Τον Απρίλιο του 2021 ο Μανώλης Χουρδάκης κλήθηκε από αστυνομικούς της Ασφάλειας Χανίων να προχωρήσει σε εκταφή της μητέρας του, σχεδόν ένα χρόνο μετά τον θάνατό της. Υπήρχε καταγγελία σύμφωνα με την οποία δεν είχε πεθάνει από φυσικά αίτια. Φέρεται να είχε χτυπήσει σοβαρά το κεφάλι της στο ιδιωτικό γηροκομείο που τη φιλοξενούσε, δεν είχε ειδοποιηθεί γιατρός για να την εξετάσει και απεβίωσε έπειτα από τρεις ημέρες. Εκτοτε, όσο γίνονταν γνωστές και άλλες μαρτυρίες για υποσιτισμό και εξευτελιστική μεταχείριση τροφίμων στη δομή, αλλά δεν γίνονταν συλλήψεις, ο κ. Χουρδάκης έχανε κατά καιρούς την ελπίδα του. «Ενιωθα πολύ άσχημα», λέει. «Κάποια στιγμή διερωτήθηκα εάν κάποιος πάει να το κρύψει». Ωσπου την περασμένη Τετάρτη συνελήφθησαν επτά άτομα, μια μητέρα και η κόρη της ως ιδιοκτήτριες του γηροκομείου στα Χανιά, δύο γιατροί οι οποίοι συνεργάζονταν με τη δομή, καθώς και νοσηλευτές και διοικητικό προσωπικό. Κατηγορούνται για τους θανάτους 30 ηλικιωμένων και για άλλες οκτώ απόπειρες.
«Υπήρχε ένας τεράστιος όγκος δεδομένων που έπρεπε να διερευνήσουν οι Αρχές και νομίζω ότι έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους», λέει στην «Κ» ο κ. Χουρδάκης, ο οποίος μέχρι και σήμερα αναρωτιέται πώς λειτουργούσε τόσο καιρό η δομή υπό την ανοχή των αρμόδιων εποπτικών υπηρεσιών. Σύμφωνα με τη δικογραφία, στους τροφίμους φέρεται να χορηγούνταν άμεσα μετά την εισαγωγή τους και σε σταθερή βάση ισχυρά κατασταλτικά ψυχιατρικά φάρμακα χωρίς δικαιολογημένη διάγνωση, «προκειμένου να αδρανοποιηθούν οι πνευματικές τους λειτουργίες και να καμφθεί η κινητικότητά τους». Διαπιστώθηκαν κατά τους αστυνομικούς παράνομες συνταγογραφήσεις φαρμάκων ύψους τριών εκατ. ευρώ από τη δομή. Σταδιακά οι ηλικιωμένοι έχαναν την επαφή με το περιβάλλον, ήταν μονίμως ληθαργικοί και παρέμεναν καθηλωμένοι σε κρεβάτια ή σε καρέκλες και αναπηρικά αμαξίδια με τη χρήση ιμάντων και ζωνών περίδεσης. Στα σώματά τους δημιουργούνταν κατακλίσεις, οι οποίες μολύνονταν και οδηγούσαν σε ραγδαία επιδείνωση της υγείας τους.
Παρόμοια εικόνα είχε περιγράψει στην «Κ» και η δικηγόρος Μαρία Παπαδάκη. Οπως είχε πει, ο πατέρας της ήταν περιπατητικός με τη βοήθεια «π» και έτρωγε μόνος όταν μπήκε στη δομή. Η εικόνα του όμως άλλαξε απότομα, προς το χειρότερο. Οταν τον ξαναείδε ήταν δεμένος σε καρέκλα, αδυνατώντας να στηρίξει το σώμα του. Ηταν εμπύρετος με χαμηλό κορεσμό σε οξυγόνο. Πέθανε ενάμιση μήνα αργότερα. Μετά τη δική της έγκληση κατά της δομής ακολούθησαν καταγγελίες πρώην υπαλλήλων και έφοδος της Αστυνομίας στο γηροκομείο τον Μάρτιο του 2021.
Οι αστυνομικοί επεξεργάστηκαν τα δηλωθέντα φορολογικά στοιχεία της δομής και συνέκριναν τα χρήματα που κατέβαλλε για τη σίτιση με τον μέσο όρο φιλοξενούμενων ηλικιωμένων. Αντιστοιχούσε ημερήσια δαπάνη 0,55 ευρώ για σίτιση κάθε ηλικιωμένου. Βάσει κανονισμών θα έπρεπε να παρέχεται πλήρες πρόγραμμα σίτισης τουλάχιστον 1.600 θερμίδων ανά άτομο. Στη δικογραφία αναφέρεται όμως ότι η παροχή κρέατος ήταν σπάνια. Συνήθως οι ηλικιωμένοι έτρωγαν όσπρια ή ζυμαρικά, αλλά η ποσότητα του αλεσμένου φαγητού φέρεται να ήταν υποτυπώδης, μόλις ένα φλιτζάνι του καφέ ή δύο – τρεις κουταλιές. Σπάνια δίνονταν και φρούτα (συνήθως όχι πάνω από δύο φέτες πορτοκαλιού ανά άτομο), ενώ χορηγούσαν το γάλα αραιωμένο για να περιοριστούν οι δαπάνες. Σύμφωνα με τη δικογραφία, οι αστυνομικοί δεν έχουν αποκλείσει να συνδέονται και άλλοι θάνατοι ηλικιωμένων με τις συνθήκες διαβίωσής τους στη δομή. Επισημαίνουν ότι από το 2015 έως το 2021 καταγράφηκαν 293 θάνατοι φιλοξενουμένων, αλλά εξαιτίας του μεγάλου όγκου προανακριτικού υλικού και των καθυστερήσεων στη συγκέντρωση εγγράφων από άλλες υπηρεσίες δεν ήταν εφικτή η διερεύνηση όλων.
Γιάννης Παπαδόπουλος (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)