Τα δύο κοντέινερ που βρίσκονταν μπροστά από το ανάκτορο στο Τατόι χάσκουν καμμένα. Οι λαμαρίνες τους έχουν διπλωθεί σαν κομμάτια από χαρτί, ενώ στο εσωτερικό τους δεν βρίσκεται τίποτα άλλο από έναν σωρό αποκαΐδια. Τρεις άνθρωποι με πολιτικά, πιθανότατα υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού, ψάχνουν γονατιστοί μέσα στις στάχτες. Ο ήχος των σπασμένων κεραμεικών που ανακατεύονται (άραγε από τι αντικείμενα) είναι το μόνο που ακούγεται. Ένας άνδρας βγάζει σε μια άκρη τα μόνα αντικείμενα που έχουν διασωθεί, όλα μεταλλικά: κομμάτια από έπιπλα, ο σκελετός μιας ραπτομηχανής, ένα σιδερένιο κάγκελο, ένα μπαούλο, μια πυροστιά.
Αυτό που μέχρι σήμερα το υπουργείο Πολιτισμού αποκρύπτει, έχει συμβεί. Η φωτιά που κατέστρεψε ολόκληρο το κτήμα Τατοΐου τελικά έκαψε και τουλάχιστον δύο κοντέινερ με αντικείμενα, από αυτά που είχαν βρεθεί στα κτίρια του κτήματος. Τι αντικείμενα υπήρχαν σε αυτά -και χάθηκαν για πάντα- είναι κάτι που θα φανεί τις επόμενες ημέρες. Πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν το σύνολο των αντικειμένων που είχαν βρεθεί στα κτίρια του κτήματος (και προέρχονται από τις κατοικίες της πρώην βασιλικής οικογένειας) παραμένει σε κοντέινερ στην καρδιά του κτήματος. Το 2016 ένα μέρος αυτών είχε μεταφερθεί στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, όμως επεστράφη πίσω στο Τατόι από τη σημερινή ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού. Κάποια πολύτιμα αντικείμενα απομακρύνθηκαν από το υπουργείο στο ξεκίνημα της φωτιάς, πριν αυτή κάψει το Τατόι.
Περπατώντας από την «κάτω» είσοδο του κτήματος προς το εσωτερικό του, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Το μέρος που μάζευε κάθε σαββατοκύριακο χιλιάδες Αθηναίους δεν υπάρχει πια. Ακολουθώντας πεζή τη διαδρομή προς τον ιστορικό πυρήνα του κτήματος, είναι δύσκολο να αναγνωρίσεις που βρίσκεσαι- το μόνο που βλέπεις είναι καμμένα δέντρα.
Η μυρωδιά είναι έντονη, τρυπάει τη μύτη. Τη χρωματική μονοτονία του μαύρου και του γκρι σπάνε ανά κάποιες εκατοντάδες μέτρα σακούλες σκουπιδιών, με ποτήρια καφέ και μπουκάλια νερού, προφανώς από αυτούς που εργάστηκαν στην καταπολέμηση της φωτιάς.
Αρκετοί έχουν φτάσει εκεί και ως εθελοντές και προσπαθούν με ό,τι τρόπο έχουν να κάνουν κάτι. Κάποιοι οργανωμένοι εθελοντές σβήνουν κομμάτια ξύλου που καπνίζουν ακόμα ρίχνοντας χώμα με μικρά φτυαράκια. Δεν ακούγεται τίποτα, μόνο κατά διαστήματα τα πυροσβεστικά ελικόπτερα που επιχειρούν σε κάποιο άλλο σημείο της Πάρνηθας.
Λίγο πριν το μεγάλο ξέφωτο, μπροστά από τους στάβλους, η εικόνα ξαφνικά αλλάζει. Τεράστια ξεριζωμένα δέντρα και φρεσκοανοιγμένοι δρόμοι δείχνουν την προσπάθεια που έγινε να δημιουργηθεί μια αντιπυρική ζώνη και να ανακοπεί η φωτιά. Πολλά δέντρα περιμετρικά του ξεφώτου δεν είναι καμένα. Δύο πυροσβεστικά οχήματα βρίσκονται σταθμευμένα εκεί, ενώ οι αγελάδες βόσκουν ανεχόχλητες, προσθέτοντας μια σουρεαλιστική πινελιά στην εικόνα.
Ανηφορίζοντας προς το βουτυροκομείο και από εκεί προς το αστυνομικό φυλάκιο βλέπεις ότι ευτυχώς τα κτίρια είναι ανέπαφα, όπως και τα δεκάδες κοντέινερ που βρίσκονται εκεί και στα οποία βρίσκεται αποθηκευμένο το μεγαλύτερο μέρος των αντικειμένων.
Μόνο μπροστά από το κτίριο του ξενοδοχείου (εκεί όπου υπάρχει και μια παλιά αντλία βενζίνης) η φωτιά φαίνεται να έχει φτάσει έως την άκρη, λίγα μέτρα από τα τελευταία κοντέινερ. Μια μεγάλη ομάδα πυροσβεστών στέκει αποκαμωμένη, ανάμεσα σε τρία μεγάλα οχήματα.
Συνεχίζοντας προς το ανάκτορο, η εικόνα γίνεται και πάλι αποκαρδιωτική. Ένα κτίριο στα αριστερά, το «διευθυντήριο», έχει καεί. Η στέγη του έχει καταρρεύσει. Το ίδιο και το κτίριο του προσωπικού του κτήματος, όπως έγινε γνωστό από φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν προχθές. Το φυλάκιο με την κωνική σκεπή, στην είσοδο προς το ανάκτορο έχει επίσης καεί. Ανηφορίζοντας προς το ανάκτορο το μόνο που βλέπεις είναι καμένα δέντρα και στάχτες, μέχρι που τελικά φθάνεις στα ξεκοιλιασμένα κοντέινερ. Το κτίριο του ανακτόρου και των μαγειρείων έχει σωθεί, όμως η περιοχή γύρω τους έχει καεί.
Η μόνη ενθαρρυντική σκέψη, μέσα σε αυτή την γκρίζα εικόνα είναι ότι το κτήμα στο Τατόι είχε καεί ακόμα τρεις φορές στο παρελθόν: το 1916, το 1945 και το 1974 και το δάσος ξαναγεννήθηκε, όπως θα ξαναγεννηθεί και αυτή τη φορά.
Το ερώτημα όμως είναι γιατί παραμένουν στο κτήμα όλα τα κινητά αντικείμενα που ανήκαν κάποτε στην τέως βασιλική οικογένεια και εδώ και δεκαετίες είναι περιουσία του ελληνικού κράτους και γιατί η συντήρηση και φύλαξή τους δεν πραγματοποιείται σε άλλο, ασφαλέστερο χώρο εκτός της Πάρνηθας. Το μόνο που δεν θα είχε σημασία αν όλα αυτά είχαν καεί είναι το ποιος (και αν) θα λογοδοτούσε για την απόφαση αυτή.
Γιώργος Λιαλιός Καθημερινή