Τα πανεπιστήμια ζητούν ένα φοιτητή, το υπουργείο Παιδείας τούς στέλνει δύο. Η παράδοξη αυτή αναλογία αναμένεται να επιβεβαιωθεί για μία ακόμη χρονιά φέτος, καθώς οι προτάσεις των ΑΕΙ για τον αριθμό των εισακτέων το επόμενο ακαδημαϊκό έτος θα απέχουν από τον τελικό αριθμό που θα ορίσει το υπουργείο Παιδείας. Συνολικά, ο αριθμός των εισακτέων σε ΑΕΙ, που θα ανακοινωθεί μέσα στον Απρίλιο, θα κινηθεί στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, δηλαδή στις 78.000. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η «Κ», η αναλογική σχέση της πρότασης των ιδρυμάτων με την τελική απόφαση του υπουργείου φθάνει έως και το 1 προς 2.
Ειδικότερα, τα πανεπιστήμια, ανά τμήμα, έχουν καταθέσει τις προτάσεις τους για τον αριθμό των εισακτέων τους κατά την επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά. Η διαδικασία αναπαράγει μια πάγια στρέβλωση της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δηλαδή, τα πανεπιστήμια να ζητούν λιγότερους εισακτέους, θεωρώντας πως τόσους μπορούν να εκπαιδεύσουν, και οι ηγεσίες του υπουργείου να αποφασίζουν περισσότερους. Μάλιστα, ενώ κατά τη δεκαετία του 2000 η αναλογία ήταν σταθερά 1 προς 1,5, τα τελευταία χρόνια τα ΑΕΙ έχουν μειώσει ελαφρώς τον αριθμό που προτείνουν λόγω των ελλείψεών τους σε διδάσκοντες (οι συνταξιοδοτήσεις είναι περισσότερες των διορισμών). Ετσι, το χάσμα της πρότασης των ΑΕΙ με την τελική απόφαση του υπουργείου αυξήθηκε προς το 1:2.
Ανακατανομή θέσεων
Φέτος η ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ) θα βελτιώσει την τελική αναλογία πρότασης – εισακτέων. Και αυτό διότι, λόγω της ΕΒΕ, αναμένεται να μείνουν κενές θέσεις στα περιφερειακά ιδρύματα. Παράλληλα, όπως έχει γίνει γνωστό από το υπ. Παιδείας, θα υπάρξει ανακατανομή των θέσεων από τα κεντρικά προς τα περιφερειακά ΑΕΙ, ώστε να περιοριστεί η μείωση του αριθμού των εισακτέων στα περιφερειακά λόγω ΕΒΕ.
Μία ακόμη ιδιαιτερότητα της φετινής χρονιάς είναι ότι θα ανακοινωθεί –μέσα στον Μάιο– αριθμός εισακτέων στα ΙΕΚ για όσους υποψηφίους επιθυμούν να εισαχθούν σε ΙΕΚ εάν δεν τα καταφέρουν σε ΑΕΙ. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του υπ. Παιδείας, βάρος θα δοθεί στην οργάνωση ειδικοτήτων με βάση τις ανάγκες της αγοράς εργασίας σε κάθε περιοχή και στην πιστοποίηση των καταρτιζομένων.
Χαρακτηριστικά, από έρευνα του αρμόδιου οργανισμού (ΕΟΠΠΕΠ) προέκυψε ότι οι μη πιστοποιημένοι αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο πρόβλημα ανεργίας σε σχέση με τους πιστοποιημένους. Η σημασία της πιστοποίησης είναι εμφανής και στις απαντήσεις των εργοδοτών, καθώς το 48,05% δήλωσε ότι μετράει την πιστοποίηση ως κριτήριο για την τελική πρόσληψη. Από την άλλη, οι πιστοποιημένοι εργάζονται σε θέσεις που παρουσιάζουν μεγαλύτερη συνάφεια με το αντικείμενο της ειδικότητας ΙΕΚ (62,97%) σε σύγκριση με τους μη πιστοποιημένους (49,28%).
Στην έρευνα μετείχαν 9.830 απόφοιτοι δημοσίων και ιδιωτικών ΙΕΚ όλων των ειδικοτήτων από όλες τις περιφέρειες της χώρας, καθώς και περισσότερες από 1.000 επιχειρήσεις που απασχολούν αποφοίτους ΙΕΚ.
Αναβάθμιση προγραμμάτων κατάρτισης
Τα πανεπιστήμια θα έχουν κρίσιμο ρόλο στην αναβάθμιση του τομέα της κατάρτισης και της ενίσχυσης των δεξιοτήτων. Για το θέμα, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κ. Χατζηδάκης είχε χθες τηλεδιάσκεψη με τους πρυτάνεις, παρουσία του διοικητή και προέδρου του ΟΑΕΔ Σπύρου Πρωτοψάλτη. Συγκεκριμένα, κονδύλι περίπου ενός δισ. ευρώ θα διατεθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων καθώς η Ελλάδα υστερεί σοβαρά στο πεδίο αυτό. Eτσι, η ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου απηύθυνε πρόσκληση στα ΑΕΙ να οργανώσουν προγράμματα κατάρτισης ανέργων και των εργαζομένων μέσω των ΚΕΔΙΒΙΜ. Και αυτό διότι έως τώρα θεωρείται πως τα πανεπιστήμια δεν έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς, με βάση τη δυναμική τους. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», στα προγράμματα κατάρτισης το βάρος θα δοθεί στην ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων και σχετικών με την πράσινη οικονομία, ενώ καίριο μέλημα είναι τα προγράμματα να έχουν σχέση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε έως τώρα.
Απόστολος Λακασάς (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)