Στον αέρα τινάζει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς το κύμα ακρίβειας, με το μεγαλύτερο πλήγμα να υφίστανται τα φτωχότερα νοικοκυριά, καθώς πλέον οι μηνιαίες δαπάνες για τρόφιμα, θέρμανση, ηλεκτρικό ρεύμα, μεταφορές και ενοίκιο ξεπερνούν το μηνιαίο εισόδημα.
Βαρύ είναι το πλήγμα και για τις μικρομεσαίες και μεσαίες εισοδηματικές κατηγορίες, καθώς στην πραγματικότητα μετά την κάλυψη των βασικών αναγκών δεν μένει σχεδόν τίποτα για ψυχαγωγία και διασκέδαση, όπως παρακολούθηση θεαμάτων και ταξίδια, πολλώ δε μάλλον για αποταμίευση. Για να βγει ο λογαριασμός, στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών θα κληθεί να αλλάξει –εάν δεν το κάνει ήδη– πολλές αγοραστικές συνήθειες ή ακόμη και να αναζητήσει μικρότερο σπίτι ή να χρησιμοποιεί αποκλειστικά τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Με βάση τα στοιχεία από την τελευταία έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών και τα νέα δεδομένα από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) για την εξέλιξη των τιμών, προκύπτει ότι ένα νοικοκυριό με μηνιαίο εισόδημα έως 750 ευρώ καλείται να καλύψει δαπάνες… 918 ευρώ! Η κατάσταση, ιδίως εάν πληρώνει ενοίκιο, κάθε άλλο παρά ιδανική ήταν και πέρυσι, καθώς και πάλι οι μηνιαίες δαπάνες υπερέβαιναν το εισόδημα, έστω και κατά 45 ευρώ, αλλά θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι καλύπτονται από τους 14 μισθούς (δώρο Χριστουγέννων, δώρο Πάσχα και επίδομα αδείας) εάν πρόκειται για εισόδημα που προέρχεται από μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Η επιπλέον επιβάρυνση των 123 ευρώ μηνιαίως ή 1.476 ετησίως δεν μπορεί να καλυφθεί από τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, και πλέον το νοικοκυριό αυτό θα πρέπει να αναζητήσει και άλλη πηγή εισοδήματος ή να περιορίσει σημαντικά τις δαπάνες.
Γιατί εκτοξεύεται το κόστος ζωής έτσι; Εάν το ίδιο νοικοκυριό πέρυσι πλήρωνε μηνιαίως 167 ευρώ για τρόφιμα, 300 ευρώ ενοίκιο, 43 ευρώ για ηλεκτρικό ρεύμα, 13 ευρώ για θέρμανση (κεντρική θέρμανση με πετρέλαιο) και 40 ευρώ για μετακινήσεις, δηλαδή 562,83 ευρώ για την κάλυψη των πλέον βασικών αναγκών (σ.σ. δεν έχουν περιληφθεί οι δαπάνες για ένδυση – υπόδηση, εστιατόρια, επικοινωνίες κ.λπ.), δηλαδή το 75% του εισοδήματός του, τώρα απαιτείται το 88% του εισοδήματός του. Ακόμη και εάν δεν καταβάλλει ενοίκιο, έχει μια επιβάρυνση γύρω στα 73 ευρώ μηνιαίως από τις ανατιμήσεις σε τρόφιμα, καύσιμα και ηλεκτρικό ρεύμα. Μόνο για ηλεκτρικό ρεύμα, τρόφιμα και πετρέλαιο θέρμανσης ξοδεύει φέτος περίπου το 42% του μηνιαίου εισοδήματός του, ενώ την ίδια εποχή πέρυσι χρειαζόταν να δαπανήσει το 33%.
Για ένα νοικοκυριό με μηνιαίο εισόδημα 1.451-1.800 ευρώ που μένει επίσης σε νοικιασμένο σπίτι, η επιπλέον επιβάρυνση από τις ανατιμήσεις υπολογίζεται μηνιαίως περίπου σε 185 ευρώ. Μόνο για τρόφιμα, ηλεκτρικό ρεύμα, θέρμανση και μετακινήσεις υπολογίζεται ότι επιβαρύνεται φέτος με σχεδόν 130 ευρώ περισσότερα. Σε περίπτωση δε που για τη θέρμανσή του χρησιμοποιεί φυσικό αέριο, τότε φέτος θα πλήρωνε πολύ περισσότερα χρήματα, αφού η τιμή του έχει αυξηθεί κατά 122,6% σε σύγκριση με τον περυσινό Απρίλιο.
Για νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα πάνω από 3.500 ευρώ, η επιπλέον επιβάρυνση από τις ανατιμήσεις υπολογίζεται σε περίπου 369 ευρώ. Αν και με συντηρητικούς υπολογισμούς το εισόδημα επαρκεί για να καλύψει τις βασικές ανάγκες, πλέον στο τέλος του μήνα περισσεύουν μόνο 220 ευρώ, ενώ πρώτα μπορούσε κάποιος να έχει ακόμη κάτι λιγότερο από 600 ευρώ για να κάνει κάποιες επιπλέον αγορές, ταξίδια ή για να αποταμιεύσει.
Για μια τετραμελή οικογένεια (ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά) που καταβάλλει ενοίκιο 650 ευρώ για την κύρια κατοικία της, η επιπλέον επιβάρυνση υπολογίζεται σε τουλάχιστον 215 ευρώ κάθε μήνα ή 2.580 ευρώ ετησίως, περισσότερο δηλαδή από δύο μέσους μισθούς πλήρους απασχόλησης (σ.σ. ο μέσος μισθός για το σύνολο των επιχειρήσεων υπολογίζεται σε 1.143,5 ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ).
Αρκετά περισσότερα χρήματα καλούνται να πληρώσουν τα νοικοκυριά και για είδη ένδυσης και υπόδησης, αλλά και για εστιατόρια ή ξενοδοχεία. Οι δύο αυτές κατηγορίες, μαζί και με άλλα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, αναμένεται ότι είναι αυτές που σε πρώτη φάση θα δεχθούν ισχυρό πλήγμα από την αναγκαστική περικοπή των δαπανών στην οποία ήδη οδηγούνται τα νοικοκυριά για να μπορέσουν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους.
Δήμητρα Μανιφάβα (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)