Η Ελλάδα παραμένει η κορυφαία ναυτιλιακή χώρα στον κόσμο, καθώς οι Ελληνες πλοιοκτήτες με 5.514 πλοία ελέγχουν σήμερα περίπου το 21% του παγκόσμιου στόλου, σε όρους χωρητικότητας (dwt). Η συνολική χωρητικότητα του ελληνόκτητου στόλου έχει μάλιστα αυξηθεί κατά 45,8% σε σύγκριση με το 2014, ενώ ακόμη και κατά τη διάρκεια της COVID-19, δηλαδή από το 2019, η χωρητικότητα αυξήθηκε κατά 7,4%. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την ετήσια έκθεση της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) στην οποία επισημαίνεται ότι καθώς ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος μεταφέρει φορτία μεταξύ τρίτων χωρών σε ποσοστό άνω του 98% της μεταφορικής του ικανότητας, αποτελεί τον μεγαλύτερο διασυνοριακό μεταφορέα παγκοσμίως.
Σε εθνικό επίπεδο, η ελληνική ναυτιλία παραμένει στρατηγικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σημαντικό και για την ελληνική οικονομία: οι θαλάσσιες μεταφορές συνεισφέρουν περισσότερο από το 3% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας και ανέρχονται συνολικά περίπου στο 7% του ΑΕΠ (άμεσα και έμμεσα), προσφέροντας σχεδόν 200.000 θέσεις εργασίας, σημειώνεται στην ετήσια έκθεση της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών. Παρέχουν επίσης σημαντικές καθαρές εισροές στην ελληνική οικονομία: το 2021, οι εισροές στο ελληνικό ισοζύγιο πληρωμών από τις θαλάσσιες μεταφορές, όχι μόνο ξεπέρασαν τα επίπεδα του 2019, μετά την ύφεση που προκλήθηκε το 2020 από την πανδημία, αλλά επίσης είναι οι υψηλότερες που έχουν καταγραφεί μετά το 2008 και ανέρχονται σε πάνω από 17 δισ. ευρώ.
Ο ελληνόκτητος στόλος αντιπροσωπεύει το 59% του στόλου που ελέγχεται από κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.). Το δε ένα τρίτο του ελληνόκτητου στόλου φέρει σημαία κράτους-μέλους της Ε.Ε. Οι Ελληνες πλοιοκτήτες επενδύουν συνεχώς σε νέα, ενεργειακά αποδοτικά πλοία και σε φιλικό προς το περιβάλλον εξοπλισμό. H μέση ηλικία του ελληνόκτητου στόλου (9,99 έτη) είναι χαμηλότερη από τον παγκόσμιο μέσο όρο (10,28 έτη), σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕΕ. «Η ελληνική ναυτιλία, ως ηγέτις, αξιοποιώντας τη συσσωρευμένη τεχνογνωσία της, παραμένει πρωτοπόρος στις εξελίξεις πάντα με προτάσεις ρεαλιστικές και στόχους ουσιαστικούς, όπως η έρευνα και η ανάπτυξη εναλλακτικών ναυτιλιακών καυσίμων, φιλικών προς το περιβάλλον», τονίζει μεταξύ άλλων η νέα πρόεδρος της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών, Μελίνα Τραυλού.Ελλάδα: Κορυφαία ναυτιλιακή χώρα στον κόσμο.
Οι παραγγελίες ναυπήγησης πλοίων από Ελληνες πλοιοκτήτες ανέρχονται σε 173 πλοία (από 104 πλοία το προηγούμενο έτος), που αντιστοιχούν σε 17,3 εκατομμύρια dwt. Πάνω από το ένα τρίτο των πετρελαιοφόρων και σχεδόν ένα στα έξι πλοία μεταφοράς LNG, που ναυπηγούνται αυτή τη στιγμή στον κόσμο, θα παραδοθούν σε Ελληνες πλοιοκτήτες. Επιπλέον, περισσότερο από το ένα τέταρτο (27,6%) της ελληνόκτητης χωρητικότητας (σε dwt) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παγκόσμιου προτύπου του Δείκτη Ενεργειακής Απόδοσης κατά τη σχεδίαση του πλοίου (EEDI), τεχνικό μέτρο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (IMO), το οποίο διασφαλίζει βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση για τα πλοία. Oι Ελληνες πλοιοκτήτες επενδύουν σταθερά σε μεγαλύτερα πλοία που έχουν επίσης μεγαλύτερη αποδοτικότητα και περιβαλλοντικά οφέλη λόγω των οικονομιών κλίμακας. Από το 2014, η αύξηση της μεταφορικής ικανότητας (σε dwt) του ελληνόκτητου στόλου είναι πολύ μεγαλύτερη από την αύξηση του αριθμού των πλοίων.
Στα 13,57 δισ. δολ. τα δάνεια ελληνικών τραπεζών στη ναυτιλία
Με διψήφιους ρυθμούς αυξήθηκαν οι χρηματοδοτήσεις που χορήγησαν οι ελληνικές τράπεζες σε ελληνικών συμφερόντων ναυτιλιακές επιχειρήσεις το 2021, με αποτέλεσμα το συνολικό χαρτοφυλάκιο των ναυτιλιακών δανείων τους να ενισχυθεί κατά 14,2% στα 13,57 δισ. δολάρια. Τη μεγαλύτερη αύξηση κατέγραψε το χαρτοφυλάκιο της Eurobank, στα 3,38 δισ. δολάρια, καθιστώντας την μάλιστα τη δεύτερη μεγαλύτερη χρηματοδότηση της ελληνικής ναυτιλίας μετά την Credit Suisse. Ακολουθεί η Πειραιώς με χαρτοφυλάκιο 3,25 δισ., η Alpha Bank με 3,2 δισ., η Eθνική Τράπεζα με δάνεια 2,64 δισ. και η Aegean Baltic Bank με 536 εκατ. Αλλες τρεις τράπεζες με «ελληνικό DNA», η Τράπεζα Κύπρου, η Ελληνική Τράπεζα και η Astrobank έχουν αθροιστικά χορηγήσει άλλα 560 εκατ. δολάρια σε ελληνικών συμφερόντων ναυτιλιακές επιχειρήσεις.
Ωστόσο αύξηση κατέγραψαν και τα δάνεια προς την ελληνική ναυτιλία από τράπεζες του εξωτερικού, με αποτέλεσμα η συνολική τραπεζική έκθεση προς τη ναυτιλία της χώρας να ανέρχεται στα 52,5 δισ. δολάρια από 49,79 δισ. το 2020. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την ετήσια έκθεση των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων της ναυτιλίας, την οποία συντάσσει η Petrofin Research και αφορούν στοιχεία στα τέλη του 2021.
Ο αριθμός των τραπεζών που συμμετέχουν στη χρηματοδότηση της ελληνικής ναυτιλίας ανέρχεται στις 56. Η Credit Suisse παραμένει στην πρώτη θέση με μείωση όμως της αξίας του χαρτοφυλακίου της κατά 12,5%, μετά και τη μείωση κατά 16,88% το 2020. Ωστόσο η σταθερή τα προηγούμενα έτη μείωση της έκθεσης των ευρωπαϊκών τραπεζών στην ελληνική ναυτιλία έχει σταματήσει. Το χαρτοφυλάκιό τους αντιστοιχεί πλέον στο 74,33% της ελληνικής αγοράς, έναντι 73,84% το 2020.
«Φαίνεται ότι η αποχώρηση σημαντικών τραπεζών την τελευταία δεκαετία από την ελληνική ναυτιλία έχει ολοκληρωθεί», εκτιμά ο επικεφαλής της Petrofin, Ted Petropoulos. «Οι προοπτικές για το 2022, υπό την επιφύλαξη απρόβλεπτων περαιτέρω γεωπολιτικών γεγονότων και κυρώσεων, είναι θετικές για αύξηση της χρηματοδότησης των ελληνικών ναυτιλιακών», προσθέτει.
Η αυξημένη διάθεση των τραπεζών για ανάληψη ναυτιλιακού ρίσκου που καταγράφεται, «έχει πολύ μικρή σχέση με την πορεία των ναυτιλιακών αγορών», εκτιμά ο επικεφαλής των ναυτιλιακών χρηματοδοτήσεων της Aegean Baltic Bank, η οποία ειδικεύεται στον τομέα, Φίλιππος Τσαμανής: «Είναι εν μέρει μια εκδήλωση της αναγνώρισης ότι η ναυτιλία, παρά την κυκλικότητά της, έχει αποδειχθεί ένας μετρήσιμος και περιορισμένος πιστωτικός κίνδυνος, ειδικά σε σύγκριση με τις χερσαίες βιομηχανίες». Η Aegean Baltic Bank, παρά το γεγονός ότι είναι η πέμπτη τράπεζα στη σχετική κατάταξη, «τα τελευταία τρία χρόνια αύξησε την έκθεσή της στους Ελληνες πλοιοκτήτες κατά 200%», σημειώνει ο Φ. Τσαμανής.
Ηλίας Μπέλλος (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)