Δικηγορικά γραφεία που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας και ασχολούνται με το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα προσεγγίζουν όλο και συχνότερα, το τελευταίο διάστημα, εταιρείες του εξωτερικού, που ενδιαφέρονται να εξασφαλίσουν για το προσωπικό τους εργασία σε κάποιο ελληνικό νησί. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για εργαζομένους που μπορούν να προσφέρουν την εργασία τους από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, έχοντας διασφαλίσει υψηλά συμβόλαια αμοιβών, καθώς διαθέτουν υψηλές δεξιότητες και προσόντα. Επιλέγουν δε την Ελλάδα, στο πλαίσιο της παγκόσμιας τάσης, σύμφωνα με την οποία οι λεγόμενοι «ψηφιακοί νομάδες» βρίσκουν πλήρως εξοπλισμένα σπίτια σε «εξωτικά μέρη», με φυσική ομορφιά αλλά και άνετους χώρους διαβίωσης που θα αποτελέσουν και τον χώρο εργασίας τους. Οι εταιρείες αυτές, μάλιστα, ζητούν από τα δικηγορικά γραφεία να τους ενημερώσουν αναλυτικά και για το ισχύον πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων στη χώρα μας, καθώς αναζητούν και Ελληνες εργαζομένους να πλαισιώσουν το εγχείρημά τους.
Οπως εξηγεί μιλώντας στην «Κ» ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, το δικηγορικό γραφείο του οποίου χειρίζεται αυτή τη στιγμή δύο τέτοιες υποθέσεις, στην υπόλοιπη Ευρώπη και πριν από την εκδήλωση της πανδημίας, είχαν ενσωματωθεί στο δίκαιο της εργασίας αλλά και στη λειτουργία των επιχειρήσεων όλα τα αναγκαία εργαλεία της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Μιλούσαμε δηλαδή για την εργασία 4.0, την περίφημη ψηφιακή εργασία, την εργασία μέσω πλατφόρμας, τη συνεργατική οικονομία και σε πολλές χώρες τη ρομποτική εργασία. Η πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών προ της πανδημίας είχε προχωρήσει ικανοποιητικά στην εξέλιξη της εργασίας αυτής με εργαλεία και νομοθετικά πλαίσια. Ακόμη και η τηλεργασία που στη χώρα μας αναπτύχθηκε εν μέσω και ελέω πανδημίας, σύμφωνα με τον κ. Καρούζο, στην Ευρώπη υπάρχει εδώ και χρόνια και έχει ποιοτικά εξελιχθεί στη μορφή του smart working: δηλαδή ενός σύγχρονου μοντέλου οργάνωσης της εργασίας και management αυτής. Τα χαρακτηριστικά του είναι η ελάχιστη φυσική παρουσία του εργαζομένου στον χώρο δουλειάς του, η εκούσια επιλογή του μοντέλου αυτού από τον εργαζόμενο, η ομαδική εργασία στην επίτευξη ενός ομαδικού αποτελέσματος και η διαμόρφωση του φυσικού χώρου εργασίας με μοντέρνα χαρακτηριστικά ώστε να προσομοιάζει με την οικία του. Χαρακτηριστικό επίσης της αγοράς εργασίας είναι εργασία, που όμως δεν θα αμείβεται από τον χρόνο παροχής και τα νόμιμα όριά του, αλλά από το αποτέλεσμά της, όπως αυτό καθορίζεται από τον εργοδότη. Το αποτέλεσμα θα αποτελεί εργαλείο αξιολόγησης των εργαζομένων για την περαιτέρω πορεία τους.
Χαρακτηριστικό επίσης της σύγχρονης εργασίας, όπως επιθυμούν να το εφαρμόσουν και στη χώρα μας επιχειρήσεις που αναζητούν χώρους στην Ελλάδα, είναι η εξ αποστάσεως παροχή της από χώρα επιλογής του εργαζομένου – εργοδότη, κυρίως τουριστικούς προορισμούς και συχνά εξωτικούς.
Οι ξένοι διερευνούν επίσης τις πιθανότητες εφαρμογής και στη χώρα μας ενός δυναμικού μοντέλου σύγχρονης εργασίας, της διαδραστικής συνεργατικής οικονομίας με την ανάπτυξη συνεργασιών από ομάδες επαγγελματιών ανά τον κόσμο μέσω μιας πλατφόρμας. Πρόκειται για ένα οικονομικό σύστημα που λειτουργεί κατά κύριο λόγο μέσω Διαδικτύου και επιφέρει αλλαγές και στην αμοιβή, καθώς καταργείται η παραδοσιακή πυραμίδα ιεραρχίας, αφού η αμοιβή καθορίζεται εκ του αποτελέσματος.
«Αν θα έδινα έναν τίτλο στην εργασία που ζούμε και στην εργασία που αναμένουμε θα ήταν: αναζητείται ο τόπος και ο χρόνος νέας εργασίας, δηλαδή εκείνες οι παράμετροι που μαζί με τον μισθό αποτελούσαν τις σταθερές μιας εργασιακής σύμβασης», δηλώνει χαρακτηριστικά ο κ. Καρούζος. Και συμπληρώνει πως «ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό που προκύπτει, είναι η βούληση των επιχειρήσεων να καταβάλουν τον μισθό σε συνάρτηση, όχι με τον χρόνο απασχόλησης αλλά με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: να λοιπόν γιατί αναζητείται ο χρόνος εργασίας. Γιατί τείνει να εκλείψει».
Στάσιμοι σε ψηφιακές δεξιότητες, ανέτοιμες οι ελληνικές επιχειρήσεις
Ως καταλύτης επέδρασε στη χώρα μας η υγειονομική κρίση εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, καθώς επιχειρήσεις και εργαζόμενοι εξαναγκάστηκαν στην αξιοποίηση και την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών. Ομως, και παρά την πρόοδο, η Ελλάδα παραμένει σχεδόν στάσιμη όσον αφορά τις ψηφιακές δεξιότητες (Digital Economy and Society Index), καθώς οι άλλες χώρες βελτιώνουν την επίδοσή τους, γεγονός που, όπως εξηγεί μιλώντας στην «Κ» ο γενικός διευθυντής Εργασιακών Σχέσεων του υπουργείου Εργασίας, διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου, Κωνσταντίνος Αγραπιδάς, οφείλεται στην ελλιπή διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, στη διαρροή ταλέντων στο εξωτερικό και στο χαμηλό επίπεδο της αναβάθμισης δεξιοτήτων (upskilling) ή της επανεκπαίδευσης σε νέους τομείς (reskilling).
Ανέτοιμες βέβαια να ακολουθήσουν τις εξελίξεις αποδεικνύονται και οι ελληνικές επιχειρήσεις. Αποκαλυπτική ήταν η πρόσφατη μελέτη του ΣΕΒ για την τηλεργασία, που έδειξε ότι 10 από τα 20 επαγγέλματα με την υψηλότερη απασχόληση στην Ελλάδα δεν έχουν καμία δυνατότητα τηλεργασίας, γεγονός που συνδέεται με το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο ψηφιακού μετασχηματισμού των επιχειρήσεων. Να σημειωθεί ότι, το 2020, στην Ελλάδα το ποσοστό τηλεργασίας ήταν στο 7%, έναντι 12% του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Eurostat LFS, 2021), με αποτέλεσμα η χώρα μας να βρίσκεται στη 19η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε. Ωστόσο έχει υπάρξει σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2019, όπου το ποσοστό ήταν μόλις 1,9%. Σύμφωνα με άλλη έρευνα του Eurofound (Ιούλιος 2020), τα ποσοστά τηλεργασίας είχαν εκτοξευθεί σε όλη την Ευρώπη, με αρκετές χώρες να ξεπερνούν το 50%, και η Ελλάδα να φθάνει το 30%. Σύμφωνα πάντως με τον ΣΕΒ, οι πραγματικές δυνατότητες είναι ακόμα μεγαλύτερες και συμβαδίζουν με τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων.
Οπως, μάλιστα, επισημαίνει ο δικηγόρος – εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, στη χώρα μας η τηλεργασία πρόσφατα λειτούργησε ως μονομερής απόφαση του εργοδότη για υγειονομικούς λόγους, ενώ όταν προέκυψε η ανάγκη να υπάρξει συνεννόηση του εργαζομένου, όπως σωστά ο πρόσφατος εργασιακός νόμος απαιτεί, τα ποσοστά της στην απήχηση έναντι των εργαζομένων και των επιχειρήσεων κατέρρευσαν.
Η μετάβαση της Ελλάδας στην ψηφιακή εποχή της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης, της συλλογικής νοημοσύνης και των μεγάλων δεδομένων, υπογραμμίζει ο κ. Αγραπιδάς, συνιστά μια διαρκή αλλαγή που επηρεάζει τη λειτουργία της οικονομίας, των επιχειρήσεων, τη φύση και την έννοια της εργασίας και τις δεξιότητες των εργαζομένων. Σε αυτό το πλαίσιο, η προσαρμογή που απαιτείται απ’ όλους τους εμπλεκόμενους φορείς πρέπει να είναι διαρκής και εκθετική.
Ρούλα Σαλούρου (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)