Τη μετατροπή του Εβρου σε αδιαπέραστο για τις προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές πέρασμα, με ενδεχόμενη επέκταση του αγκαθωτού σιδερένιου φράχτη της Ορεστιάδας σε όλο το μήκος του ποταμού, σχεδιάζει η κυβέρνηση. Δεδομένου ότι η πίεση στα χερσαία σύνορα της Θράκης έχει καταστεί δυσβάσταχτη, ο κυβερνητικός σχεδιασμός εστιάζει, σύμφωνα με πληροφορίες, σε δύο ζώνες αναχαίτισης των παράτυπων μεταναστευτικών ομάδων, μέσω Εβρου: τη μία στην όχθη του ποταμού και τη δεύτερη, πιο πίσω, επί της Εγνατίας Οδού, ώστε όσοι καταφέρουν να περάσουν, να μην μπορούν να προωθούνται στο εσωτερικό με προορισμό, κατ’ αρχάς, τη Θεσσαλονίκη.
Καθώς η μέχρι τώρα εμπειρία έχει καταδείξει ότι σχεδόν τα πάντα ως προς την ανάσχεση κρίνονται στην όχθη, η ενίσχυση της άμυνας «επί του πεδίου» εξετάζει, πέρα από την επιχειρησιακή δράση του ανθρώπινου παράγοντα, την κατασκευή, όπου η μορφολογία του εδάφους το επιτρέπει, αγκαθωτού τείχους στα πρότυπα του υφιστάμενου, μήκους 12 χιλιομέτρων στη Νέα Βύσσα. Μια τέτοια αγκαθωτή θωράκιση δεν θα είναι τεχνικά εύκολη, ούτε και οικονομικά προσιτή λύση. Ο Εβρος στο ελληνικό τμήμα του απλώνεται σε μήκος 230 χιλιομέτρων, και όταν τον χειμώνα πλημμυρίζει, φαινόμενο όχι σπάνιο, η όχθη μέχρι να υποχωρήσουν τα νερά σχεδόν εξαφανίζεται και οι υδάτινοι όγκοι με τις λάσπες και τα φερτά υλικά πιθανότατα θα μπορούσαν να παρασύρουν τον φράχτη.  Κυβερνητική πηγή που ρωτήθηκε από την «Κ» για το ενδεχόμενο επέκτασης του φράχτη, απάντησε πως «είναι μέσα στις συζητήσεις και αυτό».  Παρά τις δυσκολίες μιας τέτοιας επιλογής, ο αγκαθωτός φράχτης εξακολουθεί να θεωρείται ένα ισχυρότατο αποτρεπτικό μέσο, όπως έχει δείξει όχι μόνο το παράδειγμα της Ορεστιάδας, αλλά και αυτό της Βουλγαρίας που έχει κατασκευάσει ατσάλινο τείχος μήκους 250 χιλιομέτρων στα σύνορα με την Τουρκία, εξασφαλίζοντας το αδιαπέραστο της μεθορίου της.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ένα τέτοιο εγχείρημα απαιτεί χρόνο και μπορεί να λειτουργήσει, εφόσον τελικά επιλεγεί, σε βάθος χρόνου, μια και δεν προβλέπεται ο Εβρος να απαλλαγεί σύντομα από τις μεταναστευτικές ροές. Ολα δείχνουν ότι η Τουρκία θα έχει επί χρόνια στο οπλοστάσιό της το προσφυγικό/μεταναστευτικό και βεβαίως η Ελλάδα είναι αυτή που πρώτη θα δέχεται τα «πυρά» από την απέναντι πλευρά, ανάλογα με τις σκοπιμότητες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και εκείνες της Αγκυρας με την Ευρώπη. Η πίεση, εν τω μεταξύ, στη Θράκη είναι μεγάλη και βαίνει διαρκώς κλιμακούμενη.
Οι μετανάστες (ελάχιστοι είναι οι πρόσφυγες πλέον) που περνούν το ποτάμι όλο και αυξάνονται. Τους συναντάει κανείς κατά ομάδες να διασχίζουν την Εγνατία Οδό αλλά και τα χωριά της περιοχής, όπως και της Ροδόπης, όπου οι τοπικές κοινωνίες «βράζουν» λόγω των αυξανόμενων κρουσμάτων εγκληματικότητας. Πολλοί εξ αυτών, στην προσπάθειά τους να προφυλαχθούν από το δριμύ ψύχος, καταφεύγουν σε αποθήκες και ποιμνιοστάσια όπου ανάβουν φωτιές για να ζεσταθούν, με αποτέλεσμα να καίγονται οι εγκαταστάσεις, προκαλώντας αγανάκτηση στους χωρικούς ή επιδίδονται όπως καταγγέλλουν οι ντόπιοι σε κλοπές. Μόνο το Σαββατοκύριακο στο Διδυμότειχο, στις Φέρες και στο Σουφλί έξι μετανάστες βρέθηκαν νεκροί και, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή κ. Παύλο Παυλίδη, πιθανή αιτία θανάτου ήταν το τσουχτερό κρύο. Ενας σημαντικός αριθμός μεταναστών χρησιμοποιεί πλέον και τη θαλάσσια οδό από τις ακτές της πόλης Αίνος της Τουρκίας προς τα παράλια της Αλεξανδρούπολης, δημιουργώντας πίεση και από το Θρακικό Πέλαγος. Η κυβέρνηση, σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, προχωρεί στην ενίσχυση άμεσα της συνοριοφυλακής με 400 άτομα επιπλέον προσωπικό, η διαδικασία για την πρόσληψη των οποίων τέθηκε ήδη σε κίνηση και υπολογίζεται ότι θα έχουν αναπτυχθεί έως τον Μάρτιο στον Εβρο, ενώ εξετάζεται το ενδεχόμενο να εμπλακεί και ο στρατός στις περιπολίες.
Από την Κυριακή ξεκίνησε και η επιχείρηση «εκκαθάρισης» της Εγνατίας Οδού, με μπλόκα και αυστηρούς ελέγχους από την αστυνομία καθ’ όλο το μήκος του αυτοκινητόδρομου, τον οποίο χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον οι διακινητές για τη μεταφορά των «πελατών» τους  στα ενδότερα. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, όσοι συλλαμβάνονται έχοντας διαβεί τον Εβρο θα οδηγούνται σε κλειστά προαναχωρησιακά κέντρα που πρόκειται να λειτουργήσουν σύντομα, τρία στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και ένα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΖΙΜΑΣ (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)