Τα φτωχότερα νοικοκυριά της χώρας χρειάζονταν το 2020 να διαθέτουν το ένα τρίτο του εισοδήματός τους για να καλύπτουν τις ανάγκες διατροφής, μετακινήσεων, ηλεκτροδότησης και θέρμανσης, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών.
Με δεδομένο ότι η δαπάνη της διατροφής «τρέχει» πλέον με ρυθμό αύξησης 7%, ότι στα καύσιμα κίνησης οι ανατιμήσεις προσεγγίζουν το 50% και ότι για ηλεκτροδότηση και θέρμανση χρειάζονται πλέον σχεδόν τα διπλά χρήματα, τα φτωχότερα νοικοκυριά θα χρειαστεί να καταβάλουν το 45% του μηνιαίου εισοδήματος για τις ίδιες ακριβώς ανάγκες, βλέποντας το 12% του εισοδήματος να κάνει… φτερά. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Οτι για το φτωχότερο νοικοκυριό, το κόστος της κρίσης έχει ήδη ξεπεράσει κατά πολύ το 1,5 μηνιάτικο.
Δεν ισχύει το ίδιο για τα πιο εύπορα νοικοκυριά. Στο πάνω μέρος της εισοδηματικής κατανομής, απαιτείτο το 2020 κάτω από το 19% του μηνιαίου εισοδήματος για να πληρωθούν τρόφιμα, ρεύμα και καύσιμα. Η αναλογία μετά τις αυξήσεις ανεβαίνει μεν, αλλά χωρίς να ξεπερνάει το 25% και αποδεικνύεται ότι αναλογικά με το εισόδημα η ζημιά από την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο καθίσταται υπερδιπλάσια για τον φτωχό σε σχέση με τον πιο πλούσιο. Οι μεν φτωχότεροι χάνουν πάνω από 1,5 μισθό και οι πλουσιότεροι όχι πάνω από ένα 15νθήμερο. Ο κίνδυνος διεύρυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων στη χώρα, αλλά και αύξησης του ποσοστού της φτώχειας είναι πλέον ορατός και θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερος όσο θα αυξάνεται η διάρκεια της κρίσης.
Το στοιχείο δε που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη κατά τη χάραξη των επόμενων βημάτων της οικονομικής πολιτικής, είναι και οι περιορισμένες δυνατότητες των φτωχότερων νοικοκυριών να χρηματοδοτήσουν λύσεις που θα τους βγάλουν από τον κίνδυνο «εξαΰλωσης» σημαντικού μέρους του εισοδήματός τους. Οπως προκύπτει από την έρευνα οικογενειακού προϋπολογισμού, τα φτωχότερα νοικοκυριά δαπανούν πάνω από το 86% του εισοδήματος για την κάλυψη των βασικών αναγκών, ενώ τα πλουσιότερα κάτω από το 56%. Αρα, οι φτωχότεροι δεν έχουν κανένα περιθώριο αποταμίευσης ή χρηματοδότησης παρεμβάσεων που εξασφαλίζουν φθηνότερο κόστος διαβίωσης (σ.σ φωτοβολταϊκά, θερμομονώσεις, αντλίες θερμότητας κ.λπ.), σε αντίθεση με τα πλουσιότερα νοικοκυριά που μπορούν να διαφύγουν από την ενεργειακή κρίση είτε επενδύοντας για την ενεργειακή θωράκιση του σπιτιού τους είτε και για την απόκτηση ενός οχήματος που εξασφαλίζει μειωμένη κατανάλωση καυσίμου.
Από τα συνολικά 4,07 εκατομμύρια νοικοκυριά που καταγράφονται στην έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, το 1,7 εκατομμύριο –περίπου το 43% του συνόλου– έχει μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα όχι μεγαλύτερο από 1.450 ευρώ. Το τι σημαίνει κρίση γι’ αυτά, προκύπτει από τα ακόλουθα στοιχεία:
1. Τα νοικοκυριά με εισόδημα έως 750 ευρώ ξόδευαν 251 ευρώ μηνιαίως για τρόφιμα, ρεύμα και καύσιμα και τώρα χρειάζεται να δαπανούν σχεδόν 334 ευρώ για τις ίδιες ακριβώς ποσότητες. Η ζημιά φτάνει στα 83 ευρώ ανά μήνα.
2. Τα νοικοκυριά με εισόδημα έως 1.100 ευρώ, ξόδευαν 327 ευρώ το 2020 και τώρα ο λογαριασμός έχει ανέβει στα 434 ευρώ. Η ζημιά ανά μήνα ξεπερνάει τα 100 ευρώ.
3. Για τα εισοδήματα με αποδοχές από 1.100 έως 1.450 ευρώ, το κόστος ανεβαίνει από τα 391 ευρώ στα 518 ευρώ και το κόστος φτάνει περίπου τα 127 ευρώ.
Προφανώς στα πλουσιότερα νοικοκυριά η δαπάνη είναι μεγαλύτερη σε απόλυτο ποσό. Για παράδειγμα, το νοικοκυριό με αποδοχές από 2.200 έως 2.800 ευρώ τον μήνα ξόδευε 600 ευρώ τον μήνα για τρόφιμα, ρεύμα και καύσιμα και τώρα ο λογαριασμός έχει ανέβει στα 782 ευρώ. Ομως, αναλογικά με το εισόδημα, αυτό που απαιτούνταν είναι το 21% του εισοδήματος και τώρα απαιτείται το 28%. Και αν ανέβουμε ακόμη υψηλότερα στην εισοδηματική κλίμακα (σ.σ. στα επίπεδα έως και 3.500 ευρώ οικογενειακό εισόδημα), η επιβάρυνση είναι αναλογικά ακόμη μικρότερη, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει από το 19% στο 25%.
Τα στοιχεία της έρευνας οικογενειακού προϋπολογισμού λένε –ή θα πρέπει να λένε– πολλά στο πλαίσιο χάραξης της οικονομικής πολιτικής. Ενώ ο Απρίλιος θα είναι ο μήνας λήψης της τελικής απόφασης για την αύξηση του κατώτατου μισθού, οι «συγκρούσεις» για το τελικό ποσοστό της αύξησης θα κορυφωθούν. Είναι όμως προφανές από τα όσα προαναφέρθηκαν ότι για το φτωχότερο νοικοκυριό που ζει με 750 ευρώ τον μήνα, ακόμη και μια καθαρή αύξηση του κατώτατου μισθού πάνω από 6%, δεν θα αναπληρώσει παρά ένα μικρό μέρος των απωλειών που ήδη φτάνουν στα 83 ευρώ τον μήνα. Επίσης, στις τάξεις των φτωχότερων νοικοκυριών δεν υπάρχουν μόνο οι εργαζόμενοι δικαιούχοι του κατώτατου μισθού αλλά και οι χαμηλοσυνταξιούχοι ή οι μακροχρόνια άνεργοι. Αυτοί δεν περιμένουν άμεσα αύξηση, οπότε η επανάληψη των έκτακτων οικονομικών ενισχύσεων (στο πρότυπο της επιταγής ακρίβειας που θα δοθεί έως τη Μεγάλη Πέμπτη) ενδεχομένως να κρίνεται από τώρα επιβεβλημένη.
Τα οριζόντια μέτρα στήριξης, όπως οι μειώσεις ΦΠΑ, είναι προφανές ότι δεν θα συμβάλουν στη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων (αντίθετα θα τις διευρύνουν) σε αντίθεση με μια στοχευμένη παρέμβαση όπως –για παράδειγμα– μια κάρτα τροφίμων (στο πρότυπο της κάρτας καυσίμων). Επίσης, το μεγάλο «στοίχημα» θα είναι πλέον η στήριξη των φτωχότερων νοικοκυριών ώστε να διαφύγουν από την ενεργειακή φτώχεια εκσυγχρονίζοντας είτε τον οικιακό εξοπλισμό είτε θωρακίζοντας ενεργειακά το ακίνητό τους.
Θάνος Τσίρος (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)