Το νέο γεωπολιτικό και οικονομικό τοπίο που διαμορφώνεται μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανιχνεύει η Αθήνα, με απόλυτη προτεραιότητα για την κυβέρνηση να αποτελεί η μεγαλύτερη δυνατή απορρόφηση του κόστους εκτίναξης των τιμών της ενέργειας, που έχουν ευθεία δυσμενή αντανάκλαση και στον πληθωρισμό.
Παράλληλα, πάντως, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εξετάζει και εναλλακτικά σενάρια ενεργειακής θωράκισης για τη χώρα: Η κορύφωση της ουκρανικής κρίσης αποτέλεσε σκληρό μάθημα για ολόκληρη την Ευρώπη αναφορικά με την ανάγκη απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Υπό αυτήν την έννοια παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει υπάρξει βολιδοσκόπηση για το ενδεχόμενο η Ελλάδα, μέσω διμερών συμφωνιών, να προμηθεύεται ενέργεια από τη Βουλγαρία, η οποία θα παράγεται σε πυρηνικά εργοστάσια της τελευταίας.
Ειδικότερα, η Σόφια εμφανίζεται να σχεδιάζει την αύξηση της παραγωγής ενέργειας με την κατασκευή νέου πυρηνικού εργοστασίου, που εκτιμάται πως μπορεί να είναι έτοιμο το 2026 και θα μπορούσε να καλύπτει μέρος των ελληνικών αναγκών –από τις υφιστάμενες υποδομές αυτό είναι δυνατόν να συμβεί από του χρόνου– ενώ κυβερνητικός στόχος παραμένει η Ελλάδα να καταστεί καθαρός εξαγωγέας ενέργειας από το 2030. Σημειώνεται ότι την περασμένη Τρίτη την Αθήνα επισκέφθηκε υπουργική αντιπροσωπεία της Βουλγαρίας, με την οποία συναντήθηκε ο πρωθυπουργός, με τη διμερή συνεργασία στο πεδίο της ενέργειας να αποτελεί σημαντικό τμήμα της ατζέντας. Επίσης, νέο πυρηνικό εργοστάσιο σχεδιάζει να κατασκευάσει και η Ρουμανία.
Οπως προαναφέρθηκε, ωστόσο, προτεραιότητα για το Μέγαρο Μαξίμου, επί του παρόντος, αποτελεί η διαχείριση της εν εξελίξει κρίσης και, κυρίως, των συνεπειών που μπορεί να έχει σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο για τη χώρα.
Είναι προφανές πως η ρωσική εισβολή ανέδειξε όλα τα κενά ασφαλείας που η Ευρωπαϊκή Ενωση αδυνατεί να καλύψει εδώ και δεκαετίες. Παράλληλα, ανησυχία εγείρει το γεγονός ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν κινήθηκε με βάση μια καθαρή λογική μη σεβασμού υφιστάμενων συνόρων και αναθεωρητισμού του status quo στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος και για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος εμφανίζεται να αμφισβητεί τις συνθήκες που διέπουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μάλιστα, πρόσθετη πηγή προβληματισμού αποτελεί ότι:
• Ο Ερντογάν, λαμβάνοντας σαφή θέση στο Ουκρανικό, εμφανίζεται να «επαναθεμελιώνει» τις σχέσεις της Αγκυρας με την Ουάσιγκτον και τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που δοκιμάστηκαν το τελευταίο διάστημα.
• Η αναβίωση ενός «Ψυχρού Πολέμου» με επίκεντρο την Ευρώπη δημιουργεί τον κίνδυνο θέματα όπως η κλιμακούμενη τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο να περνούν σε δεύτερο πλάνο.
Υπό το ανωτέρω πρίσμα, είναι σημαντικό ότι η Αθήνα πέτυχε σε προγενέστερο χρόνο να προβεί σε κινήσεις ενίσχυσης της θέσης της στη διεθνή σκακιέρα. Ειδικότερα, κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν: Πρώτον, τη σύναψη σημαντικών συμφωνιών αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, παρά τις αιτιάσεις μέρους της αντιπολίτευσης, περιλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ. Δεύτερον, τη θωράκιση της χώρας με την προμήθεια των 24 Rafale και των τριών φρεγατών. Και, τρίτον, τη διαμόρφωση σημαντικών περιφερειακών συνεργασιών, μεταξύ των οποίων με το Ισραήλ, που θεωρούνται ιδιαίτερα ισχυρές παρά τα ανοίγματα που επιχειρεί εσχάτως η Αγκυρα.
Το δεύτερο μεγάλο «αγκάθι» για την Αθήνα αποτελούν, βεβαίως, οι μεγάλες οικονομικές παρενέργειες της ουκρανικής κρίσης. Κυβερνητικές πηγές αναγνωρίζουν πως οι τελευταίες εξελίξεις οδηγούν σε μια παρατεταμένη –αλλά άγνωστης διάρκειας– περίοδο υψηλών τιμών στην ενέργεια και αυξημένου πληθωρισμού, ενώ είναι σαφές πως θα επιδράσουν αρνητικά στους ρυθμούς ανάπτυξης συνολικά στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα. Ιδίως για την Ελλάδα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το κλίμα διεθνούς ακρίβειας και αστάθειας να έχει σοβαρή επίπτωση και στον τουρισμό, για τον οποίο, πριν από τα τελευταία γεγονότα, υπήρχαν βάσιμες εκτιμήσεις πως θα ξεπερνούσε σε «όγκο» το 2019.
Η κυβέρνηση είναι σταθερά προσανατολισμένη στη στήριξη των πλέον ευάλωτων, αλλά τα περιθώρια είναι περιορισμένα, καθώς η ελληνική οικονομία βρίσκεται στο μικροσκόπιο των αγορών. Οπότε θεωρείται κρίσιμο να υπάρξουν κοινές ευρωπαϊκές λύσεις, όπως ζήτησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της περασμένης Πέμπτης. Μάλιστα, συνομιλητές του πρωθυπουργού αναμένουν οι όποιες σχετικές αποφάσεις να ληφθούν εντός του επόμενου μήνα, γιατί αλλιώς, όπως λέγεται, «δεν θα έχουν και μεγάλη σημασία».
Ειδικότερα, η Αθήνα επιδιώκει, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, να υπάρξει ένα χαλαρότερο δημοσιονομικό πλαίσιο και για το 2022. Εκτιμάται πως αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά όχι στην έκταση που επετράπη τα προηγούμενα δύο χρόνια, όταν το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης δοκιμάστηκε από τις οικονομικές παρενέργειες της πανδημίας. Επιπλέον, σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Μητσοτάκης ζήτησε κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής οι αμυντικές δαπάνες να μην περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του ελλείμματος, λαμβάνοντας, όπως λέγεται, στήριξη από τους κ. Μακρόν και Ντράγκι.
Σε κάθε περίπτωση, εν αναμονή των τελικών αποφάσεων της Ε.Ε., η κυβέρνηση θα συνεχίσει, χωρίς να θέτει σε διακινδύνευση τους δημοσιονομικούς στόχους, μια σειρά από πολιτικές στήριξης από τις παρενέργειες της κρίσης. Συγκεκριμένα, αναζητούνται περί τα 3 δισ. για την επιδότηση των καταναλωτών που βρίσκονται αντιμέτωποι με το ράλι στις τιμές της ενέργειας. Επίσης, στο τραπέζι παραμένει η προοπτική στήριξης των πλέον ευάλωτων με ένα έκτακτο επίδομα, αντίβαρο στην ακρίβεια, που θα χορηγηθεί περί το Πάσχα.
Κωστής Π. Παπαδιόχος (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)