Οι χειρισμοί των διωκτικών αρχών στην υπόθεση του ενεχυροδανειστή Ριχάρδου και του κυκλώματος χρυσού έφερε και πάλι στην επικαιρότητα μείζονος σημασίας θέματα που αφορούν την οργάνωση των ανακρίσεων από τις αρμόδιες αρχές σε σοβαρές υποθέσεις, με τρόπο που να εγείρονται ερωτήματα για την τήρηση της νομιμότητας και την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών, ακόμη και εκείνων που παραβαίνουν τον νόμο.
Η θέση της ανακρίτριας που χειρίζεται τον φάκελο της υπόθεσης με τον χρυσό, η οποία γραπτώς παραδέχθηκε τα λάθη και τις παραλείψεις και τάχθηκε υπέρ της απόλυσης όσων είχαν προφυλακιστεί, πιστοποίησε με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι αστυνομικές υπηρεσίες οργάνωσαν μια δικογραφία, με ευθύνη και των δικαστικών αρχών, στηρίζοντας τα θεμέλιά της και σε σαθρά υλικά. Η παράλειψή τους να ζητήσουν από τις τελωνειακές αρχές, όπως έκαναν εκ των υστέρων, εγγράφως τοποθέτηση για το αν ισχύει η κατηγορία της λαθρεμπορίας για εξαγωγές χρυσού στην Τουρκία, ήταν το στοιχείο που πυροδότησε την έντονη αμφισβήτηση για τη θεμελίωση της δικογραφίας και οδήγησε την ανακρίτρια –στη συνέχεια και την εισαγγελέα– στη διαπίστωση ότι λαθρεμπορία δεν υπάρχει.
Η κατάπτωση της κατηγορίας οδήγησε αρχικά την ανακρίτρια σε απόφαση περί απόλυσης των κρατούμενων κατηγορούμενων, θέση που υιοθέτησε και η αρμόδια εισαγγελέας, με αποτέλεσμα μετά την αποδυνάμωση της λαθρεμπορίας να μην μπορούν να σταθούν και οι άλλες βαριές κατηγορίες, όπως εγκληματική οργάνωση, ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος και λοιπά.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εύλογο: Γιατί να μη ρωτήσουν οι διωκτικές αρχές, που οργάνωσαν την έρευνα σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση, πρώτα τις τελωνειακές αρχές –όπως ορίζει ο νόμος– για το αν οφείλονται δασμοί για εξαγωγές στην Τουρκία, παρά να αρκεστούν στη μαρτυρία ενός ιδιώτη εκτελωνιστή; Πρόκειται για τον μάρτυρα-κλειδί που κατέθεσε τι δασμοί χάθηκαν για το Δημόσιο, πόσα ήταν τα διαφυγόντα έσοδα, πόσο κοστίζει ο χρυσός που εξήχθη παράνομα στη γείτονα και πάνω στη μαρτυρία του στήθηκε η κατηγορία της λαθρεμπορίας, θεμέλιο για τις περισσότερες και τις σοβαρότερες άλλες κατηγορίες.
Βεβαίως, το τι θα γίνει τελικά με τους προφυλακισμένους θα αποφασιστεί από το δικαστικό συμβούλιο, που έχει αναλάβει να λύσει τον γρίφο και να απαντήσει σε δεκάδες ερωτήματα που τέθηκαν για την τήρηση της νομιμότητας στις έρευνες μιας υπόθεσης από τη φύση της πολύ σοβαρής, αφού, πέραν όλων των άλλων, αφορά χιλιάδες πολιτών που έχουν κακοπάθει στα χέρια εγκληματικών συμμοριών και ασυνείδητων επαγγελματιών οι οποίοι εκμεταλλεύονται τις οικονομικές τους ανάγκες και τους ξεζουμίζουν.
Μεγάλη ζημιά
Ομως η φύση της υπόθεσης, με δεδομένη την κοινωνική ευαισθησία για τις παράνομες πρακτικές στο πεδίο της οικονομικής ανάγκης χιλιάδων πολιτών, είναι το βασικό στοιχείο που μεγιστοποιεί τα λάθη και τις παραλείψεις των διωκτικών αρχών, που οδήγησαν στην αμφισβήτηση των κατηγοριών και ουσιαστικά τορπίλισαν τη δικογραφία για τη δράση των κυκλωμάτων χρυσού. Γιατί, κακά τα ψέματα, ακόμα και αν δεν αφεθούν οι προφυλακισθέντες, ακόμα κι αν το συμβούλιο ταχθεί –γεγονός απίθανο– αντίθετα απ’ ό,τι ανακρίτρια και εισαγγελέας, η έντονη αμφισβήτηση των κατηγοριών έχει ήδη προκαλέσει μεγάλη ζημιά και είναι εξαιρετικά δύσκολο η υπόθεση αυτή να σταθεί αργότερα στο ακροατήριο.
Και εδώ είναι που προκύπτουν τα σοβαρά ερωτήματα. Προχειρότητα, γκάφα ολκής, κεκτημένη ταχύτητα να βασίζονται σε σοβαρές υποθέσεις οι διωκτικές αρχές σε μάρτυρες και να μην επιμένουν να στοιχειοθετούν τις όποιες κατηγορίες με αδιάσειστα στοιχεία; Δικαστικές πηγές επισημαίνουν πως η πρακτική που ακολουθείται, τελευταία όλο και πιο συχνά, μάρτυρες κυρίως να στηρίζουν κατηγορίες βαριές σε σοβαρές υποθέσεις, αποδείχθηκε και στην υπόθεση του κυκλώματος του χρυσού «αχίλλειος πτέρνα» για τις διωκτικές αρχές.
Οι ίδιες πηγές σημειώνουν πως το ίδιο συνέβη και με άλλες υποθέσεις που απασχόλησαν έντονα τον τελευταίο καιρό και διέθεταν μάλιστα και πολιτικές διαστάσεις, όπως της Novartis, όπου μόνον μάρτυρες κατέθεσαν περί χρηματισμού πολιτικών από τον φαρμακευτικό κολοσσό, προκαλώντας οργίλες αντιδράσεις από τους εμπλεκομένους και σκληρές πολιτικές αντιπαραθέσεις. Η στήριξη των κατηγοριών κατά πολιτικών σε μάρτυρες μόνον, και μάλιστα προστατευόμενους, δεν έπεισε για τη θεμελίωση της υπόθεσης και πυροδότησε αμφισβητήσεις που θόλωσαν την εικόνα και στέρησαν τις δικαστικές αρχές από την απαιτούμενη αναμφισβήτητη αξιοπιστία των στοιχείων για τις έρευνές τους.
Μάρτυρες ήταν και πάλι τα κεντρικά πρόσωπα για τη δικογραφία με το σύστημα ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων που οδηγήθηκε στη Βουλή, καθώς πρώην διευθυντής εξοπλισμών (μετά το 2004), ο Ευάγγελος Βασιλάκος, κατέθεσε τις «εκτιμήσεις» του –όχι γεγονότα– για χρηματισμό του πρώην υπουργού Γιάννου Παπαντωνίου και για γνώση των παράνομων πρακτικών από τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη.
Και στην υπόθεση αυτή, η στήριξη της δικογραφίας σε μάρτυρες που προσέφεραν εκτιμήσεις και όχι απτά στοιχεία προκάλεσε αντιδράσεις,αμφισβητήθηκε το κίνητρο των μαρτυρικών καταθέσεων, πυροδοτώντας σχόλια για σκοπιμότητες και άλλα παρεμφερή. Η «μόδα» των μαρτύρων, ως βασικών πυλώνων για να στηριχθούν κατηγορίες, προτιμήθηκε και στην υπόθεση με τα κυκλώματα χρυσού, με όσα ακολούθησαν.
Κίνδυνος κατάρρευσης
Γιατί όμως δίνεται βαρύτητα στις μαρτυρίες, και πάντως όχι σε συνδυασμό με απτά στοιχεία, όπως λογαριασμοί, έγγραφα δημοσίων υπηρεσιών και άλλα; Δικαστικές πηγές αποδίδουν τη νεόκοπη πρακτική –που δοκιμάζεται ήδη σκληρά– σε προχειρότητα, βιασύνη, έλλειψη γνώσεων, αλλά δεν αποκλείουν κάποιες φορές να προτιμάται από την ανάγκη να εξυπηρετηθούν δικογραφίες που δεν στέκονται αλλιώς.
Βεβαίως, δικαστικοί με εμπειρία ετών δεν παραλείπουν να σημειώσουν πως αυτές οι δικογραφίες έχουν κοντά ποδάρια, δεν στέκουν στα ακροατήρια και σύντομα καταρρέουν, συμπαρασύροντας, εκτός από τις αστήρικτες κατηγορίες, την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Αλλωστε τα παραδείγματα είναι πολλά και πρόσφατα. Γι’ αυτό και οι ίδιες πηγές προσθέτουν πως, κάποτε, ίσως τα παθήματα θα πρέπει να γίνουν και μαθήματα...
IΩΑΝΝΑ ΜΑΝΔΡΟΥ (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)