Υπέρ των στοχευμένων και κατά των οριζόντιων μέτρων στήριξης τάχθηκε χθες το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, με τον επικεφαλής του Φραγκίσκο Κουτεντάκη να ξεκαθαρίζει για άλλη μια φορά ότι δεν θεωρεί ενδεδειγμένη τη μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα.
Ο πρώην (επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) γενικός γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής επιβεβαίωσε τη θέση του Γραφείου για την ανάγκη εφαρμογής μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς οι συνθήκες αβεβαιότητας διεθνώς, αλλά και η αδύναμη θέση της χώρας, λόγω υψηλού χρέους, δεν επιτρέπουν άλλη επιλογή. Αρθρο του κ. Κουτεντάκη στην «Αυγή» με ανάλογες θέσεις τον περασμένο Απρίλιο είχε προκαλέσει την αντίδραση του στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ, Π. Πολάκη.
«Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν προκύπτουν από πολιτικές αποφάσεις, αλλά από τις συνθήκες βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους», επισημαίνει η τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου που δημοσιεύθηκε χθες.
«Στις σημερινές συνθήκες δεν υπάρχουν περιθώρια γενικευμένων παρεμβάσεων –όπως την περίοδο της πανδημίας–, καθώς θα επιδεινώσουν την ήδη εύθραυστη δημοσιονομική κατάσταση και θα καταστήσουν τη χώρα μας ευάλωτη σε κάθε είδους διαταραχές», αναφέρει. Προσθέτει ότι «τα όποια μέτρα εισοδηματικής στήριξης θα πρέπει να είναι προσωρινά, στοχευμένα και να χρηματοδοτούνται από πρόσθετα τρέχοντα έσοδα, ώστε να μην επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος». Στο πλαίσιο αυτό, το Γραφείο τάσσεται υπέρ των πρόσφατων αποφάσεων για φορολόγηση των έκτακτων κερδών και επιβολή πλαφόν στις τιμές χονδρικής πώλησης του ρεύματος από τον Ιούλιο. Σημειώνει ότι αυτές σηματοδοτούν αλλαγή κατεύθυνσης μεταφέροντας μέρος του κόστους των παρεμβάσεων στους παραγωγούς ηλεκτρικού ρεύματος. Αντίθετα, οι προηγούμενες παρεμβάσεις μετέθεσαν το κόστος αποκλειστικά στο κράτος, δηλαδή τους συνεπείς φορολογουμένους, σημερινούς και μελλοντικούς, επισημαίνει η έκθεση.
Σχετικά με την πρόταση μείωσης του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, ο κ. Κουτεντάκης δεν άφησε καμιά αμφιβολία ότι είναι αντίθετος, πρώτον γιατί έχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος, δεύτερον γιατί δεν είναι στοχευμένο, αλλά οριζόντιο μέτρο και τρίτον γιατί –κατά την προσωπική του άποψη, όπως διευκρίνισε– προτεραιότητα αυτή τη στιγμή δεν είναι η βενζίνη, αλλά το ηλεκτρικό ρεύμα.
Αν και αναγνωρίζει ως θετική εξέλιξη τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης 7% το α΄ τρίμηνο, η έκθεση προβλέπει επιβράδυνση το β΄ τρίμηνο. Χτυπάει, δε, «καμπανάκι» για τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους ήταν 2,5 φορές υψηλότερο σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Επίσης χτυπά, βεβαίως, «καμπανάκι» και για τον πληθωρισμό, ο οποίος βρίσκεται κοντά στο δυσμενές σενάριο του Γραφείου, που προέβλεπε 11,3%.
Αυξημένο κόστος ενέργειας, άνοδος επιτοκίων, γεωπολιτική αστάθεια είναι οι τρεις παράγοντες κινδύνου διεθνώς που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την ανάπτυξη και στην Ελλάδα. Οπως αναφέρει η έκθεση, «η παρατεταμένη αβεβαιότητα θα επηρεάσει την αντίληψη κινδύνου και κατά συνέπεια τις κινήσεις κεφαλαίου που χρηματοδοτούν τόσο τις ιδιωτικές επενδύσεις όσο και τον δημόσιο δανεισμό, ενώ παράλληλα ενδέχεται να οδηγήσει και σε αναβολή καταναλωτικών αποφάσεων».
Σε ό,τι αφορά την επικείμενη αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, σημειώνει ότι η επίπτωσή της θα είναι περιορισμένη στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, αλλά από την άλλη θα επηρεάσει τον ιδιωτικό δανεισμό και κατά συνέπεια ενδέχεται να επιβραδύνει τον ρυθμό ανάπτυξης. Επίσης, το Γραφείο εικάζει ότι οι ειδικές παρεμβάσεις που προγραμματίζονται για τα ομόλογα των χωρών του νότου θα συνοδεύονται από προϋποθέσεις.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου, το πρωτογενές έλλειμμα γενικής κυβέρνησης του 1ου τετραμήνου ήταν 1,949 δισ. ευρώ (περίπου 1% του ΑΕΠ, έναντι ετήσιου στόχου για 2% του ΑΕΠ). Σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους ήταν μειωμένο κατά 5,442 δισ. ευρώ.
Ειρήνη Χρυσολωρά (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)