Σε αυξημένη επιφυλακή βρίσκονται υγειονομικές αρχές και επιστήμονες για τη διαφαινόμενη διασπορά του βρετανικού μεταλλαγμένου στελέχους του κορωνοϊού και τον εντοπισμό και του νοτιοαφρικανικού στελέχους στη χώρα μας. Εως χθες είχαν ταυτοποιηθεί συνολικά 173 δείγματα θετικά στο μεταλλαγμένο στέλεχος B.1.1.7 (βρετανικό), σε Αττική, Κρήτη, Βόρειο Ελλάδα και Πάτρα και ένα θετικό στο στέλεχος B.1.351 (νοτιοαφρικανικό) στη Θεσσαλονίκη. Η δε περίπτωση του ιερέα στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος έχει προσβληθεί από το νοτιοαφρικανικό στέλεχος και φέρεται να είχε νοσήσει πρόσφατα από COVID-19, εγείρει ερωτήματα και για το κατά πόσον το νέο στέλεχος μπορεί να διαφύγει από την ανοσιακή απάντηση του οργανισμού που επάγεται από τη νόσηση ή από τα εμβόλια. Οι ειδικοί επιστήμονες ωστόσο είναι καθησυχαστικοί, σημειώνοντας ότι υπάρχουν ισχυρά δεδομένα ότι τα mRNA εμβόλια παρέχουν επαρκή προστασία. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση των επαναμολύνσεων, η πιθανότερη έκβαση είναι μια πολύ ήπιας μορφής δεύτερη λοίμωξη.
«Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης, εάν επιβεβαιωθεί, θα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι είναι πιθανές οι επαναλοιμώξεις από διαφορετικά στελέχη του νέου κορωνοϊού. Απλώς υποθέτουμε –και ευελπιστούμε– ότι αυτές θα είναι πιο ήπιες, όπως συμβαίνει, ως ένα βαθμό, με τις επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις από τους ενδημικούς τύπους κορωνοϊών με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή από την παιδική μας ηλικία», σημειώνει στην «Κ» ο καθηγητής Μικροβιολογίας, διευθυντής του εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής και αντιπρύτανης του ΕΚΠΑ, Αθανάσιος Τσακρής. Σύμφωνα με τον καθηγητή, το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν τα εξουδετερωτικά αντισώματα, που παράγονται είτε μέσω της φυσικής μόλυνσης είτε μετά τον εμβολιασμό, μπορούν επαρκώς να αναγνωρίσουν τα νέα μεταλλαγμένα στελέχη του ιού. Το διακύβευμα αφορά κυρίως τη νοτιοαφρικανική καθώς και τη βραζιλιάνικη παραλλαγή του SARS-CoV-2 (η οποία δεν είχε εντοπιστεί έως χθες στη χώρα μας). Οπως εξηγεί ο κ. Τσακρής, «φαίνεται ότι τα εξουδετερωτικά αντισώματα μπορεί να μην αναγνωρίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό όλες τις νέες παραλλαγές του ιού. Το πιθανότερο είναι ωστόσο ότι τα Β και Τ λεμφοκύτταρα μνήμης του ανοσοποιητικού μας συστήματος θα συμβάλουν στο να είναι πολύ ηπιότερης μορφής οι τυχόν λοιμώξεις – και από τις ήδη καταγεγραμμένες παραλλαγές του ιού αλλά και από όσες θα προκύψουν στο μέλλον».
Καθησυχαστική εμφανίστηκε χθες και η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμού Μαρία Θεοδωρίδου, που τόνισε ότι «υπάρχουν ισχυρά δεδομένα ότι τα mRNA εμβόλια προσφέρουν και ισχυρή και ευρεία προστασία». Οπως ανέφερε, «προστασία δεν είναι μόνο τα εξουδετερωτικά αντισώματα. Ακόμα και χωρίς αντισώματα ένα άτομο προστατεύεται από τον ιό της ηπατίτιδας Β ή από την ιλαρά εφόσον έχει εμβολιαστεί. Υπάρχει και το σκέλος της κυτταρικής ανοσίας που συχνά δεν προσμετρείται και επομένως είναι υπερβολή το να θεωρούμε ότι μένουμε ανοχύρωτοι και ευάλωτοι όταν είναι μειωμένος ο τίτλος των εξουδετερωτικών αντισωμάτων».
«Ακόμα όμως και εάν φανεί μειωμένη η αποτελεσματικότητά τους έναντι νέων παραλλαγών του κορωνοϊού, η “ευελιξία” των mRNA εμβολίων κάνει εφικτή την ταχεία αναπροσαρμογή τους ώστε να καλύπτουν τις μεταλλάξεις, όποτε αυτό καταστεί αναγκαίο», επισημαίνει ο κ. Τσακρής. «Σε κάθε περίπτωση», συνεχίζει ο καθηγητής, «είναι αδιαμφισβήτητη η ανάγκη επιτάχυνσης των εμβολιασμών και μάλιστα με τη σωστή δοσολογία – και οι δύο δόσεις με την προβλεπόμενη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να υψωθεί σύντομα ένα ανοσιακό τείχος που θα μειώσει τις πιθανότητες εμφάνισης νέων ανθεκτικών μεταλλαγών του ιού».
Πέννυ Μπουλούτζα (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)