Τα μηνύματα στο κινητό ή στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που αποστέλλονται δήθεν από τράπεζες με στόχο την αποκάλυψη κωδικών χρήσης πιστωτικών καρτών και αριθμών λογαριασμών καθώς και προσωπικών στοιχείων είναι ο πιο συνηθισμένος τρόπος του λεγόμενου phishing (ηλεκτρονικό ψάρεμα) για την εξαπάτηση των καταναλωτών και την απόσπαση κρίσιμων δεδομένων από επιτήδειους που στη συνέχεια αποσπούν χρήματα από τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Το γεγονός, ωστόσο, ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν μέτρα και οι καταναλωτές αρχίζουν να γίνονται πιο καχύποπτοι έχει ως συνέπεια οι επιτήδειοι να επιστρέφουν σε πιο παραδοσιακούς τρόπους.

Οπως αποκαλύπτει η ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Συνηγόρου του Καταναλωτή, πλέον οι επιτήδειοι προσεγγίζουν τα υποψήφια θύματα μέσω αγγελιών που τα ίδια έχουν αναρτήσει. Συγκεκριμένα, ιδιαίτερα αυξημένος παρουσιάζεται ο αριθμός αναφορών που λαμβάνει η Αρχή σχετικά με την εξαπάτηση καταναλωτών που έχουν αναρτήσει ιδιωτικές αγγελίες στο Διαδίκτυο. Η εξαπάτηση γίνεται μέσω τηλεφωνικών κλήσεων που δέχονται από άγνωστα πρόσωπα, τα οποία, προσποιούμενα τους υποψήφιους αγοραστές προϊόντων ή υπηρεσιών που τίθενται προς πώληση, τους παραπείθουν σε αποκάλυψη προσωπικών κωδικών πρόσβασης e-banking ή στοιχείων χρεωστικών – πιστωτικών καρτών.

Νέους τρόπους εξαπάτησης των καταναλωτών έχουν επινοήσει οι επιτήδειοι και στον κλάδο του ηλεκτρονικού εμπορίου. Αν και οι σχετικές καταγγελίες που δέχθηκε ο Συνήγορος του Καταναλωτή ήταν λιγότερες σε σύγκριση με το 2020, χρονιά της μεγάλης «έκρηξης» του ηλεκτρονικού εμπορίου, οι περιπτώσεις παρελκυστικών πρακτικών και πρακτικών εξαπάτησης δεν έλειψαν.

Ποια είναι τα πιο συνηθισμένα φαινόμενα; Αθλητικά ενδύματα και υποδήματα πολύ γνωστών εμπορικών εταιρειών που προσφέρονται σε τιμές-κράχτες, αφού είναι ιδιαίτερα και σε ύποπτο βαθμό χαμηλές σε σχέση με τις συνήθεις τιμές διάθεσης αυτών των προϊόντων στην αγορά. Τα προϊόντα αυτά, όποτε παραδίδονται στους καταναλωτές, διαπιστώνεται ότι είναι πολύ χαμηλής ποιότητας και συνήθως σε χρώμα ή/και νούμερο διαφορετικά από την παραγγελία, χωρίς δυνατότητα αλλαγής, αφού η έδρα των πωλητών για την επιστροφή των προϊόντων δεν αναφέρεται στις ιστοσελίδες τους ή δηλώνονται ψευδή στοιχεία επικοινωνίας. Για τις συναλλαγές αυτές δεν εκδίδεται ή εκδίδεται πλαστή απόδειξη λιανικής πώλησης, ενώ είναι χαρακτηριστική και η τακτική πολλών τέτοιων επιτήδειων να λειτουργούν περισσότερες ιστοσελίδες με παρεμφερή ονόματα χώρου (domain names) και να παριστάνουν ψευδώς ότι είναι διαφορετικά καταστήματα που δήθεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους, ώστε να πείθουν ευκολότερα και να εξαπατούν τους καταναλωτές.

Δήμητρα Μανιφάβα (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)