Επισπεύδεται η επόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού έως τα 751 ευρώ, καθώς η διαδικασία αναμένεται να εκκινήσει άτυπα από το φθινόπωρο, έτσι ώστε στις αρχές του νέου έτους να γίνει η απαραίτητη αναπροσαρμογή. 

Στις προθέσεις του υπουργείου Εργασίας είναι να επισπευστεί η διαδικασία υποβολής υπομνημάτων από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ο έλεγχός τους, η τελική έκθεση του ΚΕΠΕ και η οριστική απόφαση της πολιτικής ηγεσίας. Η αλματώδης αύξηση των τιμών των προϊόντων, αλλά και των πρώτων υλών, πιέζουν το οικονομικό επιτελείο έτσι ώστε να προκύψει έμπρακτη στήριξη, ειδικά στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.

Έτσι, προετοιμάζεται η υποβολή ρύθμισης στη Βουλή, από τον Σεπτέμβριο κιόλας, για να περιγράφεται η επιτάχυνση της διαδικασίας καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού, που θα επηρεάσει τις αποδοχές 600.000 εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα.

Τα ισχύοντα σήμερα

Ο στόχος είναι η όποια τελική αύξηση να ενεργοποιηθεί το αργότερο έως το τέλος του α’ τριμήνου της επόμενης χρονιάς. Κάτι τέτοιο σημαίνει επιτάχυνση της διαδικασίας κατά τρεις μήνες. Είναι γνωστό ότι σύμφωνα με τα ισχύοντα της σημερινής νομοθεσίας, η έναρξη για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού γίνεται τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο κάθε έτους και η τελική ανακοίνωση πραγματοποιείται το αργότερο έως τον Ιούλιο.

Ειδικά για φέτος υπήρξε μια πρώτη επιτάχυνση, καθώς ο ισχύον κατώτατος μισθός (713 ευρώ μικτά) ενεργοποιήθηκε την 1η Μαΐου. Όμως τώρα εκτιμάται ότι οι εξελίξεις στο πεδίο της ακρίβειας, αλλά και ενδεχόμενη προσφυγή στις κάλπες την ερχόμενη άνοιξη θα πιέσουν περαιτέρω τη διαδικασία. Βέβαια το γεγονός ότι η αύξηση στα 751 ευρώ φαντάζει από κυβερνητικές πηγές ως η πιο πιθανή, ουσιαστικά «ακυρώνει» την όλη διαδικασία.

Η έκφραση άποψης από παράγοντες της αγοράς (από την πλευρά των εργοδοτών ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ, ΣΒΕ, αλλά και των εργαζομένων η ΓΣΕΕ) για τον καθορισμό των κατώτατων αποδοχών, πραγματοποιείται ώστε να υπάρχει καλύτερη αντίληψη της συνολικής εικόνας στο εργασιακό πεδίο.

Για τον ίδιο λόγο εξάλλου υποβάλλονται τεκμηριωμένες προτάσεις και από φορείς της αγοράς (Τράπεζα της Ελλάδος, ΕΛΣΤΑΤ, ΔΥΠΑ, ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, ΙΟΒΕ, ΙΝΣΕΤΕ, ΚΕΠΕ, ΟΜΕΔ, ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ και ΕΙΕΑΔ). Ακόμα και η ίδια η αύξηση του κατώτατου μισθού, ανεξαρτήτως ποσοστού, αποτελεί ζητούμενο για την αγορά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις τελευταίες προτάσεις που υποβλήθηκαν υπήρχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς το ποσοστό της αύξησης. Αν η κυβέρνηση έχει ήδη προαποφασίσει να αυξηθούν σημαντικά οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα και μάλιστα να γίνουν σχετικές εξαγγελίες στη ΔΕΘ από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, τότε η διαδικασία υποβολής προτάσεων υποβαθμίζεται. 

Το χρονικό

Υπενθυμίζεται ότι διανύουμε τη χρονιά κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν δύο αυξήσεις στον κατώτατο μισθό. Η πρώτη εξαγγέλθηκε πέρυσι τον Ιούλιο και τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο. Ήταν της τάξης του 2% και οι κατώτατες αποδοχές ανήλθαν στα 663 ευρώ. Λίγους μήνες μετά, τον Μάιο, πραγματοποιήθηκε νέα αύξηση κατά 7,5%, με συνέπεια να διαμορφωθεί στα 713 ευρώ ο σημερινός κατώτατος μισθός.

Πρόκειται για μια διπλή αύξηση, που πραγματοποιήθηκε ύστερα από μία τριετία που ο βασικός μισθός είχε «παγώσει» στα 650 ευρώ. Αυτή ήταν η αύξηση που συντελέστηκε τον Φεβρουάριο του 2019 από την προηγούμενη κυβέρνηση και ήταν η πρώτη ουσιαστική παρέμβαση στις κατώτατες αποδοχές μετά από μία επταετία «παγώματος» που είχε επιβληθεί λόγω μνημονίων. Άλλωστε, ο κατώτατος μισθός είχε υποστεί δραματική συρρίκνωση τον Φεβρουάριο του 2012, με την 6η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), από τα 751 ευρώ (συμφωνία των κοινωνικών εταίρων) στα 586 ευρώ. Τότε, δημιουργήθηκε για πρώτη φορά ο υπο-κατώτατος μισθός των 511 ευρώ, ειδικά για νέους έως 25 ετών. Με την αύξηση του 2019, ο υπο-κατώτατος καταργήθηκε. Άρα, εάν επανέλθει στα 751 ευρώ ο κατώτατος μισθός το 2023, τότε θα επιστρέψει έπειτα από 11 χρόνια στα επίπεδα που ήταν προ μνημονίων. 

naftemporiki.gr