Στην πλήρη κατάρρευση οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, ανεξαρτήτως μέτρων επίλυσης των παραμετρικών του προβλημάτων, υπό το βάρος των διαρκώς επιδεινούμενων στοιχείων του δημογραφικού προβλήματος. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία – εάν δεν επιλυθεί το οξύτατο εθνικό δημογραφικό πρόβλημα – κατά το έτος 2070, κάθε ένα άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών θα αντιστοιχεί σε ένα – ίσως και λιγότερο – άτομο σε ηλικία εργασίας, δηλαδή οικονομικά ενεργό.
Οι επανειλημμένες μειώσεις των συντάξεων και οι αυξήσεις των ορίων συνταξιοδότησης, καθίστανται ανενεργές – σε βάθος χρόνου –, εάν δεν βρεθούν λύσεις στο οξυμένο δημογραφικό πρόβλημα. Σημαντική συνεισφορά στην κατάρρευση του συστήματος έχει και η εκρηκτική άνοδος των ελαστικών μορφών απασχόλησης που προκαλούν αυξημένη απώλεια εσόδων στο σύστημα.
Η σημερινή επίσημη εικόνα της σχέσης απασχολούμενων συνταξιούχων δείχνει ότι σε κάθε συνταξιούχο αντιστοιχούν 1,5 εργαζόμενοι, ενώ πριν δεκαπέντε χρόνια η σχέση αυτή ήταν κοντά στο ένας συνταξιούχος προς δύο εργαζόμενοι.
Συγκλονιστικό είναι το στοιχείο της Εurostat που κατήρτισε χάρτη ανά χώρα και ανά Περιφέρεια με τον βαθμό εξάρτησης ηλικιωμένων από τους νεότερους. Η περιοχή με την χειρότερη αναλογία ενεργού πληθυσμού (20 – 64 ετών) με τους τους άνω των 65 ετών είναι η Ευρυτανία με 78,3%. Δηλαδή αντιστοιχεί ένας συνταξιούχος προς λιγότερο από 1 εργαζόμενο.
Προσφάτως, ο υπουργός Εργασίας κ. Κ. Χατζηδάκης μιλώντας στη Βουλή προσδιόριζε την σχέση αυτή στο 1 προς 1,7 την στιγμή που το ασφαλιστικό σύστημα έχε δομηθεί με την παραδοχή ότι για κάθε 4 εργαζομένους θα υπάρχει ένας συνταξιούχος. Μάλιστα εκτίμησε ότι το 2030 η Ελλάδα θα έχει πάρει από την Ιταλία μια «ανεπιθύμητη πρωτιά, θα είμαστε, δηλαδή, η πιο γερασμένη χώρα της Ευρώπης».
Όλα αυτά δείχνουν αυτό που συχνά σημειώνει ο αρμόδιος υφυπουργός Εργασίας κ. Π. Τσακλόγλου οτι «ο δημογραφικός κίνδυνος σε ο, τι αφορά τις συντάξεις, είναι πολύ μεγάλος για να σφυρίζουμε αδιάφορα».
Ενδεικτικά του δημογραφικού κινδύνου είναι τα στοιχεία που έχει καταθέσει του υπουργείο Εργασίας στη Βουλή σύμφωνα με τα οποία τα τελευταία 40 έτη (1980-2020) ο αριθμός των νέων κάτω των 25 ετών μειώθηκε κατά 35%, οι γεννήσεις μειώθηκαν κατά 44% και οι ηλικιωμένοι (άνω των 65) σχεδόν διπλασιάστηκαν (+93%). Οι γεννήσεις στην Ελλάδα από 157.000 που ήταν το 1960, μειώθηκαν σε 148.000 το 1980, σε 103.000 το 2000 και σε 84.000 το 2019.
Καθοριστικό ρόλο στην – έτι περαιτέρω – επιδείνωση του ασφαλιστικού προβλήματος διαδραματίζουν, η μείωση των γεννήσεων, ο διπλασιασμός των ηλικιωμένων και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, που επιδεινώνουν περαιτέρω τα στοιχεία της ήδη απασφαλισμένης δημογραφικής βόμβας και θέτουν, εν αμφιβόλω, το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος και τη δυνατότητα παροχής εγγυημένων συντάξεων.
Σύμφωνα με μελέτη των πανεπιστημιακών κ. Σ. Ρομπόλη (ομότιμου καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου) και του αναλογιστή κ. Β. Μπέτση (διδάκτορα στο ίδιο πανεπιστήμιο) που προβάλλει τα σημερινά στοιχεία στο έτος 2070, κατά το έτος αυτό «το εργατικό δυναμικό θα μειωθεί σε σχέση με το 2020 κατά 31%, ενώ οι συνταξιούχοι θα αυξηθούν κατά 13% σε σχέση με το 2020».
Ο πληθυσμός της χώρας μας εκτός από μειωμένος, εμφανίζεται και εξαιρετικά γηρασμένος. Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων από 34,6 το 2019 υπολογίζεται σε 59,9 το 2070. «Το γεγονός αυτό επηρεάζει σημαντικά, μεταξύ των άλλων, τομείς όπως είναι η υγειονομική περίθαλψη και η κοινωνική ασφάλιση», εκτιμούν οι δύο ερευνητές.
Πέραν των άλλων τεραστίων προβλημάτων που σημαίνει μία κοινωνία που συνεχώς γερνάει, η χώρα είναι βέβαιο ότι τις επόμενες δεκαετίες – εξαιτίας του δημογραφικού – θα αντιμετωπίσει σοβαρά πολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα.
Από το 2011 ο πληθυσμός της χώρας συνεχώς μειώνεται, γεγονός που επιφέρει μια σειρά επιπτώσεων στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό σύστημα. Ορισμένες από αυτές είναι η μείωση του συνολικού εργατικού δυναμικού και η δημιουργία συνθηκών ανισορροπίας στην πλευρά της προσφοράς εργασίας, όπως και η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας των εργαζομένων. Δραματική αύξηση στις συνταξιοδοτικές και τις δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ενώ η μείωση του εργατικού δυναμικού δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα χρηματοδότησης του συστήματος.
Σε παλαιότερες μελέτες τους οι ίδιοι ερευνητές είχαν εκτιμήσει ότι «για την κάλυψη του ελλείμματος που προκαλεί το δημογραφικό πρόβλημα απαιτείται επιπλέον μείωση των συντάξεων κατά 30%, απλώς μόνο για να διατηρηθεί εν ζωή το ασφαλιστικό σύστημα».
Ως λόγοι για την οικονομική ασφυξία του συστήματος προσδιορίζονται η γήρανση του ενεργού πληθυσμού, αλλά και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Πέραν αυτών σημαντική είναι η επιβάρυνση από την ραγδαία αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, που κόβει έσοδα από τα ασφαλιστικά ταμεία.
Η επιβάρυνση του ασφαλιστικού συστήματος εξαιτίας του δημογραφικού προβλήματος υπολογίζεται στα 49,5 δισ. ευρώ μέχρι το 2065. Ενώ οι ετήσιες απώλειες ασφαλιστικών εισφορών λόγω της πλήρους κυριαρχίας των ελαστικών μορφών απασχόλησης στην αγορά εργασίας, φθάνουν τα 2,5 δισ. ευρώ.
Η μελέτη για το δημογραφικό εκτιμά ότι το προσδόκιμο ζωής θα αυξάνεται μέχρι το 2065. Θεωρεί όλες τις άλλες οικονομικές και δημογραφικές παραμέτρους σταθερές. Στην περίπτωση αυτή το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθεί, μόνο εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, κατά 49,4 δισ. ευρώ. Δηλαδή, η αναλογιστική υποχρέωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα αυξηθεί κατά 49,4 δισ. ευρώ. Ως εκ τούτου για την χρηματοδότηση της επιβάρυνσης του συστήματος, εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, θα πρέπει να βρεθούν επιπλέον πρόσθετοι πόροι ύψους 0,5% του ΑΕΠ. Διαφορετικά απαιτούνται εφιαλτικά μέτρα όπως η μείωση των συντάξεων κατά 30%, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 73 έτη έως το 2060 η αύξηση των εισφορών για την κύρια σύνταξη από 20% που είναι σήμερα σε 27% και στην επικουρική από 6% σε 8,1%.
Πηγή: ΟΤ