Πλαστικές σακούλες, πλαστικά μπουκάλια νερού και αλουμινένια κουτάκια αναψυκτικών αποτελούν το 50% των απορριμμάτων που ρυπαίνουν τις ελληνικές θάλασσες, τονίζει ο καθηγητής του Εργαστηρίου Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου Πατρών, Γιώργος Παπαθεοδώρου.
«Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που βγαίνει από τις διαχρονικές μας έρευνες όσον αφορά τα απορρίμματα στον πυθμένα είναι το γεγονός ότι παρόλο υπάρχουν σχετικές νομοθεσίες φαίνεται να έχουμε αύξηση των απορριμμάτων στο θαλάσσιο περιβάλλον τα τελευταία 15 χρόνια. Κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να αυστηροποιήσουμε το νομοθετικό μας πλαίσιο, αλλά και επίσης τους μηχανισμούς ελέγχου εφαρμογής του νομοθετικού πλαισίου», τονίζει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ειδικότερα, ο κ. Παπαθεοδώρου υπογραμμίζει ότι «η έρευνα στις ελληνικές θάλασσες όσον αφορά την "πλαστική" ρύπανση ξεκίνησε δειλά στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και συνεχίζεται με εντατικούς ρυθμούς μέχρι και σήμερα παρότι θεωρώ ότι η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχει αιφνιδιαστεί από το μέγεθος του προβλήματος, καθώς θεωρούμε πλέον ότι η πλαστική ρύπανση των ωκεανών ίσως είναι το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε στον 21ο αιώνα».
Όσον αφορά τις ελληνικές θάλασσες λέει ότι «παρότι την δουλειά που έχουμε κάνει στο Πανεπιστήμιο Πατρών, στο τμήμα Γεωλογίας, αλλά και το ΕΛΚΕΘΕ και άλλοι συνάδελφοι από άλλα ιδρύματα θεωρώ ότι έχουμε μια αποσπασματική εικόνα. Στην πραγματικότητα έχουμε δεδομένα για την πλαστική ρύπανση του Πατραϊκού κόλπου, του Ιονίου και του Σαρωνικού, όπου έχουμε δεδομένα που θεωρώ ότι σε κάποιο βαθμό είναι αξιόπιστα. Έτσι, εντοπίζονται σημαντικές πυκνότητες πλαστικών απορριμμάτων στον θαλάσσιο πυθμένα που κυμαίνονται από 500 απορρίμματα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο και στον Σαρωνικό μπορεί να φτάσουν ακόμη και 3.500 απορρίμματα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο».
Το πλαστικό είναι το κυρίαρχο υλικό και στη συνέχεια υπάρχει το μέταλλο, αναφέρει ο κ. Παπαθεοδώρου. «Αυτό είναι πολύ σημαντικό όσον αφορά την διαχειριστική του πλευρά, καθώς διαπιστώσαμε με τις έρευνές μας ένα πολύ σημαντικό αποτέλεσμα. Το 50% των απορριμμάτων που βρίσκουμε στις ελληνικές θάλασσες είναι η πλαστική σακούλα, το πλαστικό μπουκάλι νερού και το κουτί αλουμινίου. Έτσι, μας δίνεται η δυνατότητα να σχεδιάσουμε πολιτικές. Αυτές οι τρεις συσκευασίες είναι υπεύθυνες για το 50% του ρυπαντικού φορτίου. Ένα άλλο σημαντικό στοιχεία που προκύπτει από τις έρευνες όσον αφορά τα απορρίμματα στον πυθμένα, παρόλο ότι υπάρχουν νομοθεσίες για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, φαίνεται να έχουμε αύξηση των απορριμμάτων στο θαλάσσιο περιβάλλον τα τελευταία 15 χρόνια, που σημαίνει ότι πρέπει να αυστηροποιήσουμε το νομοθετικό μας πλαίσιο, αλλά επίσης και τους μηχανισμούς ελέγχου εφαρμογής του νομοθετικού πλαισίου».
Αναφερόμενος στο νόμο που ενέκρινε το Ευρωκοινοβούλιο για οριστική απαγόρευση του πλαστικού μιας χρήσης μέχρι το 2021 ο κ. Παπαθεοδώρου σχολιάζει ότι «αυτή η οδηγία για τον περιορισμό των πλαστικών μιας χρήσης είναι στη σωστή κατεύθυνση και πρέπει στην Ελλάδα να την εφαρμόσουμε. Τα πλαστικά μάς ενδιαφέρουν από τη στιγμή που καταλήγουν στο θαλάσσιο περιβάλλον. Θα πρέπει να συνδέουμε οποιαδήποτε πληροφορία για περιορισμό πλαστικού ή συσκευασία μιας χρήσης με το θαλάσσιο περιβάλλον γιατί εκεί νομοτελειακά καταλήγει. Άρα, η Ελλάδα ως νησιωτικό σύμπλεγμα έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα να αντιμετωπίσει».
Μάλιστα, όπως σημειώνει «η Ευρωπαϊκή Ένωση άργησε να αντιδράσει, δεν είχε αντιληφθεί σε πρώτη φάση το πολύ σοβαρό πρόβλημα που θα προκύψει με τη θαλάσσια ρύπανση και τα πλαστικά, όμως από τότε που στοχεύει με οδηγίες και νομοθετικές ρυθμίσεις σε συνδυασμό με τις καμπάνιες ευαισθητοποίησης κι ενημέρωσης των Ευρωπαίων πολιτών θεωρώ ότι σιγά-σιγά γίνονται αλλαγές στην συμπεριφορά των πολιτών. Όσον αφορά την Ελλάδα, η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ), η οποία βγήκε είναι μια πραγματική νίκη στην πραγματικότητα για το περιβάλλον και νομίζω ότι θα αλλάξει τη νοοτροπία και συμπεριφορά των πολιτών».
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)