«Ολα τα άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, εάν έχουν συμπτώματα, θα πρέπει άμεσα να υποβάλλονται σε τεστ και εφόσον είναι θετικοί να αναζητούν βοήθεια για την άμεση χορήγηση θεραπείας για την COVID-19», συνιστούν οι ειδικοί επιστήμονες με αφορμή και τη μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», από τα τέλη Μαρτίου, όταν προστέθηκε στη φαρμακευτική φαρέτρα έναντι της COVID-19 το αντιιικό φάρμακο Paxlovid, έως σήμερα έχουν χορηγηθεί περισσότερες από 11.000 θεραπείες, με τη ζήτηση από ασθενείς να αυξάνεται διαρκώς ακολουθώντας την εξέλιξη της επιδημίας στη χώρα μας. Το υπουργείο Υγείας ήρθε σε συμφωνία με την παραγωγό εταιρεία για επιτάχυνση των παραδόσεων των αντιιικών της αρχικής συμφωνίας, με αποτέλεσμα τις επόμενες δύο εβδομάδες να παραληφθούν περισσότερες από 10.000 θεραπείες. Φαρμακεία των νοσοκομείων του ΕΣΥ καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού θα εκτελούν συνταγές για τα αντιιικά φάρμακα σε συγκεκριμένο ωράριο (σύντομα θα αναρτηθούν στις ιστοσελίδες των ΥΠΕ οι σχετικές πληροφορίες), όπως είχε γίνει σε προηγούμενες περιόδους αργιών. Επιπλέον, το επόμενο διάστημα αντιιικά φάρμακα θα αποσταλούν και σε ορισμένα Κέντρα Υγείας νησιών με μεγάλη τουριστική κίνηση και επιβαρυμένο επιδημιολογικό φορτίο, μεταξύ των οποίων η Μύκονος, η Μήλος, η Ιος και η Πάτμος για την όσο το δυνατόν ταχύτερη πρόσβαση των ασθενών σε αυτά.
Η χορήγηση αντιιικής θεραπείας σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού έχει φανεί ότι μειώνει την πίεση στις ΜΕΘ που είναι και ο δείκτης που καθορίζει τη στρατηγική της κυβέρνησης έναντι της COVID-19. Προς το παρόν, δεν παρατηρείται αύξηση στις νοσηλείες σε ΜΕΘ. Χθες καταγράφηκαν 9.360 νέα κρούσματα της νόσου και 1.841 επαναλοιμώξεις, 23 θάνατοι ασθενών, 257 νέες νοσηλείες, ενώ 102 ασθενείς νοσηλεύονταν διασωληνωμένοι.
Οπως ανέφεραν χθες ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ, Θεοκλής Ζαούτης, και οι αντιπρόεδροι Δημήτρης Παρασκευής και Γεώργιος Παναγιωτακόπουλος, τις τελευταίες 4 εβδομάδες καταγράφεται σημαντική έξαρση στα κρούσματα κορωνοϊού λόγω των παραλλαγών Ομικρον ΒΑ.4 και ΒΑ.5 και των πολλών επαναμολύνσεων (πλέον αφορούν το 15% των κρουσμάτων). Η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται σε Ιόνιο, Νότιο Αιγαίο, Κρήτη και Αττική. Η αύξηση νοσηλειών σε απλές κλίνες δεν μεταφράζεται, τουλάχιστον προς το παρόν, σε αύξηση νοσηλειών σε κλίνες ΜΕΘ. Ενώ το χρονικό παράθυρο από την έναρξη της αύξησης των κρουσμάτων έως την αύξηση των νοσηλειών σε ΜΕΘ ήταν με τα προηγούμενα στελέχη της Ομικρον 12-15 ημέρες, στην παρούσα έξαρση έχουν περάσει 28 ημέρες και ακόμα ο αριθμός των νοσηλειών σε ΜΕΘ παραμένει σταθερός. Οπως ανέφερε ο κ. Παρασκευής, «ακόμα δεν έχουμε δει την κορύφωση αυτού του κύματος. Εκτιμούμε ότι δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια. Σημασία έχει η πίεση που θα επιφέρει στο σύστημα Υγείας και η οποία δεν αναμένεται να είναι μεγάλη».
«Με βάση τα δεδομένα που έχουμε και την εμπειρία άλλων χωρών, αναμένουμε να δούμε την κορύφωση αυτού του κύματος τις επόμενες μία με δύο εβδομάδες. Αυτό που μας καθησυχάζει είναι ότι παρότι βλέπουμε μία αύξηση στις νοσηλείες λόγω COVID-19, δεν βλέπουμε πολλά βαριά περιστατικά και νοσηλείες σε ΜΕΘ», τονίζει στην «Κ» η Παγώνα Δ. Λάγιου, καθηγήτρια Υγιεινής και Επιδημιολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ και πρόσεδρη καθηγήτρια Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Harvard των ΗΠΑ. Οπως σημειώνει, «το να κολλήσει κάποιος και να νοσεί ελαφρά δεν μας φοβίζει. Αυτό που μας φοβίζει είναι να έχουμε σοβαρά περιστατικά και το σύστημα Υγείας να μην μπορεί να τα αντιμετωπίσει». Η κ. Λάγιου επισημαίνει, «η εκτίμησή μου είναι ότι με βάση τη σημερινή εικόνα της επιδημίας δεν πρέπει να πάρουμε επιπλέον μέτρα. Εχουμε εκπαιδευτεί όλοι το προηγούμενο διάστημα για το πώς μπορούμε να προφυλαχθούμε. Χρειάζεται μόνο να χρησιμοποιήσουμε τη λογική μας και να αξιοποιήσουμε αυτή την εκπαίδευση στα ήδη γνωστά μέτρα: αποστάσεις, μάσκες όπου επικρατεί συνωστισμός, υγιεινή των χεριών». Η καθηγήτρια προσθέτει: «Πρέπει όλα τα άτομα άνω των 60 ετών να κάνουν και την 4η δόση του εμβολίου. Και τα άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου με το παραμικρό σύμπτωμα να απευθυνθούν άμεσα στον γιατρό τους καθώς υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες».
Πέννυ Μπουλούτζα (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)