Με τρία εμβόλια διαθέσιμα και άλλο ένα στον προθάλαμο για να λάβει έγκριση από τις ρυθμιστικές αρχές πιθανότατα τον επόμενο μήνα, το μεγάλο ερώτημα όλων είναι πότε θα απαλλαγούμε από την πανδημία. Η απάντηση σε αυτό έγκειται εν πολλοίς στο πότε θα επιτευχθεί η λεγόμενη «ανοσία αγέλης», που θα σημαίνει ότι η COVID-19 δεν θα μπορεί να εξαπλωθεί. Πρώτη στάση σε αυτή την πορεία αναμένεται στα τέλη Μαΐου, όταν υπολογίζεται ότι θα έχει αποκτήσει ανοσία είτε λόγω νόσησης είτε λόγω εμβολιασμού το 30% του πληθυσμού και θα έχει χτιστεί αυτό που ονομάζουμε «τείχος ανοσίας» για τις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Υπολογίζοντας έναν σταθερό ρυθμό εμβολιασμού, η ανοσία αγέλης θα επιτευχθεί τον προσεχή Νοέμβριο, οπότε θα έχει ανοσία το 70% των πολιτών.
Σύμφωνα με το μοντέλο διαχείρισης υγειονομικού κινδύνου CORE (COVID-19 Risk Evaluation) της ερευνητικής ομάδας του Ερευνητικού Κέντρου HERACLES για το Εκθεσίωμα και την Υγεία του ΑΠΘ, με επικεφαλής τον καθηγητή Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ Δημοσθένη Σαρηγιάννη, λαμβάνοντας ως βασικές παραμέτρους τη διενέργεια σε μηνιαία βάση ενός εκατομμυρίου εμβολιασμών και την εξέλιξη της διασποράς του ιού, εκτιμάται ότι περί τα τέλη Μαΐου θα έχει ανοσία έναντι της COVID-19 το 30% του πληθυσμού. Το σχετικό ποσοστό σήμερα υπολογίζεται λίγο πάνω από το 9% στην επικράτεια, λαμβάνοντας υπόψη πόσοι έχουν μολυνθεί και πόσοι έχουν κάνει δύο δόσεις του εμβολίου.
«Το 30% είναι το λεγόμενο τείχος ανοσίας, το οποίο ωστόσο δεν σημαίνει πλήρη ελευθερία. Αλλά σαφώς απομακρύνει το ενδεχόμενο για lockdown», σημειώνει στην «Κ» ο κ. Σαρηγιάννης και προσθέτει: «Θα είναι δραματικό λάθος να βγει η μάσκα, τουλάχιστον έως ότου προσεγγίσουμε την ανοσία αγέλης, δηλαδή αποκτήσει ανοσία το 67%-70% του πληθυσμού».
Με βάση το προγνωστικό μοντέλο CORE, αυτό θα συμβεί σταδιακά. Εως το τέλος Ιουνίου το ποσοστό ανοσίας αναμένεται να φτάσει το 38%, στο τέλος Ιουλίου στο 46% και στο τέλος Αυγούστου στο 54%. Συμπληρώνοντας τον Σεπτέμβριο, το ποσοστό θα είναι 62% και εντός του Νοεμβρίου θα φτάσει στο 70%.
Οπως διευκρινίζει ο κ. Σαρηγιάννης, το μοντέλο λαμβάνει ως δεδομένο ότι θα διενεργούνται από τον Μάρτιο και μετά 1.000.000 εμβολιασμοί πολιτών τον μήνα. Υπενθυμίζεται ότι ήδη τα προγραμματισμένα ραντεβού για τον Μάρτιο ξεπερνούν τις 720.000 και αναμένεται να ανοίξουν τα ραντεβού και για επιπλέον ομάδες πληθυσμού. «Σε περίπτωση εντατικοποίησης του εμβολιασμού με 1.400.000 εμβολιασμούς τον μήνα, τότε η ανοσία αγέλης μπορεί να επιτευχθεί τέλος Σεπτεμβρίου. Εάν φτάσουμε τα όρια της δυναμικότητας του συστήματος, δηλαδή τα δύο εκατομμύρια εμβολιασμούς τον μήνα, τότε ίσως τον Αύγουστο να έχουμε πετύχει ανοσία αγέλης», σημειώνει ο καθηγητής.
Εκτός από τον ρυθμό των εμβολιασμών, το μοντέλο λαμβάνει υπόψη και άλλες παραμέτρους, όπως πόσοι θα νοσήσουν, τη βαρύτητα της νόσησης με βάση τη μέχρι τώρα εμπειρία (διαφοροποιεί τον χρόνο ανάπτυξης ανοσίας), τη διάρκεια της ανοσίας (υπολογίζεται στους οκτώ μήνες), τα μοντέλα συμπεριφοράς των πολιτών, τα ατομικά μέτρα προστασίας, τη μεταδοτικότητα του ιού, ακόμα και τις καιρικές συνθήκες. Οπως άλλωστε αναφέρει ο κ. Σαρηγιάννης, «από τον Ιούνιο και μετά, όλες οι προσομοιώσεις δείχνουν ότι θα έχουμε μια σημαντική μείωση του αριθμού των κρουσμάτων. Και όσο πιο προσεκτικά κινηθούμε όσον αφορά την άρση των περιοριστικών μέτρων, τόσο πιο μεγάλη θα είναι αυτή η μείωση».
Ηδη, πάντως, ένας στους έξι κατοίκους στην Αττική και ένας στους πέντε στη Θεσσαλονίκη έχει κάποιου βαθμού ανοσία, είτε μέσω φυσικής νόσησης είτε μέσω των εμβολιασμών. Αυτή την εκτίμηση κάνει στην «Κ» ο καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Χρήστος Χατζηχριστοδούλου με βάση τα συμπεράσματα της κυλιόμενης οροεπιδημιολογικής μελέτης COVID-19, η οποία καταδεικνύει ότι το δεύτερο κύμα της πανδημίας στη χώρα μας είχε ως αποτέλεσμα ένα σχετικά μεγάλο μέρος του πληθυσμού κυρίως της Βόρειας Ελλάδας να εκτεθεί στον ιό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Θεσσαλονίκη, που ήταν και το επίκεντρο του δεύτερου κύματος, αντισώματα έναντι του ιού είχε αναπτύξει τον Δεκέμβριο το 13,5% των κατοίκων. Η μελέτη, την οποία διενεργεί το Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε συνεργασία με άλλα πανεπιστήμια της χώρας, αφορά το διάστημα από τον Μάρτιο του 2020 έως το τέλος του έτους. Με εργαλείο την ανίχνευση αντισωμάτων IgG σε εναπομείναντες ορούς ατόμων που απευθύνθηκαν σε ιδιωτικά και δημόσια μικροβιολογικά εργαστήρια για έλεγχο ρουτίνας, οι επιστήμονες προσεγγίζουν το ποσοστό του πληθυσμού που έχει εκτεθεί στον SARS-CoV-2, ανεξαρτήτως επιβεβαιωμένων κρουσμάτων. Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα ανάλυση των στοιχείων τής εν εξελίξει μελέτης, η οποία παρουσιάστηκε σε συνέδριο της Γ΄ Παθολογικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, το πρώτο κύμα της πανδημίας άφησε τον πληθυσμό στην επικράτεια με χαμηλή ανοσία. Ετσι, τον Απρίλιο το ποσοστό της ανοσίας του πληθυσμού ήταν μόλις στο 0,25%, με το υψηλότερο ποσοστό να καταγράφεται στις μεγάλες ηλικίες (0,78% στους 70 ετών και άνω) και στα μεγάλα αστικά κέντρα (0,85% έναντι μόλις 0,01% στην υπόλοιπη χώρα). Με βάση τους υπολογισμούς των ερευνητών, στην πρώτη φάση της επιδημίας στη χώρα μας, ένα εργαστηριακά επιβεβαιωμένο κρούσμα COVID-19 αντιστοιχούσε σε επιπλέον 10 περιπτώσεις στην κοινότητα που δεν είχαν εντοπιστεί. Οπως αναφέρει στην «Κ» ο κ. Χατζηχριστοδούλου, «με την αύξηση των εργαστηριακών ελέγχων η αναλογία αυτή άλλαξε και στις αρχές του φθινοπώρου ένα επιβεβαιωμένο κρούσμα αντιστοιχούσε σε 4,7 περιπτώσεις στην κοινότητα».
Τον Αύγουστο το ποσοστό ανοσίας εκτιμήθηκε στο 0,35% του πληθυσμού και σταδιακά αυξήθηκε: τον Νοέμβριο το 4,5% του πληθυσμού είχε εκτεθεί στον ιό.
Η Θεσσαλονίκη
Οι ερευνητές εστίασαν στη Θεσσαλονίκη, που βρέθηκε στο επίκεντρο του δεύτερου κύματος. Οπως προκύπτει από τους ελέγχους, το ποσοστό ανοσίας του πληθυσμού στην πόλη έφτασε τον Δεκέμβριο στο 13,5% (διάστημα εμπιστοσύνης από 6,93% έως 20,18%). Σύμφωνα με τον κ. Χατζηχριστοδούλου, «με βάση αυτό το στοιχείο, αλλά και την πορεία των εμβολιασμών έως τώρα, υπολογίζεται ότι σήμερα το 20% των κατοίκων στη Θεσσαλονίκη έχει αναπτύξει ανοσία έναντι της COVID-19. Αντίστοιχα, στην Αττική το ποσοστό ανοσίας εκτιμάται στο 15% με 17%».
Οπως σημειώνει ο καθηγητής, ένα σημαντικό συμπέρασμα που προέκυψε από τη μελέτη είναι ότι ο τουρισμός το περασμένο καλοκαίρι δεν φαίνεται να επηρέασε την εξέλιξη της επιδημίας στη χώρα. Ενδεικτικές είναι οι αναλύσεις των δεδομένων από την Κρήτη, η οποία δέχθηκε μεγάλο αριθμό τουριστών το καλοκαίρι. Τον περασμένο Σεπτέμβριο το 1,22% του πληθυσμού της Κρήτης είχε εκτεθεί στον ιό και είχε αναπτύξει αντισώματα. Το αντίστοιχο ποσοστό τον ίδιο μήνα στην επικράτεια ήταν 2,52%. Οπως πάντως σημειώνει ο κ. Χατζηχριστοδούλου, «οι χώρες που κατάφεραν να μην έχουν δεύτερο κύμα (π.χ. Κίνα) ή καθόλου κρούσματα (π.χ. Ταϊβάν) εφάρμοσαν αυστηρούς ελέγχους στα σύνορα και υποχρεωτική καραντίνα 14 ημερών σε όλους τους ταξιδιώτες από το εξωτερικό (ακόμα και στην ομάδα εμπειρογνωμόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας!). Αυτό δεν ήταν εφικτό να γίνει στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες».
Κρίσιμη εβδομάδα, η οποία θα κρίνει σε ποια χρονική στιγμή θα μπορέσει να ξεκινήσει μια σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, είναι η επόμενη. Η μεγάλη πίεση στο σύστημα υγείας και το σταθερά υψηλό ιικό φορτίο της Αττικής, η έντονη αύξηση του επιδημικού φορτίου στον Πειραιά και στον Δυτικό Τομέα Αθηνών, αλλά και η διασπορά του βρετανικού στελέχους του SARS-CoV-2, έφεραν παράταση του αυστηρού lockdown στην Αττική, το οποίο ίσως παραμείνει έως και τις 15 Μαρτίου, προκειμένου να παραμείνει η κινητικότητα του πληθυσμού σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα και το τριήμερο των Απόκρεων.
Οι ειδικοί επιστήμονες εντός της εβδομάδας θα επαναξιολογήσουν τα δεδομένα, ωστόσο θεωρούν σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξει τις επόμενες ημέρες επιδείνωση των «σκληρών» δεικτών όπως είναι οι εισαγωγές ασθενών σε μονάδες εντατικής θεραπείας και οι θάνατοι λόγω της COVID-19.
Παρά τις ενδείξεις για σταθεροποίηση της επιδημίας που είχαν οι ειδικοί επιστήμονες στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας, που έδωσε ελπίδα για σταδιακή ύφεση της επιδημίας, η βραδεία μεν, επιδείνωση δε, των δεικτών των τελευταίων ημερών στο σύνολο της χώρας δεν άφησε περιθώρια για καμία χαλάρωση των μέτρων.
Ειδικότερα, την περασμένη Παρασκευή τα ενεργά κρούσματα στην επικράτεια ξεπερνούσαν τις 12.000, από 10.500 που ήταν στις 18 Φεβρουαρίου. Αυξητική τάση των ημερήσιων κρουσμάτων καταγράφηκε σε 56 περιφερειακές ενότητες στη χώρα και όπως ανέφερε η καθηγήτρια Παιδιατρικής του ΕΚΠΑ Βάνα Παπαευαγγέλου, παρατηρήθηκαν «πολλές μικρές πυρκαγιές σε όλη τη χώρα».
Τα δεδομένα από το νεοσύστατο Εθνικό Δίκτυο Επιδημιολογίας Λυμάτων ήταν επίσης ανησυχητικά, αφού έδειξαν αύξηση του ιικού φορτίου στις πέντε από τις επτά περιοχές της χώρας που ελέγχονται, και συγκεκριμένα σε Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Ηράκλειο Χανιά και Ρέθυμνο. Αν και στην Αττική φάνηκε μικρή υποχώρηση του ιικού φορτίου (κατά 16,2%), οι υπεύθυνοι του δικτύου ανέφεραν ότι η περιφέρεια διατηρείται στο κόκκινο σε ό,τι αφορά τον συγκεκριμένο δείκτη. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η αύξηση του ιικού φορτίου στις πόλεις της Κρήτης (αύξηση κατά 265% στο Ηράκλειο), γεγονός που σχετίζεται με την επικράτηση του βρετανικού στελέχους, το οποίο φαίνεται να έχει μεγάλη διασπορά και στην Αττική. Αλλωστε από τα 990 κρούσματα που έχουν εντοπιστεί σε 35 περιφερειακές ενότητες της χώρας από την αρχή λειτουργίας του Εθνικού Δικτύου Γονιδιωματικής Επιτήρησης μεταλλάξεων του SARS-CoV-2, τα 563 αφορούν την Αττική.
Η πίεση που ασκεί η πανδημία στο ΕΣΥ είναι έντονη και, σύμφωνα με τα στοιχεία που εξετάζουν τα μέλη της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, σε μία εβδομάδα αυξήθηκε η επιβάρυνση στις ΜΕΘ κατά 12%. Σύμφωνα με την καθηγήτρια Εντατικής Θεραπείας του ΕΚΠΑ, διευθύντρια της ΜΕΘ του Ευαγγελισμού, Αναστασία Κοτανίδου, σε αυτή τη φάση η Αθήνα βιώνει τη μεγαλύτερη πίεση από τον κορωνοϊό, σε ό,τι αφορά τις νοσηλείες ειδικά στις κλίνες των μονάδων εντατικής θεραπείας, όπου άλλωστε η πληρότητα είναι κοντά στο 90% με περισσότερους από 240 ασθενείς να νοσηλεύονται τα τελευταία 24ωρα σε αυτές.
Για την κάλυψη των αναγκών, το υπουργείο Υγείας και οι διοικήσεις των ΥΠΕ και των νοσοκομείων διαθέτουν όλο και περισσότερες κλίνες εντατικής για την περίθαλψη των ασθενών με κορωνοϊό, μετατρέποντας γενικές ΜΕΘ νοσοκομείων σε ΜΕΘ COVID.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι μονάδες των νοσοκομείων Ερυθρός Σταυρός και «Αγία Ολγα». Οι ΜΕΘ αδειάζουν με τη διακομιδή των ασθενών που νοσηλεύονται σε άλλα νοσοκομεία και κυρίως τον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον ενεργοποιούνται σταδιακά και νέες κλίνες που μόλις παραδόθηκαν στο ΕΣΥ, όπως οι νέες κλίνες εντατικής του ΚΑΤ. Αλλωστε, μέσα σε σχεδόν μία εβδομάδα, οι κλίνες ΜΕΘ COVID αυξήθηκαν από 250 σε περίπου 300.
Αυξημένες είναι και οι εισαγωγές ασθενών σε απλές κλίνες COVID, οι δυνατότητες αύξησης των οποίων είναι σαφώς μεγαλύτερες. Από τις αρχές της εβδομάδας έως και την περασμένη Πέμπτη, περισσότεροι από 600 ασθενείς με κορωνοϊό χρειάστηκε να εισαχθούν για νοσηλεία σε νοσοκομεία της Αττικής.
Πέννυ Μπουλούτζα (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)