Πρωτόγνωρες συνθήκες πολέμου επικρατούν, ειδικά στα νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας, με το δεύτερο κύμα του κορωνοϊού να δοκιμάζει σκληρά οποιαδήποτε υγειονομική «κανονικότητα» γνωρίζαμε έως σήμερα. Χειρουργεία, μονάδες ανάνηψης και άλλες μετεγχειρητικής φροντίδας στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και όμορων νομών έχουν μετατραπεί σε ιδιότυπες μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) για τη νοσηλεία ασθενών με COVID-19 και όσες κλίνες εντατικής μένουν κενές είτε λόγω βελτίωσης της κατάστασης της υγείας των ασθενών είτε λόγω του μοιραίου, καταλαμβάνονται σχεδόν αμέσως από άλλους ασθενείς. Επιπλέον εθελοντές νοσηλευτές και λοιπό προσωπικό του ΕΣΥ από περιοχές της επικράτειας όπου –προς το παρόν– δεν έχουν αισθανθεί την ασφυκτική πίεση του κορωνοϊού, λαμβάνουν «φύλλο πορείας» για τη Θεσσαλονίκη και ρίχνονται στη «μάχη». Ακόμα και οι απλές κλίνες COVID στο ΕΣΥ πλέον δεν επαρκούν, με αποτέλεσμα να επιταχθούν δύο ιδιωτικές κλινικές. Και ο μεγάλος φόβος που διατυπώνουν οι νοσοκομειακοί είναι «να μη νοσήσει το προσωπικό μας», αφού όταν η κατάσταση είναι οριακή, οποιαδήποτε απουσία μετράει. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων, περίπου 1.500 υγειονομικοί είναι προσωρινά «εκτός μάχης» λόγω νόσησης από τον κορωνοϊό. Από τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης είναι σε αναρρωτική περίπου 500 υγειονομικοί, από της Θεσσαλίας 250 και από της Αθήνας 420.
Στη Θεσσαλονίκη η πληρότητα στις ΜΕΘ COVID, όλη την περασμένη εβδομάδα άγγιξε το 100%, παρά τις συνεχείς προσπάθειες των υγειονομικών αρχών να ανοίξουν νέες κλίνες. Από τις αρχές του μήνα έχουν υπερδιπλασιαστεί οι κλίνες εντατικής COVID που εξυπηρετούν τις ανάγκες της Θεσσαλονίκης (από 85 σε 218), και έχουν σχεδόν τετραπλασιαστεί οι ασθενείς με κορωνοϊό που νοσηλεύονται σε αυτές (από 57 στις 2 Νοεμβρίου σε 210 προχθές).
«Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη. Ολα τα νοσοκομεία είμαστε σε πόλεμο με έναν εχθρό πολύ ύπουλο και ψάχνουμε τα όπλα για να τον πολεμήσουμε. Εχουμε ξεπεράσει τα όριά μας. Οι κλίνες εντατικής είναι συνεχώς γεμάτες. Η κατάσταση είναι δυναμική. Μπορεί τώρα να έχουμε δύο κλίνες άδειες και το επόμενο μισάωρο να έχουν γεμίσει και αυτές», επισημαίνει στην «Κ» η αναισθησιολόγος-εντατικολόγος, διευθύντρια μονάδας εντατικής θεραπείας Αναισθησιολογίας (ΜΕΘΑ) του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης ΑΧΕΠΑ Ελένη Γκέκα. Και συνεχίζει, «εξοπλισμός υπάρχει για τις μονάδες. Αυτό που δεν υπάρχει είναι νοσηλευτές και γιατροί εξειδικευμένοι για να ανταποκριθούν σε αυτές τις καταστάσεις». Στο ΑΧΕΠΑ οι 26 κλίνες εντατικής λειτουργούν εντός των ΜΕΘ. Οι υπόλοιπες έως τις 43 που διαθέτει πλέον το νοσοκομείο, αναπτύχθηκαν σε άλλους χώρους όπως μονάδες μετεγχειρητικής φροντίδας και –δυστυχώς– χειρουργικές αίθουσες. Και σύμφωνα με την κ. Γκέκα, «θα χρειαστούν πολλά, πολλά ακόμα κρεβάτια».
Οπως σημειώνει, «για να λειτουργήσουν αυτές οι κλίνες έχουν κινητοποιηθεί συνάδελφοι από άλλα τμήματα που λόγω ειδικότητας μπορούν να βοηθήσουν όπως π.χ. αναισθησιολόγοι, αλλά και προσωπικό από άλλες μονάδες της Βόρειας Ελλάδας. Νέοι νοσηλευτές που δεν έχουν την εμπειρία της ΜΕΘ, κολυμπάνε στα βαθιά, και μαθαίνουν από τους πιο έμπειρους. Το ότι επιβιώνουμε αυτή τη στιγμή οφείλεται στον ζήλο που δείχνουν οι νέοι αλλά και στις υπεράνθρωπες προσπάθειες των έμπειρων». Και τονίζει, «θα αντέξουμε. Και σωματικά και ψυχικά. Ο μεγάλος μας φόβος είναι να μη νοσήσει το προσωπικό μας. Αυτή τη στιγμή 2-3 άτομα από τη μονάδα νοσούν και θα επιστρέψουν στην εργασία τους μετά πέντε ημέρες. Οταν είσαι σε οριακή κατάσταση, η απουσία φαίνεται αμέσως».
Ανάγκη για προσωπικό
«Πηγαίνουμε μέρα με τη μέρα», ανέφερε στην «Κ» στέλεχος του υπουργείου Υγείας, εστιάζοντας και αυτός στη μεγάλη ανάγκη για προσωπικό. Οπως ανέφερε, «όσο περισσότερο προσωπικό έρθει τόσο θα αντέξει το σύστημα». Το βράδυ της περασμένης Τρίτης, οι διοικητές των νοσοκομείων όλης της χώρας πλην της Βορείου Ελλάδας και της Θεσσαλίας απηύθυναν έκκληση σε νοσηλευτές να μετακινηθoύν εθελοντικά σε νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης. Τις πρώτες δύο ημέρες περίπου 40 νοσηλευτές είχαν ήδη μεταβεί στη Θεσσαλονίκη. «Η βοήθειά τους είναι υπερπολύτιμη», σημειώνει η κ. Γκέκα και προσθέτει. «Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μεγαλείο ψυχής. Να έρχονται από την ασφάλεια στην οποία βρίσκονται, μέσα στη φωτιά, στην πρώτη γραμμή». Πολλοί περισσότεροι ανταποκρίθηκαν, αλλά τα νοσοκομεία στα οποία υπηρετούν δεν τους άφησαν να πάνε στη Θεσσαλονίκη. Γιατί δεν περισσεύουν.
Ειδικά στο Λεκανοπέδιο Αττικής, όπου μπορεί η εικόνα να είναι καλύτερη, ωστόσο η πίεση αυξάνεται –την Παρασκευή το ποσοστό πληρότητας στις ΜΕΘ COVID ήταν στο 80%–, και υπάρχει φόβος ότι τα νοσοκομεία θα ζήσουν εικόνες Θεσσαλονίκης. «Υπάρχει τρομερή πίεση, είναι πάρα πολλά τα περιστατικά και όσο αυξάνονται τα κρούσματα αυξάνονται και οι νοσηλείες», αναφέρει στην «Κ» η κ. Αντωνία Κουτσούκου, καθηγήτρια ΕΚΠΑ, πνευμονολόγος εντατικολόγος και υπεύθυνη της ΜΕΘ της Α΄ Πανεπιστημιακής Πνευμονολογικής Κλινικής ΕΚΠΑ στο «Σωτηρία», ένα νοσοκομείο που αυτές τις ημέρες μετατρέπει όσες πνευμονολογικές κλινικές έχουν μείνει non COVID σε κλινικές COVID. «Το 10%-15% των νοσηλευόμενων θα χρειαστεί μονάδα εντατικής και διασωλήνωση. Οπότε αυτονόητο είναι όσο αυξάνονται οι νοσηλευόμενοι, θα αυξάνεται και η πίεση στις ΜΕΘ». Το «Σωτηρία» διαθέτει 79 κλίνες εντατικής COVID. Πενήντα κλίνες είναι στη νέα μονάδα (δωρεά της Βουλής των Ελλήνων), η οποία για να λειτουργήσει πλήρως χρειάζεται επιπλέον προσωπικό εκπαιδευμένο στην εντατική φροντίδα. «Δεν μπορούμε να λέμε ότι ανοίγουμε ένα κρεβάτι ή φτιάχνουμε μία νέα μονάδα εύκολα. Δεν είναι απλό. Δεν είναι μόνο ένα μόνιτορ και ένας αναπνευστήρας. Είναι το εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και η σωστή αναλογία του ανά κλίνη που θα παρέχει την ποιοτική φροντίδα σε ασθενείς. Ναι μεν θα προσπαθήσουμε να ανταποκριθούμε και η πολιτεία κάνει ό,τι μπορεί, αλλά πρέπει να ξέρουμε για τι μιλάμε», σημειώνει η κ. Κουτσούκου.
Το υπουργείο Υγείας απηύθυνε κάλεσμα και σε ιδιώτες γιατρούς να βοηθήσουν, αμειβόμενοι, τα νοσοκομεία. Στη Θεσσαλονίκη διακόσιοι ιδιώτες γιατροί ανταποκρίθηκαν. Ωστόσο, όπως αναφέρει στην «Κ» ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, λίγοι εξ αυτών είναι αναισθησιολόγοι, εντατικολόγοι, πνευμονολόγοι και παθολόγοι. Και σημειώνει ότι «το στοίχημα είναι να μειωθεί ο αριθμός των ανθρώπων που νοσούν, αλλιώς δεν κερδίζεται η μάχη. Οι εντατικολόγοι δεν είναι άπειροι, ακόμα και εάν είχαμε άπειρες κλίνες εντατικής».
«Μένουμε σπίτι… όσο ποτέ άλλοτε»
Μήνυμα για πιστή τήρηση των μέτρων στέλνουν προς τους πολίτες, μέσω της «Κ», η αναισθησιολόγος – εντατικολόγος στο ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης Ελένη Γκέκα και η καθηγήτρια ΕΚΠΑ, πνευμονολόγος – εντατικολόγος στο «Σωτηρία» Αντωνία Κουτσούκου, οι οποίες από την περασμένη άνοιξη έχουν μάθει με τον πλέον σκληρό τρόπο πόσο επικίνδυνη είναι η COVID-19. «Τηρείτε τα μέτρα πιο αυστηρά και από ό,τι σας λέμε εμείς. Μείνετε στο σπίτι σας. Για να χαρείτε και τις γιορτές. Για να έρθουν τα Χριστούγεννα και να είμαστε όλοι μαζί. Να μην έχουν χαθεί άνθρωποι», τονίζει η κ. Γκέκα. «Υπάρχουν οι πολίτες που υπακούουν στα μέτρα και οι πολίτες που είτε αμφισβητούν είτε δεν μπορούν ψυχολογικά να αντέξουν το φορτίο της απομόνωσης ή της οικονομικής δυσχέρειας. Κατανοώ αυτούς που αμφισβητούν την πολιτεία, γιατί κατά καιρούς έχει απογοητεύσει και έχει δώσει την αφορμή για αμφισβήτηση. Θεωρώ, όμως, ότι αυτή τη φορά πρέπει να εμπιστευθούν εμάς τους επιστήμονες και την κρίση μας», επισημαίνει η κ. Κουτσούκου.
Πέννυ Μπουλούτζα (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)