Σημαντική υποχώρηση του πιο σκληρού δείκτη αυτής της πανδημίας, που είναι ο ημερήσιος αριθμός θανάτων, καταγράφεται τα τελευταία 24ωρα. Χθες δηλώθηκαν 23 νέοι θάνατοι ασθενών που είχαν προσβληθεί από COVID-19, ενώ προχθές είχαν καταγραφεί 27, όταν κατά μέσον όρο την προηγούμενη εβδομάδα δηλώθηκαν περίπου 40 θάνατοι κάθε ημέρα. Συνολικά στη χώρα μας τα θύματα της COVID-19 από την αρχή της πανδημίας είναι 12.145, με τους μισούς θανάτους να έχουν καταγραφεί τους τελευταίους τέσσερις μήνες στη διάρκεια του τρίτου και μεγαλύτερου επιδημικού κύματος. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική παρατήρηση καταδεικνύει ότι κατά το τρίτο κύμα οι θάνατοι σε αναλογία με τα κρούσματα και τους διασωληνωμένους ασθενείς ήταν λιγότεροι σε σύγκριση με το δεύτερο κύμα, γεγονός που αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στη θετική επίδραση των εμβολιασμών τους τελευταίους μήνες.
Ειδικότερα, από 12.145 θανάτους ασθενών με COVID-19, 5.076 είχαν καταγραφεί από τις 15 Οκτωβρίου 2020 έως και τις 20 Ιανουαρίου 2021 –περίοδος που περιλαμβάνει το δεύτερο επιδημικό κύμα– σε σύνολο 126.478 εργαστηριακά επιβεβαιωμένων κρουσμάτων. Από τις 21 Ιανουαρίου έως και χθες –περίοδος του τρίτου κύματος– καταγράφηκαν 6.600 θάνατοι ασθενών, σε διπλάσιο όμως αριθμό κρουσμάτων (255.571).
Κατά το δεύτερο κύμα παρατηρήθηκε κατακόρυφη αύξηση των ημερήσιων θανάτων ασθενών με COVID-19, οι οποίοι από 9 την 1/11/2020 έφθασαν στις 28/11/ 2020 τους 121, που είναι και ο υψηλότερος αριθμός που έχει καταγραφεί έως τώρα στη χώρα μας σε μία ημέρα. Στο τρίτο κύμα, η αντίστοιχη αύξηση, με πολύ πιο αργό ρυθμό, ήταν από περίπου 20 την ημέρα την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου σε 104 στις 15 Απριλίου. Αντίστοιχα, ο αριθμός των ημερήσιων κρουσμάτων στην κορύφωση του τρίτου κύματος ξεπέρασε τις 4.000, φθάνοντας και τις 4.340, όταν τη χειρότερη ημέρα του δεύτερου επιδημικού κύματος ήταν 3.316, ενώ ο αριθμός των διασωληνωμένων ασθενών ανήλθε σε 847 στο τρίτο κύμα (20 Απριλίου 2021), έναντι 622 που ήταν ο ανώτερος αριθμός διασωληνωμένων ασθενών που καταγράφηκε στο δεύτερο κύμα (3 Δεκεμβρίου 2020).
«Η αναλογία θανάτων σε σχέση με τον αριθμό των διασωληνωμένων ασθενών, αλλά και τον συνολικό αριθμό κρουσμάτων σε αυτό το τρίτο κύμα, ήταν πολύ καλύτερη, συγκριτικά με το δεύτερο κύμα», αναφέρει στην «Κ» ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής, στο Εργαστήριο Υγιεινής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής του ΕΚΠΑ, Δημήτρης Παρασκευής. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό οφείλεται αφενός στην επίδραση του εμβολιασμού έναντι της νόσου στα ηλικιωμένα άτομα, τα οποία έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν σοβαρά από την COVID-19, αφετέρου στη μεγαλύτερη εμπειρία στην αντιμετώπιση των ασθενών. Οπως επισημαίνει ο κ. Παρασκευής, ρόλο διαδραμάτισε και η μεγαλύτερη διάρκεια του τρίτου κύματος, που σημαίνει και μεγαλύτερη χρονική διασπορά των περιστατικών, γεγονός που το έκανε καλύτερα διαχειρίσιμο. «Και αυτό είναι επίδραση των μέτρων που ελήφθησαν. Η απάντηση για όσους λένε ότι τα μέτρα δεν λειτούργησαν, είναι αυτή», σημειώνει ο καθηγητής, προσθέτοντας ότι περιόρισαν τη ζημία με ηπιότερη αυξητική τάση των δεικτών «απλωμένη» στον χρόνο. Υπενθυμίζεται πως το δεύτερο κύμα ουσιαστικά διήρκεσε 1-1,5 μήνα, ενώ το τρίτο ξεκίνησε Φεβρουάριο και είναι ακόμη σε εξέλιξη, αν και σε ύφεση. «Είμαστε σε καλό δρόμο, αλλά δεν ξεμπερδέψαμε ακόμη. Οχι οριστικά. Χρειάζεται να επεκταθεί ο εμβολιασμός και να φθάσει σε ένα υψηλό ποσοστό για να αισθανθούμε πιο ασφαλείς», τονίζει ο κ. Παρασκευής.
Πέννυ Μπουλούτζα (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)