Πολιτικό κόστος και οπτικές συντεχνιακής στόχευσης είναι οι κυρίαρχοι λόγοι για τους οποίους οι μεταρρυθμίσεις στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση δεν προχωρούν. Η μεταρρύθμιση του 1982 προχώρησε χωρίς μεγάλες αντιδράσεις διότι συνέπλεε με το πολιτικό πλαίσιο της εποχής για αλλαγή στους θεσμούς από μια ισχυρή πολιτικά κυβέρνηση. Εκτοτε όταν επιχειρήθηκαν ουσιαστικές αλλαγές συνάντησαν ισχυρές αντιδράσεις, οι οποίες έκαμψαν τον κυβερνητικό μεταρρυθμιστικό οίστρο λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους. Αντιδράσεις και αμήχανοι βηματισμοί παρατηρούνται τώρα ενόψει μιας νέας μεταρρύθμισης στην ανώτατη εκπαίδευση, που προωθεί η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.
Ενδεικτικά, στις 15 Δεκεμβρίου λήγει η προθεσμία που όρισε το υπουργείο στα ΑΕΙ για να συγκροτήσουν το Τμήμα Ασφαλείας και Προστασίας του ιδρύματος και να δρομολογήσουν την κατάρτιση των σχεδίων ασφαλείας. Και ενώ τα ΑΕΙ έχουν συγκροτήσει τα τμήματα, καθώς αυτά αποτελούνται από διοικητικούς υπαλλήλους τους ή συμβασιούχους χωρίς μεγάλες αρμοδιότητες, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» ελάχιστα πανεπιστήμια έχουν προχωρήσει τα σχέδια ασφαλείας, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την εγκατάσταση καμερών και τουρνικέ, τα οποία αποτελούν «αιτία πολέμου» για φοιτητικές παρατάξεις και τα μητρικά κόμματα της αντιπολίτευσης. Οι πρυτάνεις υποστηρίζουν ότι τα σχέδια κοστίζουν πολύ και χρειάζονται μελέτη. Από την άλλη, παρότι και οι ίδιοι δεν επιθυμούν την πανεπιστημιακή αστυνομία, επικρίνουν την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ότι «πιέζει εμάς για να προβάλει κάποιο μεταρρυθμιστικό έργο, τη στιγμή που έχει “παγώσει” τη συγκρότηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας».
Αλλο σημείο ισχυρής αντίστασης είναι ο τρόπος διοίκησης των ΑΕΙ. Οι πανεπιστημιακοί δεν επιθυμούν να δοθούν διοικητικές αρμοδιότητες σε άλλο, νέο όργανο πλην του πρύτανη (π.χ. το συμβούλιο που προωθεί η κυβέρνηση), τον οποίο θα εκλέγουν οι ίδιοι. Ενα επιχείρημά τους αφορά την πολιτική νομιμοποίηση που αποκτά ο εκλεγμένος πρύτανης. Αλλοι αναδεικνύουν τις σχέσεις συναλλαγής που αναπτύσσονται μεταξύ υποψηφίων πρυτάνεων και ψηφοφόρων, ενώ οι αντιδρώντες δεν επιθυμούν να αυξηθούν οι «παίκτες» στη διοίκηση του ΑΕΙ – και άρα η εποπτεία.
Προγράμματα σπουδών
Ενα ακόμη σημείο που προκαλεί εντάσεις αποτελεί η άρνηση να είναι το τμήμα η βασική ακαδημαϊκή μονάδα, αλλά η σχολή με προγράμματα σπουδών. Μεταξύ των βασικών λόγων είναι ο έλεγχος που έχουν τώρα οι πανεπιστημιακοί στην κάλυψη νέων θέσεων καθηγητών και τις προαγωγές στην ακαδημαϊκή βαθμίδα, ενώ αρκετοί θεωρούν ότι οι πανεπιστημιακοί αντιδρούν επειδή δεν θέλουν αλλαγή συσχετισμών και απώλεια εξουσίας σε περίπτωση που μικρά τμήματα ενταχθούν – «χαθούν» μέσα σε μια μεγάλη σχολή. Ωστόσο, το θέμα της δομής και της ανανέωσης των προγραμμάτων σπουδών είναι κομβικό για μια μεταρρύθμιση. Οπως δήλωσε στην «Κ» ο πρύτανης του ΕΜΠ και προεδρεύων της Συνόδου Πρυτάνεων, Ανδρέας Μπουντουβής, «η γνώση των διεθνών καλών ακαδημαϊκών πρακτικών σε θέματα προγραμμάτων σπουδών και ιδιαίτερα της προσαρμογής τους σε διαμορφωμένες ή αναδυόμενες εξελίξεις είναι πολύτιμος οδηγός για αλλαγές στα καθ’ ημάς. Αυτές προσφέρουν επιχειρήματα και στοιχεία τεκμηρίωσης όταν σχετικές προτάσεις έρχονται για σοβαρή συζήτηση. Ομως, είναι απαραίτητο να εκτιμηθεί με ρεαλισμό η διαμορφωμένη κατάσταση στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση και την εγχώρια και ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, ώστε ένα βιαστικό άλμα να μην εκτοπίσει μια αλληλουχία καλά μελετημένων θετικών βημάτων. Επί παραδείγματι, η σχέση περιεχομένου – τίτλου σπουδών και επαγγελματικών δικαιωμάτων είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, που δεν μπορεί να αγνοηθεί, αλλά ούτε και να αγνοήσει την ευρωπαϊκή πραγματικότητα στον τομέα».
Aπόστολος Λακασάς (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)