Οι αυξημένες προσδοκίες που δημιουργούν τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, τα σχέδια της Ελλάδας για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης το ερχόμενο χρονικό διάστημα, και η ενίσχυση της τριμερούς συνεργασίας ανάμεσα σε Ελλάδα, Ισραήλ και Κύπρο, υπό την «προστατευτική» παρουσία των ΗΠΑ, αποτελούν εν συντομία τους βασικούς λόγους της τουρκικής «νευρικότητας» που βρέθηκε σε έξαρση την εβδομάδα που ολοκληρώθηκε, με το ασυνήθιστα υψηλό μπαράζ παραβιάσεων και παρενοχλήσεων στο Αιγαίο.
Η τουρκική προκλητικότητα άρχισε τη Δευτέρα και ολοκληρώθηκε την Πέμπτη. Στο διάστημα αυτό μεσολάβησαν τα εξής δεδομένα. Οι ΗΠΑ επανέλαβαν εμμέσως, διά στόματος του βοηθού υπουργού Εξωτερικών Γουές Μίτσελ, ότι αντιτίθενται στις θέσεις της Άγκυρας όσον αφορά την κυπριακή ΑΟΖ. Ακολούθησε η περίφημη δήλωση του αρχηγού ΓΕΕΘΑ Ευάγγελου Αποστολάκη περί «ισοπέδωσης βραχονησίδας» σε περίπτωση κατάληψής της από τουρκικά στρατεύματα.
Στα παραπάνω ήλθε να προστεθεί η αναφορά του εκτελεστικού αντιπροέδρου της Exxon-Mobil σχετικά με τη δυναμική των οικοπέδων που βρίσκονται στα δυτικά και στα νοτιοδυτικά της Κρήτης, περιοχή που η Τουρκία επίσης έχει συμπεριλάβει στο «casus belli» όσον αφορά το ενεργειακό ζήτημα.
Όλα αυτά φαίνεται πως έχουν παρασύρει υψηλόβαθμους παράγοντες στην Αθήνα να έχουν σχηματίσει τη -βεβιασμένη- εκτίμηση ότι ο συνδυασμός των παραγόντων αυτών είναι δυνατό να οδηγήσει στον πλήρη παραγκωνισμό της Τουρκίας από τα τεκταινόμενα στην ευρύτερη περιοχή. Πρόκειται, όπως σημειώνουν οι πλέον έμπειροι παρατηρητές, για φαντασίωση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ιδιαίτερα επικίνδυνες ατραπούς, από τη στιγμή μάλιστα που η γειτονική χώρα έχει μετατραπεί σε απολύτως απρόβλεπτη μεταβλητή.
Καταρχάς, πρέπει να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό η υπεραισιοδοξία ορισμένων στην Αθήνα ότι η σημερινή συνεργασία με τις ΗΠΑ αποτελεί εγγυημένη προστασία της Ελλάδας σε περίπτωση ελληνοτουρκικού επεισοδίου στην Ανατολική Μεσόγειο ή στο Αιγαίο. Είναι πια ξεκάθαρο τοις πάσι ότι καμία δυτική χώρα, πόσω μάλλον η Ελλάδα, δεν μπορεί να έχει την παραμικρή εμπιστοσύνη στις αποφάσεις ενός ανθρώπου όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος αποδεικνύει καθημερινά ότι μπορεί να πάρει αποφάσεις πέραν κάθε λογικής ή εισήγησης των επιτελών του.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η πρόσφατη απόφασή του για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία -απόφαση που ικανοποίησε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν- αλλά και η εισήγηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για πώληση του αντιπυραυλικού συστήματος Patriot στην Αγκυρα, ώστε να αποτραπεί η αγορά των S-400 από τη Ρωσία. Οι δύο αυτές κινήσεις κανονικά θα έπρεπε να ταρακουνήσουν τους υπεραισιόδοξους στην Αθήνα, ιδιαίτερα μάλιστα από την στιγμή που παρά τα επίμονα αιτήματα της Ελλάδας οι ΗΠΑ δεν έχουν αποδεχθεί ακόμη το βασικότερο αίτημα του Πολεμικού Ναυτικού μας: την παραχώρηση δύο πλοίων επιφανείας που θα διευκολύνουν την προβολή ισχύος του στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το βαθύτερο πρόβλημα, που αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο από την παραίτηση του υπουργού Αμυνας Τζέιμς Μάτις, είναι ότι δεν είναι σίγουρο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες του Τραμπ θα είναι διατεθειμένες να παρέμβουν σε περίπτωση κρίσης και δη υπέρ των ελληνικών συμφερόντων.
Η μεγαλύτερη έκπληξη των τελευταίων ημερών ήταν η δημόσια δήλωση του Α/ΓΕΕΘΑ, ναυάρχου Ευάγγελου Αποστολάκη, ότι «αν οι Τούρκοι αποβιβαστούν σε βραχονησίδα, θα την ισοπεδώσουμε». Δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν ότι η αποστροφή αυτή εκπορεύτηκε από ορισμένες πληροφορίες, που φέρεται να βρίσκονται στη διάθεση τόσο των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, όσο και του ελληνικού Πενταγώνου, περί τουρκικών σχεδίων για κατάληψη κάποιας βραχονησίδας.
Οι πληροφορίες αυτές έφθασαν στην ελληνική πλευρά από χώρα της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Η απάντηση του Χουλουσί Ακάρ, υπουργού Αμυνας της Τουρκίας και τακτικού συνομιλητή της ελληνικής πλευράς, κινήθηκε στη γνωστή αυτοματοποιημένη γραμμή. «Δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε ούτε χιλιοστό στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Δεν τίθεται θέμα υποχώρησης. Δεν επιτρέπουμε και δεν θα επιτρέψουμε κανένα τετελεσμένο» είπε αναφερόμενος στην Τουρκία και στους Τουρκοκύπριους.
Το σκηνικό ολοκληρώθηκε από τις εμπρηστικές δηλώσεις του υπουργού Άμυνας Πάνου Καμμένου ότι «θα τσακίσουμε και θα συντρίψουμε» όσους αμφισβητήσουν την εθνική μας κυριαρχία, δηλώσεις που ενέτειναν το κλίμα αστάθειας στην περιοχή. Άλλωστε, η πραγματοποίηση 10 υπερπτήσεων την Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου πάνω από τα νησιωτικά συμπλέγματα Οινουσσών και Καστελλόριζου αποτέλεσε έμπρακτη ακύρωση των δηλώσεων Καμμένου, σε συνδυασμό με τις 110 παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και τις έξι εμπλοκές που καταγράφηκαν.
Σημειώνεται ότι άλλες πέντε υπερπτήσεις είχαν πραγματοποιηθεί την περασμένη Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου. Συνολικά, μέσα σε δύο ημέρες, τα τουρκικά αεροσκάφη πραγματοποίησαν 15 υπερπτήσεις, όταν το διάστημα Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2018 είχαν γίνει 29 υπερπτήσεις!
Φόβοι για θερμό επεισόδιο στο σύμπλεγμα του Καστελλόριζου
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Το Βήμα», πέραν της σκοπιμότητας της δήλωσης Αποστολάκη, υπάρχουν δύο παρατηρήσεις στις οποίες συγκλίνουν ανώτερες διπλωματικές και στρατιωτικές πηγές. Σύμφωνα με την πρώτη, το «φάντασμα των Ιμίων» εξακολουθεί να είναι παρόν και «να στοιχειώνει» τους Έλληνες στρατιωτικούς επιτελείς. Το ενδεχόμενο κατάληψης μιας από τις διάσπαρτες νησίδες ή βράχους στο Αιγαίο παραμένει ίσως το βασικότερο σενάριο επί του οποίου διαμορφώνονται πολλοί εκ των σχεδιασμών των επιτελείων. Θα αποτελούσε δε μια εξέλιξη που θα καταρράκωνε πολύ βαθιά – σύμφωνα με ορισμένους, καταλυτικά – το ελληνικό ηθικό.
Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με τον βαθύτερο πυρήνα της δήλωσης Αποστολάκη. Ενα από τα σενάρια που έχουν κατά καιρούς συζητηθεί στα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας είναι το ενδεχόμενο η Αγκυρα να προχωρήσει σε μια κίνηση «τύπου Ιμίων» – δηλαδή να αποβιβάσει κομάντος σε βραχονησίδα – όχι όμως στο Αιγαίο, αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτή την περίπτωση, όλα τα μάτια στρέφονται στο σύμπλεγμα του Καστελλόριζου και η δυσκολία απάντησης από ελληνικής πλευράς αυξάνεται.
Το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου περιλαμβάνει 14 νησιά, νησίδες και βράχους, εκ των οποίων τρία κατοικούνται: η Μεγίστη, η Στρογγύλη και η Ρω. Μια αποβατική κίνηση της Τουρκίας σε εκείνη την περιοχή θα είχε, σύμφωνα με τις σχετικές αναλύσεις, δύο σκοπούς.
Αφενός, η Αγκυρα θα επανέφερε δυναμικά τη «θεωρία των γκρίζων ζωνών», ενδεχομένως καταλαμβάνοντας ή και αποκλείοντας – με στρατιωτικές δυνάμεις – μια από τις βραχονησίδες που ανήκουν στο σύμπλεγμα, ίσως εκείνη που βρίσκεται στο απώτατο νοτιοανατολικό σημείο. Με τον τρόπο αυτόν, η Τουρκία θα επανελάμβανε ότι ορισμένες νησίδες ή βράχοι που δεν καταγράφονται στις διεθνείς συνθήκες (στην προκειμένη περίπτωση στη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, στις ιταλοτουρκικές συμφωνίες του 1932 και στη Συνθήκη των Παρισίων του 1947) είναι αμφισβητούμενης κυριαρχίας. Η κατάληψη ελληνικού εδάφους θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν πιθανό βομβαρδισμό και η νομιμοποίηση μιας τέτοιας κίνησης δύσκολα θα αμφισβητούνταν. Ο δε αποκλεισμός του θα εξελισσόταν λογικά σε μια νομικο-διπλωματική μάχη με αβέβαιη χρονική εξέλιξη.
Δεύτερον, η Αγκυρα εμφανίζεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για την Ανατολική Μεσόγειο παρά για το Αιγαίο στην παρούσα συγκυρία. Η ύπαρξη ενεργειακών πόρων είναι ο ξεκάθαρος λόγος, γι’ αυτό και η Τουρκία δεν επιθυμεί τον αποκλεισμό της. Η κατάληψη μιας νησίδας του απομονωμένου ελληνικού νησιωτικού συμπλέγματος «θα έσπαγε» de facto τον ενιαίο (όπως ορισμένοι θεωρούν) χώρο μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου και τις θεωρητικά εφαπτόμενες Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) των δύο χωρών. Δεν πρέπει φυσικά να λησμονείται ότι με βάση τη διεθνή νομολογία η ελληνική θέση για το Καστελλόριζο εμφανίζει αδυναμίες που ουδεμία ελληνική ηγεσία είχε ή έχει το σθένος να παραδεχθεί. Μια de facto τουρκική κίνηση όμως θα αναδείκνυε την ευαίσθητη ισορροπία σε όλο της το μεγαλείο και το δίλημμα θα ήταν αμείλικτο.
(in.gr)