηγορίες κατά τη διάρκεια του συριακού πολέμου, αλλά κατάφερε να επιβιώσει από την αναταραχή χάρη στην ισχυρή υποστήριξη από τη Μόσχα και την Τεχεράνη.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών του στην εξουσία, οι υποστηρικτές του Άσαντ εμφανίστηκαν απρόθυμοι ή και ανίκανοι να τον υποστηρίξουν εν μέσω της αιφνιδιαστικής στρατιωτικής προέλασης που ξεκίνησαν οι Σύροι αντάρτες μόλις 10 περίπου ημέρες νωρίτερα.

«Άνοιξη της Δαμασκού»

Ο Μπασάρ Χαφέζ Αλ Άσαντ γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1965 στη Δαμασκό, το τρίτο παιδί και ο δεύτερος γιος του Χαφέζ αλ Άσαντ και της Ανισέ Μαχλούφ. Οι ρίζες της οικογένειας ήταν στη μειονοτική αίρεση των Αλαουιτών, ένα μικρό μέρος της σιιτικής σχολής του Ισλάμ.

Ο πατέρας του Άσαντ ήταν αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας που βοήθησε στην ανάληψη της κυβέρνησης το 1963 από το σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ πριν καταλάβει ο ίδιος την εξουσία με αναίμακτο στρατιωτικό πραξικόπημα το 1970.

Ο Άσαντ μεγάλωσε στην πρωτεύουσα και αποφοίτησε από την ιατρική σχολή στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού το 1988, σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία του. Γνωρίζοντας άπταιστα αγγλικά, έλαβε ειδικευμένη εκπαίδευση ως οφθαλμίατρος στο Λονδίνο το 1994 όταν πέθανε ο Μπάσελ, η πρώτη επιλογή του πατέρα του για πρόεδρος. Ο Άσαντ επέστρεψε στη γενέτειρά του για να ηγηθεί της Συρίας.

Αναλαμβάνοντας την αυταρχική κυβέρνηση σε ηλικία 34 ετών, ο ψηλός και γλυκομίλητος Άσαντ δεσμεύτηκε να ακολουθήσει μια πορεία μεταρρυθμίσεων και οικονομικής απελευθέρωσης.

Πολλοί Σύροι, Άραβες και Δυτικοί ηγέτες, εμφανίστηκαν πρόθυμοι να του δώσουν μια ευκαιρία, εν μέρει επειδή πρόβαλλε μια νεανική εικόνα υποσχόμενη να χαλαρώσει τον αυστηρό έλεγχο της κυβέρνησης.

Ο Άσαντ έσπασε τα θρησκευτικά όρια για να παντρευτεί την Άσμα αλ-Άκχρας, μια σουνιτική μουσουλμάνα και κόρη Σύριων ομογενών που μεγάλωσαν στη Βρετανία.

Τους πρώτους μήνες του ως πρόεδρος το 2000, ο Άσαντ διέταξε την απελευθέρωση 600 πολιτικών κρατουμένων, ορισμένοι από τους οποίους ήταν μέλη της απαγορευμένης Μουσουλμανικής Αδελφότητας, μιας σουνιτικής ισλαμιστικής ομάδας.

Οι διανοούμενοι ζήτησαν ανοιχτά μεγαλύτερες πολιτικές ελευθερίες και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Οι πρώτοι μήνες της διακυβέρνησης του Άσαντ ονομάστηκαν Άνοιξη της Δαμασκού.

Αλλαγή τόνου

Ωστόσο, ένα χρόνο μετά την προεδρία του, η κυβέρνηση απέκλεισε το κίνημα υπέρ της δημοκρατίας, φυλακίζοντας τους ηγέτες του. Οι κατηγορίες κυμαίνονταν από απόπειρα αλλαγής του συντάγματος έως υποκίνηση θρησκευτικών συγκρούσεων.

Το 2005, ομάδες της αντιπολίτευσης συγκεντρώθηκαν για να εκδώσουν μια διακήρυξη απαιτώντας ελεύθερες κοινοβουλευτικές εκλογές, μια εθνική διάσκεψη για τη δημοκρατία και τερματισμό κάθε μορφής πολιτικής καταστολής. Ο Άσαντ απάντησε φυλακίζοντας τους πρωτεργάτες που την υπέγραψαν.

Τότε, στις αρχές του 2011, ξεκίνησαν διαδηλώσεις στους δρόμους με την έναρξη της Αραβικής Άνοιξης. Εκείνη την εποχή, οι Άραβες αρχηγοί κρατών σε Αίγυπτο, Τυνησία, Λιβύη και Υεμένη υπέκυψαν σε εξεγέρσεις που σάρωσαν τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή.

Η βίαιη αντίδραση του Άσαντ στους διαδηλωτές κλιμάκωσε τη σύγκρουση σε παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο και ενθάρρυνε ριζοσπαστικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένου του Ισλαμικού Κράτους ή του ISIS, σύμφωνα με το Bloomberg. Επέλεξε τότε να χρησιμοποιήσει βάναυση βία, μεταξύ άλλων βόμβες - βαρέλια, βασανιστήρια και χημικά όπλα, για να καταπνίξει κάθε αντίθετη άποψη, σύμφωνα με τις ΗΠΑ και άλλα δυτικά έθνη.

Επωφελήθηκε μάλιστα από το γεγονός ότι η αντιπολίτευση ήταν κατακερματισμένη σε εκατοντάδες ισλαμιστικές ομάδες, τις οποίες οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους υποστήριξαν μόνο περιστασιακά. Ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και ο διάδοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, διέταξαν κύματα αεροπορικών επιδρομών εναντίον των θέσεων του Άσαντ, χωρίς ωστόσο να επιθυμούν μεγαλύτερη επέμβαση.

Οι υποστηρικτές του Άσαντ

Το 2013, οι ΗΠΑ κατηγόρησαν τον Άσαντ για το θάνατο περισσότερων από 1.400 ανθρώπων κοντά στη Δαμασκό σε επίθεση με τη χρήση του θανατηφόρου νευρικού παράγοντα σαρίν.

Η κυβέρνηση Άσαντ απέδωσε την επίθεση σε ισλαμιστές εξτρεμιστές, αλλά συμφώνησε με ένα σχέδιο ΗΠΑ-Ρωσίας για διεθνείς παρατηρητές που θα έπαιρναν τον έλεγχο των χημικών όπλων της Συρίας.

Εν τω μεταξύ, το Ιράν και η Ρωσία στήριξαν τον Άσαντ με χρήματα, προσωπικό και όπλα.

Ένα σημείο καμπής στον πόλεμο ήρθε το 2015, όταν η Ρωσία προσχώρησε για λογαριασμό του Άσαντ και, μαζί με τις ιρανικές δυνάμεις, βοήθησε τον Άσαντ να σταματήσει την προέλαση των στρατευμάτων της αντιπολίτευσης και να αρχίσει να ανακαταλαμβάνει εδάφη.

Οι δυνάμεις πιστές στον Άσαντ, με τη βοήθεια της Ρωσίας, του Ιράν και της λιβανέζικης πολιτοφυλακής Χεζμπολάχ, κατάφεραν έως το 2020 να περιορίσουν τα εδάφη που κατείχαν οι παραστρατιωτικές ομάδες σε λιγότερο από το ήμισυ της χώρας, αντικαθιστώντας τον εκτεταμένο πόλεμο με σποραδικές μάχες.

Το 2021, ο Άσαντ εξασφάλισε μια τέταρτη θητεία ως πρόεδρος σε εκλογές που οι διεθνείς παρατηρητές δεν θεώρησαν ούτε ελεύθερες ούτε δίκαιες.

Η τελευταία πράξη

Η απειλή των ανταρτών απέναντι στην κυριαρχία του Άσαντ ξέσπασε ξανά ξαφνικά στα τέλη του περασμένου μήνα, ξεκινώντας με μια αιφνιδιαστική προέλαση των μαχητών της αντιπολίτευσης στο Χαλέπι. Της εξέγερσης ηγήθηκε η Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ, πρώην παρακλάδι της Αλ Κάιντα που έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση από τις ΗΠΑ και άλλους.

«Στόχος μας είναι να απελευθερώσουμε τη Συρία από αυτό το καταπιεστικό καθεστώς», δήλωσε στους New York Times ο Άμπου Μοχάμεντ αλ Τζουλάνι (το πραγματικό του όνομα είναι Άχμεντ αλ Σάρεχ), ο ηγέτης της ομάδας που είναι γνωστή και ως HTS.

Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, πέτυχαν αυτό που δεν είχαν καταφέρει δεκάδες χιλιάδες ένοπλοι μαχητές της αντιπολίτευσης σε 13 χρόνια εμφυλίου πολέμου.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών στην εξουσία, ο Άσαντ διέταξε τον στρατό του να υποχωρήσει για να υπερασπιστεί τη Δαμασκό, παραχωρώντας ουσιαστικά μεγάλο μέρος της χώρας στους αντάρτες. Οι τελευταίες του προσπάθειες να παραμείνει στην εξουσία περιελάμβαναν έμμεσες διπλωματικές προσεγγίσεις προς τις ΗΠΑ και τον εκλεγμένο πρόεδρο Τραμπ.

Το Ιράν και η Χεζμπολάχ, που είχαν ενισχύσει το καθεστώς νωρίτερα στον εμφύλιο πόλεμο, είχαν πλέον αποδυναμωθεί σημαντικά από τα χτυπήματα που κατάφερε το Ισραήλ στη σύγκρουσή του με το Ιράν. Το ίδιο και η Ρωσία είναι τον τελευταίο καιρό απασχολημένη με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Η πτώση του Άσαντ εξαλείφει τελικά έναν από τους κύριους συμμάχους του Ιράν στη Μέση Ανατολή και αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο πλήγμα για την επιρροή της Τεχεράνης στην περιοχή.

Πολλοί στον γειτονικό Λίβανο κατηγόρησαν τον Άσαντ για την υποστήριξή του στη Χεζμπολάχ καθώς και ότι έπαιξε ρόλο στη δολοφονία ανώτατων αξιωματούχων, συμπεριλαμβανομένου του πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι το 2005.

Μια εκτοπισμένη κοινωνία

Περισσότεροι από 600.000 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας από τον Μάρτιο του 2024, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ομάδα με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο που παρακολουθεί στενά τη σύγκρουση. Πάνω από το ήμισυ του προπολεμικού πληθυσμού των 23 εκατομμυρίων είχε εκτοπιστεί, είτε σε άλλες περιοχές εντός της Συρίας είτε σε άλλες χώρες, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη. Αυτό την έκανε μία από τις σοβαρότερες προσφυγικές κρίσεις από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

«Ο Άσαντ είναι ο άνθρωπος που προήδρευσε στο τέλος της σύγχρονης Συρίας», δήλωσε στο Βloomberg ο Πολ Σάλεμ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Μέσης Ανατολής που εδρεύει στην Ουάσινγκτον. «Οι άγριες επιθέσεις στους διαδηλωτές την ανάγκασαν από μια συζήτηση για την πολιτική μεταρρύθμιση σε έναν πόλεμο πυροβολισμών, ωθώντας τους ανθρώπους να πάρουν τα όπλα και δίνοντας πλεονέκτημα στους ριζοσπάστες που έχουν τεράστια εμπειρία στον πόλεμο», είπε.

Ο ρόλος της Τουρκίας

Η Τουρκία έπαιξε έναν περίπλοκο ρόλο στον πόλεμο. Υποστηρικτής των Σύριων ανταρτών που κατέλαβαν το Ταλ Ριφάτ στα βόρεια του Χαλεπιού, η Τουρκία υπήρξε μέρος του συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ κατά του Ισλαμικού Κράτους, αλλά έχει επιτεθεί επανειλημμένα στην πιο αποτελεσματική συριακή πολιτοφυλακή, το οπλισμένο από τις ΗΠΑ YPG.

Η Τουρκία θεωρεί το YPG εχθρό επειδή έχει ρίζες στο Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, ή PKK, το οποίο επιδιώκει την αυτονομία για τους Κούρδους της Συρίας και μάχεται για μια αυτόνομη περιοχή εντός της Τουρκίας από το 1984, δείχνοντας προθυμία να συνεργαστεί με οποιαδήποτε δύναμη ικανή να προωθήσει αυτό το στόχο.

Τα τουρκικά στρατεύματα έχουν αναπτυχθεί εδώ και αρκετά χρόνια στη βόρεια Συρία για να απωθήσουν τους Κούρδους μαχητές και τους δεσμούς τους με τις σουνιτικές ανταρτικές ομάδες. Αυτό σημαίνει ότι η Άγκυρα είναι πλέον αναμφισβήτητα ο πιο ισχυρός παίκτης στη γειτονική της χώρα και θα παίξει καθοριστικό ρόλο σε αυτό που θα ακολουθήσει.

Ωστόσο, η Τουρκία έχει μια περίπλοκη, κατά καιρούς αμήχανη σχέση με το HTS, το οποίο έχει επίσης χαρακτηρίσει τρομοκρατική οργάνωση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι FT.

Οι ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, έχουν περίπου 900 στρατιώτες στη χώρα για να υποστηρίξουν τον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους.

Εκτός από τον κίνδυνο συγκρούσεων μεταξύ των ανταρτών, θα υπάρχουν φόβοι ότι το Ισλαμικό Κράτος - το οποίο κάποτε έλεγχε μεγάλα τμήματα της βόρειας και βορειοανατολικής Συρίας - θα επιδιώξει να εκμεταλλευτεί το χάος και να επιστρέψει.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζει τώρα η Συρία είναι αν καταφέρει να ξεπεράσει τις παγίδες και να αποφύγει τις καταστροφές που υπονόμευσαν άλλα κράτη μετά την πτώση των δεσποτών και να ξεκινήσει την τρομακτική διαδικασία της ανοικοδόμησης και της συμφιλίωσης.

insider.gr